Αμαλία Μουτούση
Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Αμαλία Μουτούση: «Η μαμά μου λέει ότι μοιάζω πολύ στον Αλέκο Αλεξανδράκη»


Η Αμαλία Μουτούση μεγάλωσε με το θέατρο μέσα στο σπίτι της –με τη μητέρα της Νόνικα Γαληνέα και τον Αλέκο Αλεξανδράκη. Εγινε ηθοποιός γιατί, πολύ απλά, αυτό ήταν πάντα. Και χάραξε μια δική της πορεία που την επέλεξε, την υπηρέτησε και την υπηρετεί με αφοσίωση και πάθος. Κάθε της ερμηνεία είναι και μια μεγάλη στιγμή για το ίδιο το θέατρο.

«Νομίζω ότι πάντα θεωρούσα, ως αυτονόητο, ότι θα γίνω ηθοποιός, χωρίς όμως να σκέφτομαι, όταν ήμουν μικρή, ότι αυτό θα γίνει η δουλειά μου. Ημουν ταυτισμένη μ΄αυτό. Κι όταν ήρθε η στιγμή να σπουδάσω, έγινε πάρα πολύ φυσικά. Δεν έλεγα ότι αυτό θα κάνω όταν μεγαλώσω –αυτό ήμουν...

Σίγουρα βοήθησε το ότι κι η μαμά και ο Αλέκος ήταν ηθοποιοί, αλλά νομίζω ότι βοήθησαν να βγει ένα πράγμα με το οποίο γεννήθηκα. Δεν ξέρω πως θα ήταν αν δεν είχα μαμά και πατριό ηθοποιό, αλλά πάντως σίγουρα θα γινόμουν κάτι απ΄αυτά -χορεύτρια, τραγουδίστρια... Ηταν σαν ένα με την φύση μου.

Στο σχολείο, τη Σχολή Αηδονοπούλου που πήγαινα, το αναγνώριζαν. Είχαμε και μια θεατρική ομάδα, ανεβάζαμε παραστάσεις, διασκευάζαμε έργα, κι εγώ πρωτοστατούσα και στο δημοτικό και στο γυμνάσιο. Ενα διάστημα ήμουν και στη μαθητική ομάδα του Κολλεγίου και έπαιζα κι εκεί παραστάσεις. Αυτό και τα αθλητικά με χαρακτήριζαν. Επαιζα βόλεϊ, πολύ μπάσκετ, ήμουν και στην εφηβική ομάδα μπάσκετ της Πειραϊκής, και κολυμβήτρια.

Ημουν κατεξοχήν αγοροκόριτσο αλλά είχα κι αυτή την πλευρά να μιμηθώ τη μαμά μου. Είχα ταράξει τις ντουλάπες της, παπούτσια, ρούχα. Με την αδελφική μου φίλη κάναμε συνέχεια νούμερα με τα ρούχα της μαμάς μου. Το πιο επιτυχημένο ήταν οι αδελφές Μπρόγερ –τις έκανα καταπληκτικά γιατί μ΄άρεσαν πάρα πολύ όταν ήμουν εννέα-δέκα ετών. Εβαζα περούκες ξανθές και μια έκανα την Ερρικα, μια την Μαργαρίτα. Ηξερα απ΄έξω όλα τα τραγούδια, όλα τα χορευτικά τους. Οπότε σ΄όλα αυτά το θέατρο μου έδωσε την διέξοδο».

Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης

«Ημουν έξι χρόνων όταν χώρισαν οι γονείς μου. Απ΄την μια ήταν βαριά τα πράγματα αλλά απ΄την άλλη υπήρχε πολλή αγάπη στην οικογένειά μου. Οπότε μέσα απ΄τις πληγές και τις δυσκολίες, τους χωρισμούς και τους αποχωρισμούς, καταφέραμε με τα χρόνια να είμαστε οικογένεια, να έχουμε αυτό που κάνει μια οικογένεια να είναι ενωμένη ακόμα κι αν είχαμε πολλά σπίτια...

