Ο ηθοποιός Ακύλλας Καραζήσης
Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Ακύλλας Καραζήσης -«Δεν θέλω να παίζω του πατέρα που πλακώνει τον γιο του στο ξύλο γιατί είναι γκέι»


Ο Ακύλλας Καραζήσης επιλέγει να κάνει θέατρο με τον τρόπο που ζει: Είναι ανοιχτός, ειλικρινής, έχει (κοινωνικές) ευαισθησίες και άποψη. Γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη, σπούδασε στην Γερμανία Ιστορία και Πολιτική, δεν πήγε ποτέ σε δραματική σχολή. Γύρισε στην Αθήνα στα 33 του και άρχισε δουλεύει–παίζει, σκηνοθετεί, διδάσκει. Μένει στο κέντρο. Έχει δύο κόρες. Φέτος, είναι πατέρας κι ενός γκέι γιου στο τηλεοπτικό «Milky Way» και με την ερμηνεία του κάνει την διαφορά.

«Γεννήθηκα στην Θεσσαλονίκη το ΄57. Μεγάλωσα σ΄ένα φωτεινό περιβάλλον, στο κέντρο, δίπλα στην Αριστοτέλους, στην Μητροπόλεως, μια ανάσα απ΄την θάλασσα, απ΄την παλιά παραλία. Η Αριστοτέλους είχε ακόμα σκασίματα στην άσφαλτο –εκεί έπαιζα παιδί. Μεγάλωσα μ΄έναν πατέρα πολύ φιλελεύθερο, ήταν ζωγράφος, κατά καιρούς δούλευε ως διακοσμητής. Λίγο μποέμ. Η καταγωγή του ήταν απ΄την Ρωσία, Έλληνες της Οδησσού που ήρθαν με την Οκτωβριανή Επανάσταση. Η γιαγιά μου ήταν Ρωσίδα-Ρωσίδα. Η μητέρα μου ήταν καθηγήτρια γερμανικών –αργότερα άρχισε να δουλεύει. Έχω μια αδελφή, επτά χρόνια μικρότερη. Μια μεσοαστική κατάσταση. Η μητέρα μου πιο συντηρητική, μου έλεγε να πάω να κοινωνήσω, ο πατέρας μου δεν ήθελε, ήταν αντικληρικός.
»Μεγάλωσα, και μου΄κανε πολύ καλό, με δύο απόψεις στην οικογένεια. Εβλεπα μέσα στο σπίτι δύο ανθρώπους που είχαν τις απόψεις τους. Δεν μάλωναν ποτέ μπροστά μας. Δεν ζούσαμε τραυματικές καταστάσεις ούτε τις υποπτευόμασταν απ΄τους γονείς μας. Η μάνα μου, μου΄πε πολύ αργότερα, ότι πήγαιναν στο αυτοκίνητο όταν μάλωναν.

»Εζησα σε μια μαγική Θεσσαλονίκη –απ΄την Μητροπόλεως περνούσαν κάρα για το λιμάνι. Μεγάλωσα στο πατρικό σπίτι του πατέρα μου, μονοκατοικία. Έζησα την ανοικοδόμηση. Το ΄70 έγινε και το δικό μας σπίτι πολυκατοικία. Σχολείο πήγαινα στο Γερμανικό. Δεν ήμουν πολύ καλός μαθητής. Από τότε μ΄ενδιέφερε η ιστορία, η πολιτική, η λογοτεχνία.

»Μεγάλωσα με μια παιδική φίλη, την Αφρούλα, κολλητή μου ακόμα, η οποία είχε μανία με το θέατρο –ήταν φίλοι οι γονείς μας. Εκείνη ήθελε να γίνει ηθοποιός. Παίρναμε τα έργα του Σαίξπηρ και τα διασκευάζαμε, βάζαμε και τα μικρότερα αδέλφια μας να παίζουν, φωνάζαμε τους γονείς μας να μας δουν. Ήμουν κάπως ετερόφωτος όμως.

Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης

»Θέατρο δεν έβλεπα πολύ. Μέναμε κοντά στο θέατρο Χατζώκου, το οποίο, όπως και το Ολύμπιο, είχε ανακαινιστεί απ΄τον πατέρα μου. Στου Χατζώκου ερχόταν ο Κουν και οι γονείς μου πήγαιναν και τον έβλεπαν. Θυμάμαι είδα κάποιες παραστάσεις μαζί τους –όπως το “Περιμένοντας τον Γκοντό”, που απ΄την μια βαρέθηκα κι απ΄την άλλη μου΄κανε μεγάλη εντύπωση. Είδα, νομίζω, “Το Νεκροταφείο αυτοκινήτων” του Αραμπαλ με την Μάγια Λυμπεροπούλου. Μετά άρχισα, μ΄έναν φανατικό τρόπο, απ΄τα 14-15, να πηγαίνω σ΄αυτού του είδους το πολιτικό θέατρο που είχε αρχίσει να διαμορρφώνεται μετά το ΄72 –“Ουστ” της Μαριέττας Ριάλδη, “Κυριακάτικος περίπατος” του Γιώγου Μιχαηλίδη και Ελεύθερο Θέατρο, “Η ιστορία του Αλί Ρέτζο”, απ΄όπου βγήκα τρέμοντας.
»Μόλις περάσαμε στην εφηβεία παρατήσαμε το θέατρο. Ακουγα ροκ, διάβαζα πολύ –ο πατέρας μου είχε μια μεγάλη βιβλιοθηκη. Θυμάμαι το “Είναι αμαρτία να σκοτώνεις αηδόνι” της Χάρπερ Λη, είχε γίνει το ευαγγέλιό μας.

»Η Αφρούλα έγινε νηπιαγωγός και εξαιρετική παιδαγωγός, γράφει παιδικά βιβλία, έχει δουλέψει στις περισσότερες ερασιτεχνικές και θεατρικές ομάδες της Θεσσαλονίκης.

»Στην Γερμανία, στην Χαϊδελβέργη πήγα για σπουδές Ιστορίας και Πολιτικής. Μετά από 5-6 χρόνια που ζούσα εκεί, μπλέχτηκα συμπτωματικά με το θέατρο. Έπαιζα κιθάρα σε μια ελληνική ρεμπέτικη κομπανία κι ήρθε κατά τύχη και μας άκουσε ο Χρήστος Λεοντής. Η Χαϊλδελβέργη είχε και πολύ καλό θέατρο. Ανέβαινε τότε η “Ειρήνη” του Αριστοφάνη από τον Κρίστιαν Γιόργκεν που είχε μεγαλώσει στην Ελλάδα και είχε πάει στην Γερμανική. Ήξερε όλο το Θέατρο Τέχνης, ήταν ιδρυτής του θεάτρου Grips. Για την “Ειρήνη” λοιπόν είχε φέρει τον μουσικό που είχε γράψει την μουσική της παράστασης του Κουν. Και τον ρώτησε ο Λεοντής, αν υπάρχει κανένας Έλληνας μουσικός για τον Χορό. Ήρθε στην ταβέρνα που παίζαμε, μας άκουσε και μας πήρε, δυο μπουζουξήδες κι εμένα. Από εκεί άρχισε μια ιστορία συμπτώσεων και κατέληξα εγώ ηθοποιός.


Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης

»Δεν το σπούδασα το θέατρο αλλά τότε, γύρω στο ΄84-΄85 στην Γερμανία, το Γερμανικό Κρατικό Θέατρο έκανε μορφωτικά σεμινάρια στους ηθοποιούς του. Και εγώ επειδή έπαιζα πια, μ΄έβαζαν να κάνω όλους τους ξένους στις παραστάσεις, παρακολουθούσα τα σεμινάρια.

