«Είχα στο μυαλό μου να σπουδάσω σινεμά και πήγα ως παρατηρητής-επισκέπτης στο κινηματογραφικό τμήμα της Σχολής Σταυράκου. Δεν μου άρεσε το κλίμα όμως, ήταν πολύ θεωρητικό και είπα να το προσεγγίσω από την πλευρά του ηθοποιού. Γιατί είχα στο νου μου τον Ορσον Ουέλς, που ήταν και ηθοποιός –αλλά δεν είχα όνειρο να γίνω ηθοποιός. Τελείωσα το θεατρικό τμήμα της Σχολής, που ενδιαμέσως αποσχίστηκε από του Σταυράκου και το ανέλαβε η Ευγενία Χατζίκου –η διευθύντριά του.
Η πρώτη μου επαγγελματική δουλειά ήταν με την Έλλη Λαμπέτη. Πριν είχα δουλέψει λίγο στο Ανοιχτό Θέατρο του Γιώργου Μιχαηλίδη. Είχα μια σχέση τότε με μια ηθοποιό του Θεάτρου Τέχνης και ο Μιχαηλίδης με προσέλαβε για ταμείο και φώτα. Μόλις έκλεινα το ταμείο ανέβαινα στο ηλεκτρολογείο να φωτίσω την παράσταση… Μια μέρα ήρθαν η Σοφία Σπυράτου και ο Γιώργος Μιχαηλίδης και μου είπαν ότι έφυγε ένας ηθοποιός και ότι “έχουμε παράσταση σε δέκα λεπτά… και κατέβα”. Και κατέβηκα… Δεν ήταν τίποτα, αλλά μου άρεσε η εμπειρία. Φαίνεται όμως ότι κάτι είδαν σε μένα, και η Σπυράτου μου πρότεινε να πάω σε σχολή… Μετά, μαθητής στην σχολή πια, έπαιξα και σε μια παράσταση του Μιχαηλίδη –ήταν ένα δικό του έργο, “Η δίκη των έξι”, με τον Σοφοκλή Πέππα, τον Λευτέρη Βογιατζή, την Μαρίκα Τζιραλίδου, τον Τάσο Υφάντη, την Σπυράτου…»
«Στην Λαμπέτη πήγα με κάτι σαν οντισιόν –γιατί με εξαπάτησε λίγο η Όλια Λαζαρίδου. Ήταν φίλη με τον Γιάννη τον Διαμαντόπουλο που ήταν βοηθός του σκηνοθέτη Μάουρο Μπολονίνι που ανέβαζε την “Φιλουμένα Μαρτουράνο”. Μου μιλούσε για την παράσταση η Όλια, έπαιζε κι εκείνη και η Κατερίνα Γώγου και μου έλεγε συνέχεια να πάω… Ο Μπολονίνι ήταν του σινεμά και η Λαμπέτη μου άρεσε πολύ, είχα καταγοητευθεί. Μια μέρα με πήρε η Όλια να πάμε ως την Αγίου Μελετίου. Χτυπάει ένα κουδούνι, ανοίγει ο Διαμαντόπουλος και του λέει “αυτός είναι, δες τον”. Κατάλαβα ότι ήταν οντισιόν. Με έβαλε ο Μπολονίνι να διαβάσω εφημερίδα, μια είδηση. Με ρώτησε αν μπορώ να ψαλιδίσω λίγο το μουστάκι μου, ήταν σταλινικού τύπου, για να δει πως δείχνω.
Έγινα ένας από τους τρεις γιους της Φιλουμένα –οι άλλοι δύο ήταν ο Πάνος Μιχαλόπουλος και ο Σάββας Αξιώτης.
Η Λαμπέτη, πολύ ευγενής σαν άνθρωπος, ήταν πολύ σκληρή και απόλυτη με την δουλειά της, δεν σήκωνε κουβέντα όταν επρόκειτο για την παράσταση. Την γνώρισα πολύ καλά την Λαμπέτη, ήμασταν αρκετά κοντά, με συμπαθούσε. Γενικά ήταν συμπαθής με τους ανθρώπους. Ήταν μια ωραία εμπειρία…»
Όχι, ο Ακάλυπτος δεν μου μοιάζει καθόλου
«Tην ίδια χρονιά ήρθαν ο Διαγόρας Χρονόπουλος με τον Ηρακλή Παπαδάκη για την “Αστροφεγγιά”. Με είχαν δει στην Λαμπέτη και με φώναξαν για την σειρά αυτήν στην ΕΡΤ. Άφησα την δουλειά του ηχολήπτη και πήγα. Δεν περίμενα καθόλου την επιτυχία του σήριαλ. Νομίζω ότι ήταν εξαιρετική η διανομή και η εικονοποίηση –μοντάζ στον αέρα έκανε ο Τάκης Γιαννόπουλος, με ωραίο ρυθμό. Το βιβλίο αναφερόταν στην εθνική ιδέα, ήταν χαμηλών τόνων, με μια υποβόσκουσα ιδεολογία. Έπαιζαν Κιμούλης, Βαλτινός, Άρης Ρέτσος αλλά και Ράνια Οικονομίδου, Αριέττα Μουτούση… Εξαιρετικός ο Σταύρος Ξενίδης, η Νέλλη Αγγελίδου.
Εμείς δεν είχαμε τηλεόραση στο σπίτι, το έβλεπα περιστασιακά. Θυμάμαι έμπαινα στο λεωφορείο, με κοιτούσαν λίγο, έλεγαν κάτι μεταξύ τους, και μου ΄λεγαν κι εμένα μια καλή κουβέντα. Ήρθε κι ένας παραγωγός μετά να μου κάνει πρόταση για περιοδεία το καλοκαίρι –ακόμα το λέει ότι του αρνήθηκα.
Ημουν ήδη 29 χρόνων στην σειρά. Δεν ήμουν ο εικοσάχρονος που ξαφνικά τον χτύπησε η επιτυχία. Εκεί που αισθάνθηκα ότι μπήκε ακόμα πιο πολύ στα σπίτια των πάντων ήταν με “Το Μινόρε της Αυγής”. Ενώ με τον Αγγελο Γιαννούζη της “Αστροφεγγιάς” μου πήρε κανά-δυό χρόνια για να αρνηθώ όλους τους ρόλους που μου προτείναν του ρομαντικού φυματικού νέου, με τον ρεμπέτη μου πήρε πολύ παραπάνω. Ενώ άκουγα ρεμπέτικα, τα είχα ανακαλύψει λίγα χρόνια πριν από το “Μινόρε”, δεν ήμουν ο τύπος του ρεμπέτη, ούτε μου άρεσε αυτή η ζωή –τα ακούσματα, ναι».