Συγχρόνως σχεδόν αποχωρίστηκα απ΄τον πατέρα μου και απ΄τις αδελφές μου. Ηταν πολύ δύσκολο και γι΄αυτό και προσκολλήθηκα στη μητέρα μου και μάλιστα σε μια εποχή που εκείνη χρειαζόταν πολλή στήριξη. Είχε χωρίσει, ήθελε να τα καταφέρει στο θέατρο –είχε ήδη τρία παιδιά, είχε τεράστια δίψα κι εγώ την ένιωθα ευάλωτη κι εκτεθειμένη, σ΄έναν κόσμο πια χωρίς προστασία, χωρίς τον πατέρα μου, χωρίς τ΄αδέλφια μου. Ναι, νομίζω ότι αυτό με καθόρισε.

Θυμάμαι τον Δημήτρη Χορν, την Κατίνα Παξινού, τη Ρένη Πιττακή -που με είχε συνέχεια στα γόνατά της, τον Αλέκο -που τότε μπήκε στην ζωή μας, την Ελένη Χατζηαργύρη -πολύ κοντινή φίλη της μητέρας μου, τον Κουν, βέβαια...

Οταν ήρθε η σειρά μου, έδωσα εξετάσεις και στο Εθνικό και στον Κουν. Η μαμά με είχε προετοιμάσει. Μου είπε να πάω στο Τέχνης για να προλάβω τον Κουν -ήταν ήδη μεγάλος, και πήγα».

Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης

«Ο Αλέκος Αλεξανδράκης μπήκε στην ζωή μας όταν ήμουν εννέα ετών. Δεν μπορώ να πω ότι μ΄επηρεάσε, γιατί είχε ένα πιο χαμηλό προφίλ σε σχέση με τα θεατρικά στο σπίτι. Αλλά με επηρέασε πολύ σαν ιδιοσυγκρασία, σαν προσωπικότητα. Η μαμά μου λέει ότι μοιάζω πολύ στον Αλέκο –εγώ δεν το καταλαβαίνω. Ημουν σε μια πολύ τρυφερή ηλικία, μου έλειπε ο μπαμπάς μου, τον είχα εξιδανικεύσει κιόλας –τον έβλεπα πολύ βέβαια, αλλά δεν ζούσαμε μαζί, κι αυτό ήταν καθοριστικό.

Από μια ηλικία και μετά, μέσα στο σπίτι ήταν ο Αλέκος. Είχε πάντα ένα χιούμορ, μια σοφία. Μου έδειξε την πλευρά του θεάτρου και της τέχνης την πιο ήσυχη, όχι την ταραγμένη. Γιατί ήταν ένας άνθρωπος πολύ χορτασμένος, δεν είχε την αγωνία αναγνώρισης, ενώ η μαμά μου ξεκίνησε μ΄αυτή την αγωνία, ξεκίνησε απ΄το μηδέν. Ενώ εμείς όταν γνωρίσαμε τον Αλέκο ήταν ο Αλέκος Αλεξανδράκης...

Ναι, νομίζω ότι η ησυχία του μου ταιριάζει –ήταν και ήσυχος και ενεργός, με μια μοναχικότητα. Κι εγώ την έχω αυτή την μοναχικότητα, την είχα πάντα και τώρα στη δουλειά ακόμα περισσότερο, γιατί η ίδια η δουλειά το χρειάζεται. Η μαμά ανακατεύτηκε με θιάσους, παραγωγές, ήταν κι η εποχή πάρα πολύ glamorous, μετά την μεταπολίτευση. Εγώ καλλιεργήθηκα και ωρίμασα θεατρικά σε μια τελείως διαφορετική εποχή οπότε καλλιεργήθηκαν κι άλλα πράγματα σε μένα.

Όταν γνωρίσαμε τον Αλέκο ήταν ο Αλέκος Αλεξανδράκης...