»Επέστρεψα στην Αθήνα το ΄91, με μια μικρή αφορμή, την οποία και χρωστάω στον Σταύρο Τουφεξή. Ο Σταύρος δούλευε τότε στην Γερμανία, σκηνοθετούσε. Εγώ δούλευα φουλ 6-7 χρόνια πια στο θέατρο, είχα κολλήσει, είχα μαγευτεί. Ήμουν πια 31-32 χρόνων και είχα αρχίσει να σκέφτομαι που θα' θελα να΄μαι στα 50, εκεί ή εδώ. Δεν είχα κόψει τους δεσμούς μου με την Ελλάδα, επαγγελματικά όμως δεν είχα σχέσεις. Έβλεπα θέατρο όποτε ερχόμουν –Παπαβασιλείου, Στάικο, μανιακά, είχα δει Μαρμαρινό, γιατί η Αμαλία (σ.σ. Μουτούση) ήταν πρώτη ξαδέλφη των κολλητών μου που έμενα σπίτι τους.

»Ο Τουφεξής εκείνη την εποχή σκηνοθετούσε στην Λουκέρνη, τον “Ματωμένο Γάμο”. Ενας ηθοποιός που παίζαμε μαζί στην Χαϊδελβέργη ήταν στην παράστασή του. Με ρώτησε αν θέλω να με φέρει σ΄επαφή με τον Τουφεξή, κι έτσι έγινε. Ετοίμαζε κάποια πράγματα στην Ελλάδα. Πήγα, είδα την παράστασή του και μετά περάσαμε μαζί μια μέρα ολόκληρη. Ήταν σαν να ήμουν παρέα μ΄έναν διανοούμενο θείο μου. Έκανα και μια οντισιόν στα γερμανικά. Γνωριστήκαμε, συμπαθηθήκαμε. Είχε σχέδια για το ΔΗΠΕΘΕ Βόλου. Εγώ ενδιαμέσως είχα κλείσει δουλειά στην Ζυρίχη. Μετά από εκεί αποφάσισα να φύγω –ο Τουφεξής με βοήθησε πολύ. Η δουλειά στον Βόλο δεν έγινε, αλλά μ΄έβαλε σε κάτι σεμινάρια της Ασπασίας Παπαθανασίου. Γνώρισα τον Γεωργουσόπουλο, τον Τσακίρογλου, ήταν τέλεια. Η καλύτερη είσοδος στην Ελλάδα. Στο τρίμηνο βρήκα δουλειά στην Ρεματιά Χαλανδρίου με τον Σπύρο Βραχωρίτη. Οι επόμενες δουλειές ήταν ο Χουβαρδάς και ο Μαρμαρινός.


Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης

»Μια άλλη κολλητή μου φίλη, η Έρση, μ΄ενημέρωσε για έναν Χουβαρδά που ανοίγει θέατρο και κάνει ακροάσεις για την Αμερική για την επόμενη σεζόν. Μ΄έπεισε και πήγα –είδα ένα γιαπί. Ήταν η χρονιά που άνοιγε το Αμόρε. Έδωσα τα στοιχεία μου και με κάλεσαν. Δεν είχα τίποτα στα ελληνικά για οντισιόν, είπα κάτι στα γερμανικά… Καθίσαμε μια ώρα με τον Χουβαρδά κι έφυγα πετώντας. Με πήρε στο Αμόρε κι έμεινα. Ήμουν 33 χρόνων κι είχα κόμπλεξ ότι είμαι μεγάλος.
Συγχρόνως άρχισα με τον Μαρμαρινό. Λόγω των φίλων μου που ήταν ξαδέλφια της Αμαλίας και της Αριέττας, τον γνώρισα. Τότε θα έκαναν την “Ελευθερία στην Βρέμη” και έψαχναν έναν άντρα, σκηνοθετούσε ο Χάρης Παυλίδης. Ήταν η πρώτη μου παράσταση στην Ελλάδα. Κι έτσι βρέθηκα τελείως τυχαία στα δύο μέρη που καθόρισαν την ζωή μου.

»Ζω στην Αθήνα με την Μαριλένα και την κόρη μας την μικρή, είναι 13. Η μεγάλη μου η κόρη είναι 20 -έχω χωρίσει με την μαμά της (σ.σ. την ηθοποιό Μαρία Σκουλά). Οι κόρες μου είναι μια χαρά μεταξύ τους, αλλά έχουν την διαφορά των επτά χρόνων.

