Δημήτρης Ήμελλος
Φωτογραφία: Παναγιώτη Μάλλιαρης
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Δημήτρης Ήμελλος: «Το ακαταλόγιστο πρέπει να το έχουμε στη σκηνή, όχι στη ζωή»


Ο Δημήτρης Ήμελλος κατάγεται από την Νάξο αλλά γεννήθηκε στην Αθήνα, στην Κυψέλη. Σπούδασε θέατρο (και) στη Ρωσία. Έλαβε το πρώτο βραβείο Δημήτρης Χορν (2001). Η πορεία του στη σκηνή μοιράστηκε ανάμεσα στην Πειραματική του Εθνικού με τον Στάθη Λιβαθινό και στη συνεργασία του με τον Λευτέρη Βογιατζή. Έχει έναν γιο 23 ετών. Φέτος είναι ο Αντώνης Φραγκιαδάκης στον «Σασμό».

«Γεννήθηκα στην Αθήνα, γέννημα-θρέμμα Αθηναίος, Κυψελιώτης. Και οι δύο μου γονείς είναι από την Νάξο, οπότε πήγαινα στο νησί καλοκαίρια, Πάσχα. Σχολείο πήγα στα Ανάβρυτα όπου τρία χρόνια μπήκα και στο οικοτροφείο και εκεί γνωρίστηκα με το θέατρο. Είχαμε έναν καθηγητή που ανέβαζε παραστάσεις -ήταν και μια διέξοδος. Μετά, όμως, δεν το σκεφτόμουν, γιατί η πορεία μου ήταν δεδομένη. Πέρασα στη Νομική Αθηνών, για να αναλάβω το γραφείο του πατέρα μου, συμβολαιογράφος. Αλλά τα παράτησα στο πτυχίο.

Είχα πάει στο εργαστήρι του Βασίλη Διαμαντόπουλου, ως ακροατής, από ενδιαφέρον για να τον γνωρίσω. Δεν είχα σκοπό να ασχοληθώ με το θέατρο. Έβλεπα τον Διαμαντόπουλο και θαύμαζα την υποκριτική του. Με ήλκυε η προσωπικότητά του -έτσι λειτουργώ εγώ. Τον είχα δει στην τηλεόραση, ("Συμβολαιογράφος", "Εκείνος κι εκείνος"), στο θέατρο.

Τότε στον Διαμαντόπουλο, πηγαίναμε συχνά σε παραστάσεις. Έτσι είδα τον Στάθη Λιβαθινό στο Απλό Θέατρο και πρόσεξα ότι παίζει αλλιώς... Λίγους μήνες μετά, έκανε ένα σεμινάριο με Ρώσους και πήγα. Όταν κάτι με ελκύει, θέλω να το δω από κοντά –είμαι περίεργος. Επί ένα εικοσαήμερο κάναμε μόνο κίνηση και φωνή. Αυτό εμένα μου άλλαξε τον κόσμο. Γιατί, όταν συνάντησα αυτόν τον κόσμο, κατάλαβα ότι το θέατρο είναι μια πραγματική δουλειά. Στο σχολείο, που μου έλεγαν "έχεις ταλέντο", δεν ήταν συνειδητό. Δεν καταλάβαινα τη σχέση αυτού του πράγματος με κάτι επιστημονικό.

Αποφάσισα να αφήσω τη Νομική και να φύγω για τη Ρωσία –έμαθα ρωσικά. Ο πατέρας μου τρελάθηκε... Τα παράτησα όλα. Σπούδασα έναν χρόνο στη Ρωσία –υποκριτική και διδασκαλία. Όταν επέστρεψα ξεκίνησα με τον Λευτέρη, στους "Πέρσες" του Εθνικού. Είχα πάει στην οντισιόν του και με πήρε. Αμέσως μετά, έγινε η Πειραματική του Λιβαθινού –έμεινα και τα επτά χρόνια. Όταν τέλειωσε, με ξαναφώναξε ο Λευτέρης και από τότε δουλεύαμε μαζί κάθε χρόνο. Έτσι ξεκίνησε η σχέση μας –τρομερή σχέση. Εγώ μάθαινα το σύστημα και ο Λευτέρης ήταν το σύστημα -σχολείο.