»Οταν ήμουν 23 χρόνων και βρέθηκα με τον Μιχαήλ (σ.σ. Μαρμαρινό), υπήρχαν στο θέατρο κάποιες εστίες, ακριβώς γιατί είχε επιβληθεί το εμπορικό θέατρο και πήγαινε πολύ –το mainstream θέατρο της εποχής είχε ένα εξαιρετικό επίπεδο. Οι εστίες αυτές ήταν καθαρά ερευνητικές –όπως της Ρούλας Πατεράκη. Και δημιουργήθηκαν σχολές μέσα από ανθρώπους που μετά έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στο θέατρο και στην εξέλιξή του. Bρέθηκα μέσα σ΄αυτό το ρεύμα, ενώ θα μπορούσα να έχω ακολουθήσει έναν δρόμο πιο κανονικό –να βγω στο εμπορικό, όπως ξεκίνησα με τη “Βεντάλια της Λαίδης Γουίδερμιρ”, που με σκηνοθέτησε ο Ανδρέας Βουτσινάς κι έπαιξα με τη μαμά μου. Καταλάβαινα ότι αν συνεχίσω σ΄αυτόν τον δρόμο θα είμαι πάντα παιδί της μητέρας μου και του Αλέκου, κι εμένα η ταυτότητα ήταν κάτι που με παίδευε από πολύ μικρή. Χωρίς να μπορώ να το ονομάσω όπως το ονομάζω τώρα. Η μητέρα μου μου λέει ότι τότε ήμουν πολύ αντιδραστική, τώρα καταλαβαίνω ότι ήταν γιατί διψούσα για την δική μου ταυτότητα. Την οποία ούτε στο Θέατρο Τέχνης μου ήταν εύκολο να βρω ούτε στο ελεύθερο. Οταν όμως συναντήθηκα με τον Μιχαήλ ένιωσα ότι ένα ηφαίστειο αρχίζει και γεννιέται μέσα μου, που ήταν πάντα εκεί και βρήκε τρόπο να βγει στην επιφάνεια».

Μαζί γίναμε –δεν ήταν εκείνος η αυθεντία, ο δάσκαλος, μαζί διαμορφωθήκαμε. Εκείνα τα χρόνια ήταν σαν Πανεπιστήμιο. Δουλειά και ζωή είχαν τότε απολύτως ταυτιστεί. Εφτασα σχεδόν σαράντα χρόνων για να καταλάβω ότι η προσωπική ζωή με του θεάτρου μπορούν να έχουν κάτι ξεχωριστό».

Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης
Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης

«Η αποχώρησή μου από την ομάδα, δεν ήταν βελούδινη, όχι... Δεν αποχώρησα ποτέ, με την έννοια ότι όταν σταμάτησα να δουλεύω με τον Μιχαήλ, ήταν μια εποχή που μετά την “Ηλέκτρα”, έκανε κατευθείαν “Αγαμέμνονα” και θα έκανα την Κλυταιμνήστρα. Αλλά ήμουν με πολύ σοβαρή υπερκόπωση πια και μου ήταν αδύνατον να το κάνω. Το κενό που δημιουργήθηκε τότε, βοήθησε κάπως και έγιναν πιο φυσικά τα πράγματα, ώστε να μπορέσω ν΄αρχίσω να δουλεύω πιο επίσημα πια με τον Λευτέρη Βογιατζή, να είμαι συνεργάτης του. Το ότι από τον Μιχαήλ γλίστρησα μαλακά στον Λευτέρη είχε κάτι βελούδινο. Αλλά τα τελευταία χρόνια που καταλαβαίναμε με τον Μιχαήλ ότι κατά κάποιον τρόπο έχει μεγαλώσει πολύ αυτός ο κήπος κι έχουμε μεγαλώσει κι εμείς που είμαστε τα πρώτα δένδρα και κάπως δεν μας χωράει, αυτό είχε και κάτι επώδυνο. Γιατί οι ρίζες είναι πάντα εκεί, πάντα. Οι ρίζες μου και οι ρίζες του Μιχαήλ είναι πάντα σ΄εκείνον τον κήπο. Γιατί και ο Μιχαήλ μετά την δική μου αποχώρηση πήγε σ΄ένα επόμενο βήμα –δεν συνέχισε στα ίδια. Γιατί η εποχή μας ήταν προσωποκεντρική, οι παραστάσεις ήταν ο Μιχαήλ και η Αμαλία. Ηταν όμως πολύ δύσκολο γιατί όλο αυτό συμβάδιζε και με τη ζωή μας -ήμασταν μαζί, παντρεμένοι... Δεν ξέρω τι προηγήθηκε, αξεδιάλυτα είναι τα πράγματα γιατί η σχέση μας ήταν και η θεατρική σχέση. Δεν μπορείς να τα ξεχωρίσεις αυτά. Και το παιδί μας ήταν το θέατρό μας. Εξάλλου κάποια χρόνια στην ομάδα μας, δούλευα με τον Μιχαήλ ενώ είχαμε χωρίσει στην προσωπική μας ζωή.