»Το διαζύγιο, η δεύτερη οικογένεια δεν έγιναν δύσκολα, χάρη στους βασικούς παίκτες που ήταν η κόρη μου η μεγάλη, η μαμά της και η σύντροφός μου -κι εγώ. Έγιναν όλα πολύ μαλακά, μ΄έναν τρόπο ανοικτό, καθαρό. Έχω πολύ καλή σχέση με την Μαρία, αλλά έχουμε και όλοι μαζί μια συμβιωτική μεγάλη οικογένεια, κρατώντας φυσικά ο καθένας το κομμάτι της ζωής του.


Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης

»Είμαι μπαμπάς κοριτσιών. Τεράστιο δώρο τα κορίτσια. Δεν ξέρω αν θάθελα αγόρια. Δεν δοκιμάζομαι με ομόφυλο ανταγωνισμό –σαν αυτό που έχουν ίσως μαμάδες με τις κόρες τους. Δεν μπορώ να με φανταστώ με αγόρια. Είμαι πολύ ευτυχής που έχω κορίτσια. Αγαπώ πολύ τις γυναίκες, έχω φίλες γυναίκες και θυμώνω με τα στερεότυπα ότι δεν μπορεί να υπάρξει φιλία ανάμεσα σε μια γυναίκα κι έναν άντρα. Πιστεύω ότι το αρνητικό χρώμα σ΄αυτές τις σχέσεις το δίνει η πατριαρχική αντίληψη.

»Δούλεψα και δουλεύω κυρίως σε προστατευμένα θέατρα. Αυτό που έχω ζήσει και έχουμε ζήσει όλοι μας είναι μια καταπίεση όπως αυτή των γυναικών. Σου ήταν συνειδητό αλλά ζούσες μ΄αυτό και αναφέρομαι στην ψυχολογική βία. Ένας αυταρχικός τρόπος και μια ιεραρχία που υπάρχει ακόμα.

»Η βία δεν έχει ούτε κοινωνικό πρόσωπο ούτε ιδεολογικό. Για μένα η ειδοποιός διαφορά είναι ότι σήμερα έχει απενοχοποιηθεί το κομμάτι της καταγγελίας. Θυμάμαι ότι παλαιότερα δεν ξέραμε πω ν΄αντιδράσουμε κι εμένα αυτό μ΄ενοχλούσε.

»Δεν έχω ζήσει βία σωματική, ούτε έχω δει περιστατικά σεξουαλικής παρενόχλησης. Αυτό όμως που είναι για μένα τραυματικό και δυσκολότερο να μιλήσει κανείς είναι το πως αυτού του είδους η ψυχολογική βία περνάει στην δουλειά. Η περίφημη συζήτηση για τα τασάκια που πετούσε ο Κουν, και, το επόμενο στερεοτυπικό, ο Λευτέρης Βογιατζής, με τον οποίο έχω δουλέψει. Η εμπειρία ήταν πολύτιμη και τραυματική. Πρέπει όμως να πω ότι εκεί μπαίνουν πολλά ζητήματα, με πρώτο ένα ζήτημα προσωπικοτήτων ανθρώπων, που είναι και πιο προσωπικό. Ο γενικός κανόνας είναι όμως ότι κάθε άνθρωπος μέσα σ΄αυτό, μπαίνει σ΄ένα σύστημα ιεραρχικό.


Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης

»Υπάρχει ένα πρόβλημα στις σχολές, στις εισαγωγές στις σχολές, στις εισαγωγικές εξετάσεις, κι είναι το πλέον απάνθρωπο και κακοποιητικό κομμάτι της εισαγωγής στην δουλειά. Και επιμένω σ΄αυτό: Φέρνουν ανθρώπους 18-20 ετών, με το όνειρο για οποιονδήποτε παιδικό, εφηβικό λόγο, που είναι ο πιο τρυφερός, ακόμα και χαζός ή αφελής στα μάτια μας, αλλά οφείλεις να τον σεβαστείς. Είναι σαν τον έρωτα ενός 13αρη.

