Με την Αιμιλία Υψηλάντη δίνουμε ραντεβού στο θέατρο Αργώ, στο «δεύτερο» σπίτι της και πριν ανέβουμε στο καμαρίνι με ξεναγεί για λίγο στη γειτονιά στο Μεταξουργείο. Ο τρόπος που αφηγείται τις ιστορίες σε συναρπάζει. Η ίδια λίγες ημέρες πριν τη θεατρική της πρεμιέρα μας μιλάει για τα παιδικά χρόνια στην περιφέρεια, τη διαδρομή στο θέατρο και την πολιτική και τη σχέση με την κόρη και την εγγονή της.
«Γεννήθηκα στον Πύργο Ηλείας και μέχρι το τέλος των γυμνασιακών μου χρόνων έζησα μεταξύ Πύργου και Αμαλιάδας, όπου εργάζονταν οι γονείς μου ως εκπαιδευτικοί. Για μένα είναι ένα υπέροχο μέρος, γιατί το έχω συνδέσει με την παιδική μου ηλικία. Έξω από το σπίτι μου ήταν χωματόδρομος και μπορούσαμε να παίξουμε με τα χώματα. Με θυμάμαι να πηγαίνω στο κτήμα της γιαγιάς μου και να κόβω το πεπόνι, το καρπούζι από τη γη. Πήγαινα και στο χωριό του πατέρα μου, κοντά στην Ακράτα, εκεί είχαμε κατσίκες, ένα μουλάρι. Μέχρι σήμερα πηγαίνω στο χωριό και ασχολούμαι με τη γη. Εκεί ο πατέρας μου είχε φυτέψει μια ελιά και μόλις πηγαίνω τη βλέπω και αναπολώ...
Είχα δύο εκπληκτικούς γονείς και μια καταπληκτική γιαγιά που τη λάτρευα, την είχα σαν δεύτερη μάνα στη ζωή μου. Έζησα σε μια ωραία οικογένεια και έχω δύο αδερφές, είμαι η μεγαλύτερη. Κάνοντας ένα ταξίδι στο παρελθόν θα σου πω πως είχα ευτυχισμένα παιδικά χρόνια. Ο πατέρας μου ήταν Θεολόγος και η μητέρα μου δασκάλα- μάλιστα είχε κάνει σπουδές στην Ελβετία. Μέσα από τις συζητήσεις που έκανα μαζί της μου έλεγε πως το περιβάλλον παίζει καθοριστικό ρόλο στη διαπαιδαγώγηση. Μια φορά, λίγο πριν πεθάνει, μου είχε πει "αχ κορίτσι μου όλα καλά, αλλά αυτό το άτιμο το DNA βγαίνει κάποια στιγμή".
Με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο ένιωθα πάντα το στήριγμα των γονιών μου, ήταν οι οδηγοί μου. Η μαμά μου ήταν οδηγός στη θέση μου ως γυναίκα, ενώ ο πατέρας μου σε θέματα ηθικής.
Η μητέρα μου κρυφά μου έφερνε το βιβλίο "Ο τελευταίος πειρασμός" του Νίκου Καζαντζάκη στο κρεβάτι -μάλλον δεν ήθελε ο πατέρας μου να το διαβάζω
Η μαμά μου έπαιρνε συνήθως τη πρώτη τάξη -είναι πολύ σημαντική για ένα παιδί που ξεκινάει να μαθαίνει γράμματα και μου έλεγε πως όποιο παιδάκι νυστάζει το αφήνει να κοιμάται. Μεγαλώνοντας συνειδητοποίησα πως τα παιδιά τα πηγαίνουμε νωρίς στο σχολείο, γιατί ως κοινωνία κρατάμε το ωράριο των εργοστασίων. Το δικό μου πρωινό ξύπνημα το θυμάμαι ως εφιάλτη, όχι μόνο στο δημοτικό αλλά και στο γυμνάσιο. Ο πατέρας μου ερχόταν το πρωί και μου έλεγε "Αιμιλία σήκω...σήκω...". Εγώ τίποτα, κοιμόμουν. Βέβαια τα βράδια καθόμουν και διάβαζα οπότε νύσταζα το πρωί. Η μητέρα μου μου έφερνε κρυφά στο κρεβάτι το βιβλίο "Ο τελευταίος πειρασμός" του Νίκου Καζαντζάκη, μάλλον δεν ήθελε ο πατέρας μου να το διαβάζω. Εκείνα τα χρόνια τα σπίτια ήταν κρύα, είχαν και τσιμέντο από κάτω, οπότε εγώ ήμουν κρυμμένη κάτω από τις κουβέρτες. Άρχιζε ο πατέρας μου σιγά σιγά να βγάζει τις κουβέρτες και μόλις ήμουν με το νυχτικό και τυλιγμένη με το σεντόνι με έπαιρνε αγκαλιά και με πήγαινε στην κουζίνα. Είχαμε μια πολύ ωραία κουζίνα με τζάκι και μεγάλο τραπέζι, όπου εκεί η κοπέλα που είχαμε στο σπίτι μου έβαζε στο στόμα μουρουνέλαιο και μία φέτα πορτοκάλι κι έτσι ξυπνούσα για το σχολείο. Δεν ήμασταν πλούσιοι, αλλά τότε μπορούσες να έχεις μια βοήθεια στο σπίτι για τις δουλειές του σπιτιού και το μαγείρεμα. Η μαμά μου δεν μαγείρευε -σκεφτόταν μόνο το διάβασμα.