Ο Λευτέρης Βογιατζής ήταν ένας κύκλος που άνοιξε και τον έκλεισε η ζωή, αλλά λόγω της ιδιοσυγκρασίας του Λευτέρη και του τρόπου δουλειάς που είχαμε μαζί, δεν μπορούσε ποτέ να είναι συνεχόμενος. Γιατί ήταν πραγματικά εξαντλητικός ο τρόπος που δουλεύαμε -έπρεπε οπωσδήποτε μετά από κάθε έργο με τον Λευτέρη να έχω κάποια διαλείμματα για να επιστρέψω. Εκεί ήταν η ουσία μου, η βάση μου, όλα μου.

Ναι, είμαι πολύ σταθερή στις συνεργασίες και με πολύ λίγους -είμαι πολύ μονογαμική. Γιατί δεν μ΄αρέσουν τα σούρτα-φέρτα, δεν με βοηθάνε. Βέβαια είναι πολύ ωραία τα πετάγματα από εδώ κι από εκεί, έχουν κάτι επιλεκτικό, κάτι που δεν θα σου ξανατύχει, είναι αναζωογονητικά. Αλλά ίσως επειδή έμαθα σ΄αυτόν τον τρόπο δουλειάς που έχει η ομάδα, δεν μπορώ να δουλέψω διαφορετικά. Ακόμα κι αν είναι οι καλύτεροι ηθοποιοί δεν πιστεύω στην ανομοιογένεια ενός θιάσου –κι ας την υποστηρίζω. Δεν έχουν δρόμο κι ας έχουν επιτυχία.

Γι΄αυτό νομίζω ότι έγινα δασκάλα και η διδασκαλία είναι ένα κομμάτι που έχει πολύ να κάνει με την ταυτότητά μου. Διδάσκω από τότε που έγινε το Θεατρικό Πανεπιστημιακό Τμήμα στην Πάτρα, αρχές του ΄90. Μετά στο Εμπρός επί Μπαντή, στο Ωδείο, έκανα τα δικά μου εργαστήρια. Και σχεδιάζω να τα ξανακάνω -είναι ένα πολύ ενεργό κομμάτι της ζωής μου».

Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης

«Στην δουλειά μου, ο χρόνος, η ηλικία, είναι ένα θέμα. Δεν έχω τις ίδιες αντοχές, ενώ δεν έχω σταματήσει να κάνω τα ίδια πράγματα, πράγματα που δεν ακολουθούν την ηλικία μου πια. Βέβαια έχει παίξει ρόλο η εμπειρία και σίγουρα έχω μάθει να οικονομώ κάπως τα πράγματα καλύτερα, με πιο σωστό τρόπο και να ξέρω πως να ξοδεύω την ενέργειά μου, ώστε να μην εξοντώνομαι. Τα τελευταία χρόνα επιδιώκω να παίζω μικρότερους ρόλους -όχι πάντα. Βλέπω ότι υπάρχει ένα όριο το οποίο και αρχίζω πια να αποδέχομαι. Λέω στον εαυτό μου κάνε λίγο κράτει, κάνε ένα διάλειμμα.

