«Σου στέλνω δεύτερο ίνμποξ:μια φωτογραφία του χώρου -πέντε βιβλιοθήκες τίγκα στα βιβλία, δύο ποζέρικα φωτιστικά, ένας καναπές. Είμαστε περίπου 23 άτομα. Τρώμε από εφτά κουτιά πίτσες. Πίνουμε από ατελείωτα μπουκάλια κρασί. Εγώ πίνω λίγο. Δεν μου αρέσει εδώ. Σου στέλνω: «"Ακόμα δουλειά; Θα με διαλύσει αυτή η μαλακία"».
Ήδη μέσα από τις πρώτες φράσεις του Δέρματος, η ζωή των millennials στην διπλή υπόστασή της -την φυσική και την ηλεκτρονική -, οι αγωνίες, η αμηχανία, οι προσδοκίες και οι ματαιώσεις, βρίσκουν θριαμβευτικά το δρόμο τους τόσο στο περιεχόμενο όσο και στον τρόπο γραφής της Βίβιαν Στεργίου.
5 χρόνια μετά την πρώτη της συλλογή διηγημάτων Μπλε Υγρό, που κυκλοφόρησε όταν ήταν μόλις 25, η νεαρή συγγραφέας και νομικός επιστρέφει με το Δέρμα. Σύντομα διηγήματα που, μέσα από μια απολαυστική χαρτογράφηση των εσωτερικών διεργασιών των ηρώων αλλά και μια απενοχοποιημένη σωματικότητα, φτάνουν γρήγορα στην ουσία.
Μεταπτυχιακοί σε ευρωπαϊκές πόλεις, με τα ποδήλατα και τα λάπτοπ τους (ή χωρίς ποδήλατα και χωρίς λάπτοπ), σε διαμέρίσματα χωρίς θέρμανση, millennials που διαχειρίζονται την ερωτική απόρριψη διαβάζοντας δοκίμια της Αν Κάρσον, μηνύματα στο messenger που μηδενίζουν αποστάσεις (και ενίοτε τις μεγαλώνουν), φοιτητές που ψήνουν μπριζόλες, φιλίες που χάνονται ή συντηρούνται με κόπο, άβολα φλερτ και ακραία μοναξιά πλάθονται με μια ορμητική γραφή που ξεκουράζει με την ειλικρίνειά της. «Έτριψα το δέρμα μου σε ένα σωρό Airbnb, πλατείες, χόστελ, νυχτερινά τρένα», γράφει στο διήγημα Πόδια Ακρίδων.
Η Στεργίου, που ολοκληρώνει το διδακτορικό της στη Νομική Αθηνών, έχοντας ζήσει και στο εξωτερικό, γράφει για τους ανθρώπους της, για έναν κόσμο που γνωρίζει καλά, μπαίνει στα μυαλά και τα μέσεντζέρ τους και αφουγκράζεται τις ιστορίες τους, που μοιάζουν και διαφέρουν ταυτόχρονα. Όλα αυτά, χωρίς να αφήνει απ' έξω ζητήματα όπως η εικόνα του σώματος, το προνόμιο, η έλλειψη εκπροσώπησης, η πατριαρχία και η απλήρωτη γυναικεία εργασία.
Διαβάζοντας το Δέρμα, είχα την αίσθηση μιας λογοτεχνίας του τώρα. Πού είναι οι εμπειρίες και οι αφηγήσεις των millennials και της Gen Z; Γιατί δεν τις βλέπουμε συχνότερα;
Ήθελα πράγματι να μιλήσω για τις ζωές μας, όπως τις ζούμε τώρα. Αν η τέχνη, η λογοτεχία ή το σινεμά λειτουργούν για κάποιον ως διέξοδοι, δεν είναι ωραίο να μην βλέπει ποτέ τις δικές του εμπειρίες να καθρεφτίζονται σε αυτά. Είναι αλήθεια ότι έχουμε κάπως γαλουχηθεί με αφηγήσεις της μεγαλύτερης γενιάς, της γενιάς που πλέον θα μπορούσε να είναι οι παππούδες μας, και η οποία είναι κυρίαρχη σε πολλούς τομείς στην Ελλάδα. Η Σάλι Ρούνεϊ, για παράδειγμα, θίγει στα βιβλία της κάποια σύγχρονα ζητήματα όπως το σεξ για τους millennials και το πώς είναι να μαλώνεις και να χάνεσαι με φίλους στα 30 και όχι στα 17, όπως βλέπαμε στις ταινίες των 90s. Χρειαζόμαστε όμως περισσότερες τέτοιες φωνές, και φωνές στα ελληνικά, κοντά στη δική μας πραγματικότητα.
Συμφωνείς με την άποψη ότι οι γενιές των millennials και των Zoomers είναι σχετικά «ριγμένες»;
Θεωρώ ότι η γενιά των Ελλήνων 30άρηδων έχει πολλούς λόγους να αισθάνεται ριγμένη και όχι επειδή κάθεται στο σπίτι και βλέπει Netflix. Αρκεί απλώς να δει κανείς τι χρέος υπάρχει, τι ηλικίες κυριαρχούν στη Βουλή, τι γίνεται με τις δουλειές και την ανεργία. Μπορεί να είσαι 30 ετών, να μένεις ακόμη με τους γονείς σου και αυτό να θεωρείται οκ. Και μάλλον δεν φταις καν εσύ που ζεις εκεί, αφού ο μισθός σου δεν φτάνει για να νοικιάσεις. Ταυτόχρονα, όλοι στην Ελλάδα σε αντιμετωπίζουν ως εξαιρετικά νέο μέχρι τα 30, όχι με έναν υγιή, αλλά με έναν πολύ περίεργο τρόπο που καθυστερεί τη ζωή σου. Σε αντιμετωπίζουν λίγο σαν παιδάκι, που δεν έχει ακόμα λόγο και πρέπει να ακούει τους μεγαλύτερους για το πόσο καλύτερη ήταν η ζωή χωρίς ίντερνετ και το πόσο υψηλοί ήταν κάποτε οι μισθοί. Θέλω να πω, οι Έλληνες millennials έχουν κάθε λόγο να έχουν ψυχολογικά.