»Αυτά τα παιδιά λοιπόν τα φέρνουν σε μια επιτροπή ενηλίκων που έχει πάθει υπερκόπωση βλέποντας πάρα πολλά τέτοια παιδιά. Έχω υπάρξει δύο φορές, δύο φορές δέχτηκα να΄μαι σε επιτροπές και ήταν τραυματικές για μένα. Δεν το θεωρώ τιμή μου που το΄κανα. Το΄κανα αναγκαστικά. Ευτυχώς τα τελευταία χρόνια, μετά την πρώτη επιλογή, γίνονται workshop, κι έτσι βλέπεις την ομαδικότητα και το παιδί νοιώθει πιο προστατευμένο. Το άλλο είναι ένα έκθετο σώμα απέναντι σε βλέμματα. Γι΄αυτό κι εγώ σιχαίνομαι τις οντισιόν. Αν θες να γνωρίσεις κάποιον πήγαινε να τον δεις στο θέατρο, ή πιες έναν δίωρο καφέ μαζί του, να τον γνωρίσεις. Και μιλάω εγώ που δεν έχω κάνει καν σχολή. Ε λοιπόν μια καλή σχολή είναι μια καλή σχολή, μια καλή εκπαίδευση, μια καλή εκπαίδευση. Κι όλο αυτό περνάει στην δουλειά».

«Milky Way», μπαμπάς και γιος

«Πριν δύο χρόνια ήρθε η πρόταση απ΄τον Βασίλη Κεκάτο. Τον ήξερα, είχα δει δουλειά του. Χάρηκα. Είχα κι ένα καλό προαίσθημα. Μου το περιέγραψε, μου΄πε για τον ρόλο. Γύρω στο φθινόπωρο αρχίσαμε πρόβες. Ο Κωνσταντίνος Γεωργόπουλος που κάνει τον γιο μου έτυχε και ήταν μαθητής μου στο Ωδείο.

»Απ΄την αρχή μου μίλησε ο Κεκάτος για την ιδιαιτερότητα του ρόλου λόγω της σχέσης πατέρα-γιου. Και χάρηκα πολύ γιατί μου έχουν πολλές φορές προτείνει να παίξω το αντίθετο, να παίξω τον πατέρα που πλακώνει τον γιο του στο ξύλο γιατί είναι γκέι. Το κάνω από άποψη. Δεν μ΄αρέσει να παίζω αυτόν τον ρόλο, δεν θέλω. Είμαι σε μια ηλικία που παίζω πια τον πατέρα. Οταν ο ρόλος λέει στα παιδιά του “σκάσε” ή είναι βίαιος, δεν τον θέλω…

Milky Way

»Απ΄την εφηβεία μου είμαι ευαισθητοποιημένος όχι ιδεολογικά, σχεδόν ψυχολογικά. Μ΄ενοχλούσαν και τότε που γινόταν και κατά κόρον, μ΄ενοχλούν και τώρα. Δεν θέλω να το προβάλω. Φυσικά κι έχω παίξει τον κακό γενικώς, που κλέβει, οργανώνει δολοφονίες, έναν γκάνγκαστερ -αυτό είναι μυθοπλασία.
»Ο πατέρας που αντιδράει και δέρνει είναι ένα στερεοτυπικό της κοινωνίας. Δεν πιστεύω ότι δείχνοντάς το σε ενεργοποιεί αντιθέτως. Πιστεύω ότι επιβεβαιώνει τον κανόνα ότι “έτσι είναι τα πράγματα”. Αυτή η μεγέθυνση του δίνει σχεδόν μια νομιμοποίηση. Εμένα μου είναι πια απωθητικό, όπως η αδικαιολόγητη βία, ο βιασμός.