Μεγαλώνοντας φεύγει αυτή η ταύτιση που έχει κανείς με την εικόνα του, κι αυτό έχει κάτι λυτρωτικό. Το να είσαι ταυτισμένος τόσο πολύ με την εικόνα της νεότητάς σου είναι πολύ καταπιεστικό. Κι ίσως να με επηρεάζει όλο αυτό γύρω μου -εγχειρήσεις, πλαστικές, φουσκώματα. Το να μην φανεί ο χρόνος, μου δημιουργεί έναν πολύ χειρότερο εφιάλτη από το ότι μεγαλώνω. Είναι τόσο ωραίο να μπορούμε να μεγαλώνουμε ανθρώπινα...

Μεγαλώνοντας φεύγει αυτή η ταύτιση που έχει κανείς με την εικόνα του, κι αυτό έχει κάτι λυτρωτικό

Θυμάμαι την Αλέκα την Κατσέλη, όταν παίζαμε στο στούντιο Ιλίσια. Ερχόταν αυτό το κυπαρίσσι, αυτός ο κύκνος ο ψηλός, που ούτε ξέρω πως στεκόταν στα πόδια της γιατί έκανε χημιοθεραπείες τότε, μεγάλη σε ηλικία, μ΄ένα πρόσωπο γεμάτο ρυτίδες και μου’λεγε: Αγαπάω κάθε μου σημάδι στο πρόσωπο –και μου΄δειχνε από που είναι κάθε σημάδι, κάθε ρυτίδα, όλη της η ζωή αποτυπωμένη. Κι όλο αυτό είχε μια σοφία, μια τέτοια θηλυκότητα, τέτοια ομορφιά... Δεν μπορεί να προσπαθούμε με την τέχνη να ανοίξουν οι ορίζοντές μας, να βλέπουμε τις σκιές, τα χρώματα, το κρυμμένο, το φανερό, τις αποχρώσεις, και να μην το αφήνουμε να επηρεσάει και την ζωή μας.

Ανήκω σε έναν κόσμο που έχει την παράδοση της αυταρέσκειας. Εχω μεγαλώσει με μια μαμά που αυτό το πράγμα το΄χει μ΄έναν τρόπο εξαιρετικό. Δεν μπορείς να τα βάλεις μ΄αυτό –γιατί είναι τόσο αυθεντικό και γι΄αυτό και σέβεσαι την εικόνα που θέλει να έχει ο ίδιος για τον εαυτό του. Αν αυτό δεν τον φυλακίζει, μπορεί και να είναι για καλό... Και η γιαγιά μου το είχε.

Το΄χω κι εγώ. Ποτέ δεν θα πάω στην μαμά μου απεριποίητη. Μ΄αρέσει να με βλέπει περιποιημένη κι αυτό είναι κάτι που μου το έχει περάσει γενικά. Απ΄αυτή την άποψη δεν είμαι είμαι ο άνθρωπος που θα βγω με την παντόφλα –έτσι έμαθα. Αλλά επειδή είναι άλλη η εποχή μου, εκ των πραγμάτων πιο ροκ, κι ήμουν κι εγώ πιο ροκ, η αισθητική μου είναι διαφορετική. Μπορεί να με δεις μ΄ένα μπλου-τζιν κι ένα πουκάμισο, αλλά είναι αυτό που ήθελα να βάλω εκείνη την ώρα.