Ειλικρινά δεν ξέρω πως μπήκε το μικρόβιο της υποκριτικής -κι εμένα μου κάνει εντύπωση γιατί εκείνα τα χρόνια δεν έβλεπες συχνά θέατρο ειδικά στην επαρχία όπου μεγάλωσα. Είχα δει θιάσους να περιοδεύουν. Μάλιστα, στην Αμαλιάδα, στην άλλη άκρη από το σπίτι μου υπήρχε ένας κινηματογράφος και επειδή με συμπαθούσε ο ιδιοκτήτης μου έλεγε πως μπορώ να βλέπω δωρεάν. Ήμουν γύρω στα 8-10 και έτρεχα να πάρω άδεια από τους γονείς μου όταν ερχόταν κάποιος θίασος. Δεν ξέρω αν αυτό μου είχε κάνει εντύπωση και με παρακίνησε. Σημασία έχει πως από το δημοτικό άρχισα να δραματοποιώ μόνη μου τα ποιήματα και τα έκανα θέατρο. Μέσα στο παιδικό παιχνίδι υπάρχει το θέατρο. Θυμάμαι παίζαμε τις βασίλισσες, κάναμε ρόλους κι αυτό ήταν το αγαπημένο μου παιχνίδι. Άρα δεν είναι ανάγκη να έχεις δει θέατρο για να νιώσεις την επιθυμία να γίνεις ηθοποιός. Το θέατρο είναι μέσα στη ζωή μας από την ώρα που γεννιόμαστε. Σε ηλικία 14-15 ερχόμουν στην Αθήνα όπου ζούσαν οι θείες μου και πηγαίναμε να δούμε επιθεώρηση. Θέλανε να μας πάνε σε ένα θέαμα με χορό, τραγούδι και πρόζα -μάλλον για αυτό επιλέγανε την επιθεώρηση. Δεν ήταν όμως το κίνητρο μου οι παραστάσεις που έβλεπα στο Ακροπόλ για να γίνω ηθοποιός. Μπορεί κιόλας να φοβόμουν ότι δεν μπορώ να χορεύω, να τραγουδάω. Ωστόαο, η υποκριτική, το να υποδυθώ κάτι άλλο από αυτό που ήμουν, υπήρχε μέσα μου.
Δεν είναι ανάγκη να έχεις δει θέατρο για να νιώσεις την επιθυμία να γίνεις ηθοποιός
Φυσικά και υπήρχαν κανόνες στο σπίτι και ήταν κάθετοι -κάτι που λείπει στις σημερινές οικογένειες. Χωρίς κανόνες τίποτα δεν μπορεί να λειτουργήσει, απλώς οι γονείς μου ήξεραν πότε να μας αφήσουν ελεύθερες και πότε θα σφίξουν τα λουριά. Ο κανόνας τους ήταν να πάω πρώτα στο πανεπιστήμιο, να πάρω το πτυχίο μου και μετά να κάνω ό,τι θέλω. Στα χρόνια που μεγάλωσα εγώ, η οικογένεια ήταν ιερή, όπως και οι θείες και οι θείοι. Υπήρχε στήριγμα. Δεν ξέρω πώς είναι σήμερα... Οι αναφορές μου είναι πολύ συγκεκριμένες. Βλέπω πως έχω μεγαλώσει εγώ το παιδί μου.
Να σου πω ένα παράδειγμα για να καταλάβεις πώς ήταν η δική μου γενιά: Αν μου έβαζε ένα κακό βαθμό ο καθηγητής μου, ο πατέρας μου -που δούλευε κι εκείνος στο ίδιο σχολείο- δεν διανοείτο να παρέμβει. Ούτε στο σπίτι θα μου έλεγε τίποτα. Έπρεπε να το αντιμετωπίσω μόνη μου. Στα σημερινά παιδιά υπάρχει μια υπέρ-προστατευτικότητα υπερβολική.