Με την ομάδα ήταν κάτι άλλο. Αυτό που ένιωθα ήταν ότι γεννούσαμε θέατρο, ψάχναμε συνεχώς καινούργιους δρόμους. Η "Ιλιάδα" ήταν το αποκορύφωμα της ομαδικής δουλειάς –την πήγαμε σε όλο τον πλανήτη. Δεν συγκρίνονται μεταξύ τους. Τόσο διαφορετικά, τόσο μεγάλα, τα αγαπάω εξίσου. Η εμπειρία με την ομάδα με έμαθε να δουλεύω μαζί με τον άλλον. Και γι' αυτό με αγάπησε ο Λευτέρης, για το "μαζί", γι’ αυτό που θα βγει από εμάς. Κι εγώ το "μαζί" το έμαθα με τον Στάθη στην Πειραματική και με τους Ρώσους».

Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης

«Η βιογραφία μου είναι Πειραματική -Στάθης Λιβαθινός και Λευτέρης Βογιατζής. Ό,τι κάνω, ακόμα κι αυτό τώρα στην τηλεόραση, έχει να κάνει με αυτά τα δύο, επειδή υπήρξα εκεί. Από τον Λευτέρη κρατάω τον ίδιο τον Λευτέρη και το που έβαζε τον πήχυ, χωρίς να τον νοιάζει αν αυτός περνιέται ή όχι. Σημασία δεν έχει τι μπορώ, αλλά τι θέλω. Από την Πειραματική η εμπειρία τελείως διαφορετική. Ήταν η εκκίνηση και ο λόγος που μπλέχτηκα με το θέατρο.

Στην τηλεόραση μου είχαν κάνει κι άλλες φορές προτάσεις. Αρνιόμουν για πολλούς λόγους –ήταν και θέμα συγκυριών. Ήμουν και εξακολουθώ να είμαι πολύ μπλεγμένος με το θέατρο. Κακά τα ψέματα, από τότε που τέλειωσε μια εποχή που λέγεται Πειραματική Σκηνή και Λευτέρης Βογιατζής, όπου η ζωή στο θέατρο ήταν πολύωρη και πολύ μεγάλης προσωπικής επένδυσης, απελευθερώθηκε κι ένας προσωπικός χρόνος. Έγινε κι ένας απολογισμός δουλειάς.

Στο κεφάλι μας τα πράγματα είναι διαφορετικά από την πραγματικότητα

Την τελευταία δεκαετία άνοιξε για μένα και ο κόσμος του σινεμά. Έκανα αρκετές ταινίες, κάτι που επεδίωξα, γιατί με γοήτευσε η διαδικασία του, όχι εντελώς διαφορετική από του θεάτρου, που είναι η βάση για τον ηθοποιό. Οπότε δεν περίσσευε χρόνος ούτε μπορούσα να φανταστώ τις συνθήκες για τηλεόραση.

Στο κεφάλι μας τα πράγματα είναι διαφορετικά από την πραγματικότητα. Να έχεις καθημερινό γύρισμα, μετά πρόβα και παράσταση δεν μπορούσα να το διανοηθώ. Από την άλλη μεριά ήμουν καλυμμένος από το κομμάτι της δημιουργίας, θέατρο και διδασκαλία -δίδασκα και συνεχίζω».

Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης

«Τα τελευταία χρόνια, δεν έχω καν τηλεόραση σπίτι μου. Με την κρίση, το 2008-09, άρχισε να μπαίνει στο σπίτι μου μια φοβιστική ενημέρωση, μια τρομοκρατία, τη σταμάτησα. Με επηρέαζε ψυχικά κι εγώ θέλω να είμαι με χαρά στη ζωή και τη δουλειά μου.

Επίσης θεωρούσα ότι δεν υπήρχαν πολλές δυνατότητες να πετύχουν πράγματα –χρόνοι, ταχύτητα, συνεχής παραγωγή, όλα λειτουργούν αναγκαστικά εις βάρος της ποιότητας. Δεν είναι ελιτίστικο, είναι μια πραγματικότητα. Όταν θέλω να φτιάξω ένα παντελόνι σε μια μέρα, δεν θα είναι το ίδιο αν το φτιάξω σε μια εβδομάδα –φυσικό είναι.

Μου είχε γίνει μέχρι και πρόταση από το "Νησί"

Στην τηλεόραση είχα περάσει την εμπειρία του "10" αλλά εκεί ήταν η Πηγή Δημητρακοπούλου η οποία διεκδικούσε και καθυστέρησε τα γυρίσματα έξι μήνες γιατί εγώ δεν μπορούσα -έπαιζα στον "Ηλίθιο". Ήθελε συγκεκριμένους ηθοποιούς, όλοι θεατρικοί, σ' ένα προστατευμένο πλαίσιο. Έκτοτε έκανα μόνο κάποια περάσματα, αν και είχα κρούσεις και πολύ σπουδαίες, για πρωταγωνιστής. Μου είχε γίνει μέχρι και πρόταση από το "Νησί". Αλλά τότε ήταν ή το “Νησί” ή το "Υστατο Σήμερα" με τον Λευτέρη. Δεν υπήρχε δίλημμα. Να μου προτείνει δηλαδή Λευτέρης Βογιατζής να παίζουμε οι δυο μας στην σκηνή κι εγώ να μην πάω -δεν υποτιμώ το "Nησί" φυσικά.