Με τις αδελφές μου είμαστε πιο κοντά από ποτέ. Ειδικά τώρα που ζούμε με την μαμά μας από κοντά, γιατί δεν την είχαμε πολύ, ως σκληρά εργαζόμενη γυναίκα που ήταν. Να την έχουμε σπίτι μας, να την χαιρόμαστε, να την φροντίζουμε, να τρώμε, να μένουμε μαζί της, να περνάμε Χριστούγεννα, Πάσχα. Αυτά τα παραδοσιακά δεν τα είχαμε.

Οι αδελφές μου ήταν πάντα για μένα δώρο θεού. Δεν μπορώ να φανταστώ την ζωή μου χωρίς τα αδέλφια μου –είχα τεράστια στήριξη. Κι όλο αυτό που ζήσαμε το ζήσαμε οι τρεις μας κι όχι μόνη η κάθε μια μας. Και με τα παιδιά του Αλέκου ήμασταν οικογένεια, αδέλφια, κοιμόμασταν στο ίδιο κρεβάτι, ξυπνούσαμε μαζί, γιορτές, καλοκαίρια, με τον Βάσια και την Γιοχάνα».

Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης

«Η οικογένειά μας πια είναι τεραστίων διαστάσεων. Εχω πέντε ανήψια –γιατί έχω δύο κι απ΄τον ετεροθαλή αδελφό μου, τον Κωνσταντίνο Μουτούση, και τρία απ΄τις αδελφές μου. Κι έχουμε και το δισέγγονο της μαμάς, το εγγόνι το δικό μας...

Πέρασα μια περίοδο, που η γυναίκα ήξερε ότι, άμα δεν κάνει παιδί γύρω στα 35-40, δεν θα έχει άλλη ευκαιρία. Ηταν κάπως έντονο αυτό σαν επιθυμία, αλλά ήταν τόσο πολύ η εμπλοκή μου με το θέατρο κάθε φορά, ήμουν τόσο αφιερωμένη, που το πέρασα, πιο πολύ, σαν κρίση. Αλλά το γεγονός ότι ποτέ δεν συνέβη, σημαίνει κάτι.

Επιτυχία και αναγνώριση; Ναι, υπάρχει αυτή η πλευρά που το χαίρεσαι και το ζητάς. Και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το θέατρο σου το καλύπτει πάρα πολύ. Και δεν μπορώ καθόλου να πω ότι δεν το έχω ανάγκη κι ούτε μπορώ να πω ότι είμαι ελεύθερη απ΄αυτό. Αλλά από την άλλη, ευτυχώς έχω ένα γνήσιο και πηγαίο πάθος για το ίδιο το αντικείμενο της δουλειάς μου που εξισορροπεί πολύ τα πράγματα. Γιατί μ΄ενδιαφέρει αυτό καθεαυτό. Αυτό που με τραβάει πιο συνειδητά είναι το θέμα της έκφρασης και κυρίως της επιλογής -το πώς και με ποιον τρόπο. Κι αυτό έχει να κάνει και με μια στάση ζωής, τι ακριβώς διαλέγεις, με ποιον τρόπο διαλέγεις να εκφραστείς: Η εμπλοκή, αυτό είναι.

Φυσικό είναι να χαίρεται ένας άνθρωπος όταν έχει αποδοχή, όταν τον αγαπούν και τον αναγνωρίζουν, αρκεί να μην είναι αυτό και μόνο το κίνητρο –γιατί αυτό δεν χορταίνεται ποτέ, δεν ξεδιψάει.

Αν δεν είχε αυτόν τον προγραμματισμό η δουλειά μου, που με έχει κουράσει λίγο, θα μπορούσα να την κάνω όλη μου την ζωή. Αλλά δεν μπορώ άλλο να είμαι σαν στρατιώτης, δεν αντέχω. Ολο το κέντρο της καθημερινότητας και της ζωής σου είναι αυτός ο αγώνας που πρέπει να κάνεις το βράδυ –ανελέητος και αναπόφευκτος. Δεν μπορείς να ορίσεις καθόλου εσύ την ζωή σου. Κι αυτό μ΄έχει καταπιέσει. Εχω βρει τον τρόπο να μπορώ να βγάζω κάποια χρήματα απ΄τα μαθήματά μου. Σίγουρα έχω, ως έναν βαθμό, την δυνατότητα ν΄απέχω, πολύ λιγότερο απ΄όσο νομίζει ο κόσμος αλλά σαφώς περισσότερο από άλλους συναδέλφους μου».

