Ο Αρης Λεμπεσόπουλος έχει τη γοητεία του παλαιού και έτσι συνδέεται με το καινούργιο. Ηθοποιός του αισθήματος, της ρωγμής, της σκιάς, πορεύεται με τον δικό του τρόπο μέσα στο θέατρο και την τηλεόραση. Και αναλαμβάνει το κόστος. Αγαπάει τον ορίζοντα της θάλασσας. Είναι παντρεμένος. Εχει δίδυμους γιους. Την Πρωτομαγιά θα κλείσει τα 59.
«Μεγάλωσα στον Αλιμο. Δεν ήταν δύσκολα τα παιδικά μου χρόνια, δεν μας έλειψε κάτι. Είχαν μια γλυκιά συννεφιά, οι εποχές, οι άνθρωποι. Ο πατέρας μου ήταν υπάλληλος σε ναυτιλιακή εταιρεία στον Πειραιά. Η μητέρα μου δεν δούλεψε ποτέ –κι ήταν, νομίζω, ένας καημός της αυτός. Της άρεσε να ζωγραφίζει, της άρεσαν τα όμορφα πράγματα, αλλά δεν ήταν ποτέ οικονομικά ανεξάρτητη. Μεγάλωσε τρία παιδιά – έχω έναν μεγαλύτερο αδελφό και μια, κατά δέκα χρόνια μικρότερη, αδελφή. Πιστεύω ότι ήθελε κάτι άλλο, αλλά δεν το έμαθα ποτέ, δεν το ρώτησα ποτέ. Οι γονείς μου δεν ζουν πια.
Στο σχολείο ήμουν ήσυχος, εσωστρεφής. Με τα γράμματα δεν τα πήγαινα καλά. Οταν μπήκε η μαυρόασπρη τηλεόραση στο σπίτι μας, αρχές της δεκαετίας του ΄70, μαγεύτηκα. Γι' αυτό λέω πάντα ότι αγαπάω την τηλεόραση. Με την γιαγιά μου βλέπαμε διαφημίσεις, σειρές, ειδήσεις. Σκέφτηκα τότε να ήμουν κι εγώ ένας άλλος –“Αστροφεγγιά”, “Λεμονοδάσος”, σειρές ή της Μαρκετάκη, ακόμα και τον “Αγνωστο Πόλεμο”. Ηθελα να είμαι κάποιος σαν κι αυτούς. Ομως δεν ήθελα να μεταμορφωθώ. Χρησιμοποίησα αυτή τη δουλειά, χρησιμοποίησα τους ρόλους για να μιλήσω για μένα. Αλλες φορές οι ρόλοι έρχονται σαν δώρο, σαν να γράφτηκαν για μένα, κι άλλες φορές με προσπερνούν. Αλλά ακόμα και σ' αυτούς που με προσπερνούν, θα βρω μια λέξη που θα αφορά στον Αρη –κι εκεί θα μείνω. Χρησιμοποίησα αυτή την δουλειά για να υπάρξω με τους ανθρώπους.
Με τις τέχνες γενικά, ψυχαναλυτικά, κάτι θες να δείξεις στους άλλους και στον εαυτό σου. Αυτός ο αγώνας δεν έχει τέλος αλλά έχω απαλλαγεί εδώ και χρόνια από το “αρέσω, δεν αρέσω”. Είναι ένα ρήμα που δεν χρησιμοποιώ, δεν ρωτάω.
Στην εφηβεία μου, χωρίς να καταλάβω γιατί, κλείστηκα στον εαυτό μου. Δεν είχα αυτοπεποίθηση, σαν να είχα κάτι με το σώμα μου. Δεν είναι τυχαίο ότι στράφηκα στον αθλητισμό, στίβο, χάντμπολ. Δεν είχα όμως ανταπόκριση από την οικογένειά μου –και πιστεύω ότι ήταν κομβικό σημείο. Κάποτε μ' άρεσε το άλμα εις μήκος. Πηγαίναμε στον Αγιο Κοσμό και μια μέρα, ένας κύριος ρώτησε ποιος έκανε αυτό το άλμα, κι είπα εγώ. Πήγα στους γονείς μου και με εθνική υπερηφάνεια τους είπα ότι αυτός ο κύριος μου ζήτησε να πάω να τον βρω στο Στάδιο Καραϊσκάκη.”Εχεις μαθήματα”, μου είπαν. Αν είχα πάει ίσως ήταν άλλη η πορεία μου ή μπορεί και να' χα αποτύχει».