Τώρα ο "Σάσμος" ήρθε ξαφνικά. Το περίμενα όμως. Βλέποντας ότι το θέατρο δυσκολεύεται κι ότι οι σειρές παίρνουν θεατρικούς ηθοποιούς κατάλαβα ότι θ' ανοίξει η ψαλίδα. Μου τηλεφώνησαν από την παραγωγή, συζήτησα με τον σκηνοθέτη, διάβασα το βιβλίο, ρώτησα ποιοι θα είναι. Ήξερα ότι μιλούσαν με την Μαρία (Πρωτόπαπα) και τον Δημήτρη (Λάλος), φίλοι, αγαπημένοι συνάδελφοι που νοιάζονται γι' αυτό που κάνουν. Είδα κάποια πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία, όπως η συμπλήρωση της μαντινάδας την ώρα του θανάτου. Εξαρχής, μου είπαν ότι με θέλουν για τον Αντώνη. Εκεί συναντήθηκα και με κάτι προσωπικό: Τα τελευταία δέκα χρόνια πηγαίνω στην Κρήτη διακοπές, ανελλιπώς, για έναν μήνα. Κάποια πράγματα του Αντώνη Φραγκιαδάκη μου θύμιζαν την ύπαρξή μου εκεί. Και είπα ότι εδώ υπάρχει κάτι που με ενδιαφέρει. Διάβασα πέντε-έξι σενάρια, είδα καλή γραφή, υπαινικτικό κείμενο, ότι μπορείς να παίξεις με τις λέξεις, γιατί αυτό έχει σημασία στην δουλειά μας, με γοήτευσε κι είπα το "ναι" –είχα και χρόνο. Γιατί πρέπει να γοητευτώ κι εγώ από κάτι για να το κάνω. Νομίζω ότι δεν έπεσα έξω».

Ο Δημήτρης Ήμμελος στον «Σασμό»

«Τα κρητικά τα μελέτησα αλλά έχω φίλους κρητικούς και τα' χω σαν άκουσμα, μου' βγαινε η προφορά. Ακολουθούσα τη μελωδία, τη μουσικότητα της γλώσσας. Αυτό έχει να κάνει και με το βίωμα. Έχω στο αφτί μου την μελωδία την νησιώτικη. Έπρεπε όμως να βρω το μέτρο κι εκεί βάζεις το στοίχημα –αλλού χάνεις, αλλού κερδίζεις. Μου βγαίνει όμως αβίαστα, δεν νιώθω έξω από μένα.

Ο Αντώνης Φραγκιαδάκης θα έλεγα ότι απευθύνεται ως ύπαρξη σε κάτι πιο παλαιό μέσα μας. Μην ξεχνάμε, δεν είναι κάποιος εραστής. Είναι και σύντροφος και πατέρας και προστάτης, έχει όλα τα στοιχεία που καθορίζουν έναν άντρα για μια γυναίκα, έναν άνθρωπο -νιώθεις ασφάλεια. Τον εμπιστεύεσαι. Παρακάτω θα δούμε ότι τον εμπιστεύονται οι μικρότερες γενιές –έχει έναν τρόπο από τα παλιά ερχόμενος, μια παλιά μνήμη, λαϊκή, συνυφασμένη με τον κρητικό τόπο. Θες να είσαι μαζί του. Μοιάζει σαν να είναι η Κρήτη αυτός –πιο Κρητικός απ' όλους, με συσσωρευμένα τα πιο γνήσια στοιχεία μέσα του.

Δεν είναι εραστής, είναι σύντροφος. Είναι και ρομαντικός και γειωμένος, ζησμένος. Για όλους μας, βία, φόνος, εγκλήματα, είναι κάτι πρωτόγνωρο. Για εκείνον, ρουτίνα, η δουλειά του.

Ο Αντώνης έχει εξέλιξη, ανατροπές, αλλά αυτή η καθαρότητα παραμένει, δεν μπορεί να είναι άλλος. Κι αυτός ο ανεκπλήρωτος έρωτας, που συνεχώς είναι να εκπληρωθεί και όλο εμποδίζεται. Ποτέ δεν είναι το timing σωστό».