»Το “Milky Way” δείχνει το άλλο, που είναι ατυπικό: Συμβαίνει στην επαρχία και δεν το κάνει ένας διανοούμενος αλλά ένας πιο περίεργος και μονήρης άνθρωπος. Και λειτουργεί παραδειγματικά.

»Εδώ και δεκαετίες η τηλεόραση, το θέατρο, το σινεμά, βγήκαν απ΄το ταμπού του ΄50 ότι την βία την δείχνουμε ευπρεπώς, κρυμμένη, καλυμένη. Αυτή η απενοχοποίηση του δείχνω οτιδήποτε άκριτα, δημιουργεί έναν διάλογο με την κοινωνία, όπου η βία της εικόνας νομιμοποιεί την βία της πραγματικότητας και η βία της ζωής νομιμοποιεί την βία της εικόνας. Και γίνεται μια τέτοια διαλεκτική σχέση που βλέπεις μετά πόσο φυσικά παίρνουν ένα όπλο και σκοτώνουν. Γιατί την βλέπουν σαν προέκταση της μυθοπλασίας. Για μένα γίνεται μια σύγχυση, ενδιαφέρουσα και επικίνδυνη, πραγματικότητας και μυθοπλασίας. Τώρα η τέχνη έχει μια μεγάλη ευκαιρία επί της ουσίας, να συνομιλήσει προβάλλοντας όχι τα αρνητικά αλλά τα εναλλακτικά, τα ενδιαφέροντα -για τον τρόπο ζωής, τον τρόπο που βγάζει κανείς λεφτά, τις σχέσεις.

»Ο δικός μου πατέρας αντιδρά μ΄αυτόν τον εναλλακτικό τρόπο απέναντι σ΄αυτό, που είναι και πιο ακραίο. Ηταν μια πολύ ωραία σκηνή και δεν πίστευα ότι θα την ζήσω στην τηλεόραση καταρχήν, αλλά δεν θεωρώ τηλεόραση το “Milky Way”, το βλέπω σαν ταινία. Είναι πολύ ποιητικό. Μπαίνω σ΄αυτόν τον κόσμο ενώ εκείνος χορεύει ημίγυμνος ανάμεσα στα άλογα. Είναι έτσι όπως θα΄πρεπε να είναι. Λίγο πολύ για μένα αυτός είναι και ο ρόλος της τέχνης. Το να βάζει ένα τέτοιο κομμάτι στην ζωή, ότι κάτι τέτοιο μπορείς να το ζήσεις. Οτι υπάρχει ένα δικαίωμα να ζήσουμε και μια τέτοια πλευρά. Το αποτέλεσμα είναι η συμφιλίωση του πατέρα με την ταυτότητα του γιου μέσα απ΄τον χορό, την μουσική, την ποίηση, το τοπίο. Δεν είναι ούτε βία ούτε και ορθολογισμός. Είναι ρεαλιστικό, μια πραγματικότητα που μπορεί να συμβεί. Πρέπει να την σπρώχνουμε με την δουλειά μας, δείχνοντας τέτοια παραδείγματα. Είναι απ΄τις στιγμές που αγαπώ πολύ γιατί είναι και βαθειά πολιτικές μ΄έναν τρόπο ευγενικό και ποιητικό –αν κι οι λέξεις έχουν φθαρεί πια… Αυτό είναι η τέχνη για μένα.

»Με τον ρόλο αυτόν μοιραία σκέφτεσαι πως θα αντιδρούσες εσύ ο ίδιος σαν πατέρας. Και μ΄άρεσε η σκέψη, η πρόκληση. Ετσι θα αντιδρούσα, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία. Θα είχα την πορεία του Ακη στην σειρά.

»Κατά έναν τρόπο έβλεπα την μάνα μου, τότε, από φόβο μην χάσει τα παιδιά της, αναγκαζόταν και συνέπλεε μαζί μας. Οχι όμως οπορτουνιστικά, αλλά γιατί άλλαζε κι η ίδια».

Ο Ακύλλας Καραζήσης παίζει στο «Milky Way», του Βασίλη Κεκάτου, κάθε Πέμπτη (23.10, Mega)







SHARE