Η Μαντάμ Αρκάτι και το «Πονηρό πνεύμα»

«Ο ρόλος της Μαντάμ Αρκάτι μου έδωσε την δυνατότητα για μια άλλη ελευθερία -είναι κι όλοι οι άλλοι ρόλοι που έχουν συσσωρρευτεί με τα χρόνια. Κάθε βράδυ προσπαθώ να διατηρώ την παιδικότητα του ρόλου μέσα στην σοβαρότητά της».

«Τον ρόλο τον δούλεψα απ΄όλες τις πλευρές: Κινησιολογικά, έχει δηλαδή σημασία το σώμα και τι χρειάζεται για να΄ναι ανοιχτό, ορθάνοιχτο και πώς η αίσθηση αυτού του ανοιχτού σώματος είναι πράγματι λυτρωτική. Κι αυτή η λύτρωση ανοίγει τη φαντασία σου. Το δούλεψα πολύ απ΄την πλευρά του λόγου –έτσι όπως έχω μάθει να δουλεύω και από μόνη μου, ανεξάρτητα απ΄τον Γιάννη Χουβαρδά. Ενα από τα μεγάλα χαρίσματα του Γιάννη είναι ότι σ΄αφήνει να δουλέψεις με τον τρόπο που σου πηγαίνει. Δεν σου επιβάλλει έναν δικό του, δεν είναι σκηνοθέτης-δάσκαλος, ούτε θέλει να΄ναι. Οπότε πρέπει να είσαι εσύ ο δάσκαλος του εαυτού σου στις παραστάσεις του. Ο Γιάννης ξέρει να σε οδηγήσει, να στρίψει το τιμόνι... Οπότε το δούλεψα απ΄την πλευρά του λόγου γιατί υπάρχει μια ιδιαίτερη ποιότητα και στον λεξιλόγιο αυτής της γυναίκας και στον ήχο της, στον τρόπο που πρέπει ν΄ακούγεται η φωνή της, η γκάμα της. Πρέπει να μπει σαν σίφουνας και να τους κάνει άνω κάτω... Συγχρόνως όμως να είναι σαν αέρας, να΄χει μια ελαφράδα αλλά να΄ναι και πολύ γειωμένο. Και βέβαια η εμφάνιση: Η μορφή με το κοστούμι και την περούκα, είναι το ήμισυ. Απ΄τις αρχές των προβών, μας προβλημάτιζε με την ενδυματολόγο, Ιωάννα Τσάμη, τι ύφασμα θα είναι το κοστούμι της. Θα΄πρεπε να κάνει θόρυβο, να΄ναι σκληρό, σαν στολή εργασίας και συγχρόνως να ταιριάζει με την προσωπικότητά της, η οποία έχει ένα μυστήριο -δεν μπορείς να πεις ακριβώς τι είναι...».

«Εχει βρει έναν τρόπο να βγάζει χρήματα απ΄το φυσικό της χάρισμα και να τους δουλεύει όλους; Είναι ένα πρόσωπο παθιασμένο με την μεταφυσική πλευρά των πραγμάτων, εξαιρετική επαγγελματίας που κάνει πολύ σοβαρά την δουλειά της; Ολα, όλα. Κι αυτό ήθελα να΄ναι. Ολα...».

Εθνικό Θέατρο -Κεντρική Σκηνή: «Πονηρό πνεύμα» του Νόελ Κάουαρντ. Σκηνοθεσία Γιάννης Χουβαρδάς





SHARE