Ο Δημήτρης Ήμμελος στον «Σασμό»

«Νομίζω ότι δεν υπάρχει άνθρωπος που δεν έχει ζήσει έναν τέτοιο έρωτα. Ο ανεκπλήρωτος έρωτας, ο έρωτας της φαντασίας μας, υπάρχει σ' όλους μας, έγινε-δεν έγινε ή ματαιώθηκε. Ανήκει στη φαντασία.

Αλλά ο Αντώνης δεν είναι ότι έμεινε σ' αυτήν τη γυναίκα, ότι δεν ξαναπήγε μ' άλλη. Έχει πάει και ξαναπηγαίνει –έχει σχέση με τη συνεργάτιδά του στην αστυνομία, που και που. Δεν έχει στερηθεί τα πάντα. Δεν είναι ιδεατό όλο αυτό, είναι προσγειωμένος. Κι αυτό είναι το ωραίο. Ότι, ενώ είναι ένας προσγειωμένος άνθρωπος έχει μέσα του κάτι παλαιό και ιδεαλιστικό, κι αυτή η αντίφαση δημιουργεί το ενδιαφέρον –σε μένα εννοώ.

Το τι κάνω εγώ έχει να κάνει με το που είμαι

Εγώ δεν έχω καταλάβει αν συμβαίνει κάτι με τον ρόλο γιατί δεν έχω ούτε κοινωνικά μέσα ούτε τίποτα. Εισπράττω όμως ότι δεν περνάει αδιάφορα –μου το λένε άνθρωποι που ξέρω και σέβομαι τη γνώμη τους, κάτι που δεν περίμενα. Πιο πολύ με ένοιαζε αν αυτή η σειρά θα διέφερε από άλλες. Αν είναι πάλι μία από τα ίδια, θα απογοητευόμουν. Ήθελα να φτιάξω μια ψευδαίσθηση μέσα μου για κάτι διαφορετικό. Αυτό προσδοκώ πάντα, και στο θέατρο. Το τι κάνω εγώ έχει να κάνει με το που είμαι.

Θέλω να θυμούνται τις παραστάσεις που είμαι, το ένα γεγονός, όχι έναν άνθρωπο, γιατί αυτό οδηγεί σε κάτι προσωποπαγές, μια προσωπολατρεία. Ενώ όταν θυμάται την παράσταση αποκλείεται να μην θυμάται κι εσένα. Είναι πολύ μεγαλύτερη η διάρκεια μιας παράστασης από την δική σου. Και δεν το λέω επειδή είμαι αλτρουιστής, ματαιόδοξος είμαι και από ματαιοδοξία το λέω. Θέλω να μένω στη μνήμη των ανθρώπων όσο περισσότερο γίνεται, αλλά δεν πιστεύω ότι μπορείς να το κάνεις μόνος σου. Μόνο μέσα από τη συνθήκη και την εποχή σου.

Όχι, δεν μου έλειψε η αναγνώριση, με τον τρόπο της τηλεόρασης. Αυτά που έχω κάνει στο θέατρο, για μένα, είναι τόσο σημαντικά, τόσο μεγάλα που δεν μπορεί να μου έχει λείψει αυτό. Αν μου έχει λείψει κάτι είναι ότι, επειδή αυτοί οι άνθρωποι φεύγουν, φεύγουν και οι χώροι όπου ζητούμενο δεν ήταν ο γνωστός ηθοποιός. Όταν πια και στον θεατρικό χώρο που κινούμαι αναζητάται το όνομα, πικραίνομαι... Υποψιάζομαι πως η τηλεόραση μπορεί να σε σέβεται πιο πολύ από το θέατρο –δηλαδή να σέβεται τη δουλειά σου στο θέατρο πιο πολύ από ό,τι το θέατρο σέβεται τη δουλειά στο θέατρο. Από την τηλεόραση δεν το περιμένω, από το θέατρο όμως το περιμένω.

Γιατί το λέω αυτό; Για τον τρόπο που με αντιμετωπίζουν τώρα στον "Σασμό" και βάζουν το όνομά μου στους τίτλους. Ποιος, από τους μη θεατρόφιλους, κι είναι ελάχιστοι, το ξέρει; Στους πελάτες της τηλεόρασης το όνομά μου είναι όπως οποιουδήποτε...».

Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης

«Έζησα το θέατρο πλήρως, το χόρτασα. Με απασχολεί όμως η πορεία του, όχι ο εαυτός μου. Σχεδόν όλη μου η ζωή είναι πια το θέατρο –από τη λίμνη που ζούμε ψαρεύουμε, δεν πάμε αλλού. Το 1/10 από αυτά που κάνω να έκανα σε μια άλλη χώρα θα έπρεπε να μπορώ να ζω. Τώρα χρειάστηκαν και τα δέκα για να κάνω οικογένεια, παιδί. Ο γιος μου τώρα είναι 23. Έγινε σκηνοθέτης του κινηματογράφου, πήρε και το βραβείο Ίρις για την εκπαιδευτική του ταινία. Νομίζω ότι δεν θα μπορούσε να μείνει ανεπηρέαστος. Από μικρό παιδί μεγάλωσε με τους ηθοποιούς. Βρήκε όμως τον δικό του τρόπο -εικόνα, τεχνολογία, μουσική.

Πράγματι έκανα νέος οικογένεια. Μόλις γύρισα από τη Ρωσία. Αυτό άλλωστε σε δίδασκε η Ρωσία: Πρώτα κάνεις και μετά σκέφτεσαι. Έχω χωρίσει εδώ και δώδεκα χρόνια, αλλά είμαστε μια χαρά με την πρώην γυναίκα μου.

Οι καταγγελίες; Όταν τρέχεις στον βόρειο παγωμένο ωκεανό, σε θολό τοπίο, νομίζοντας ότι το καράβι είναι αβύθιστο, δεν είναι περίεργο που θα βρεις παγόβουνο. Έτσι πάει το πράγμα.

Ζούμε σε μια μικρή χώρα, χωριό. Συχνά η επιτυχία σ' ένα χωριό είναι χειρότερο από την επιτυχία στην πόλη. Γιατί στο χωριό δημιουργείται πλάνη που αυξάνει τη θολούρα των πραγμάτων, μια ψευδαίσθηση. Οι ψευδαισθήσεις ανήκουν στην ζωή μας, δεν είναι κακό να' χεις. Απλώς εκεί το μέτρο είναι πάντα ο άνθρωπος. Ο άνθρωπος που δεν μπορεί να διαχειριστεί το μέτρο του, θα χτυπήσει στο παγόβουνο. Το θέμα είναι τι γίνεται μετά. Να μην γίνει μια από τα ίδια –είναι ζήτημα παιδείας».

Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης

«Η δουλειά μας είναι μια ερωτική δουλειά, αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε. Είναι γνήσιο, άδολο σεξ με τους συγγραφείς, το κοινό, την εποχή, τους συναδέλφους και τον εαυτό μου. Εάν αυτό χαθεί, πρόκειται για οικολογική καταστροφή. Νομίζω ότι αυτό γίνεται γιατί απουσιάζει ο ερωτισμός. Η δουλειά μου είναι να θρέφω αυτόν τον ερωτισμό, όχι να τον σβήνω. Να τους κάνω να ανακαλύπτουν τον ερωτισμό τους, γιατί έτσι αποκτά εμπειρία ο άνθρωπος και ταυτότητα. Όταν συρρικνώνεται και καταπιέζεται αυτός ο ερωτισμός, όταν καταπιέζεται η επιθυμία, τότε δημιουργούνται τα προβλήματα. Δεν πρέπει να κάνεις εχθρό το φαγητό επειδή έχεις κιλά –δεν φταίει το φαΐ, αλλά ο τρόπος που τρως. Πρέπει να το γεύεσαι...».

Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης

«Τι σημαίνει για τον καθένα ερωτισμός, δεν είναι δουλειά του θεάτρου, αλλά του καθένα. Αισθάνομαι ότι τα νέα παιδιά εκπέμπουν έναν νεοσυντηρητισμό. Η δουλειά μου δεν είναι να τα μάθω να παίζουν, αλλά να ανοίξουν χώρους μέσα τους. Η σκηνή έχει ένα τεράστιο άλλοθι, το ακαταλόγιστο. Το ακαταλόγιστο πρέπει να το έχουμε σκηνή, όχι στη ζωή. Μην τα μπερδεύουμε, γιατί τότε θα ανεβαίνουμε στη σκηνή και θα κόβουμε τα χέρια μας, θα αυτοκτονούμε. Είναι τέχνη, είναι μίμησης πράξης το θέατρο όχι πράξη. Άμα πας και το κάνεις στη ζωή, είναι άλλη ιστορία. Η δουλειά μας απευθύνεται στη φαντασία και η φαντασία δεν έχει κανένα όριο –η ζωή έχει».

«Σασμός», Δευτέρα – Πέμπτη, στις 21.00 (Alpha)

«Ο Κοτζάμπασης του Καστρόπυργου» του Μ.Ν. Καραγάτση σε σκηνοθεσία Δημήτρη Τάρλοου, στο θέατρο Πορεία από 8/12/2021.





SHARE