Διονύσης Γραμμένος
φωτ. Παναγιώτης Μάλλιαρης
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΓΡΑΜΜΕΝΟΣ

Ο Διονύσης Γραμμένος είναι μόλις 32 χρονών και έχει διευθύνει σπουδαίες ορχήστρες σε όλο τον κόσμο


Είναι μόλις 32 χρονών και όμως έχει παγκοσμίως αναγνωριστεί ως ένας από τους πιο χαρισματικούς μουσικούς της γενιάς του. Η πρώτη του μεγάλη διεθνής επιτυχία πραγματοποιήθηκε το 2008, κερδίζοντας το Χρυσό Μετάλλιο στον Πανευρωπαϊκό Διαγωνισμό Νέων Μουσικών της EBU και τον τίτλο του «Ευρωπαίου Νέου Μουσικού της Χρονιάς», συμπράττοντας με τη Vienna Symphony Orchestra στην τελετή έναρξη του Φεστιβάλ της Βιέννης. Ήταν ο πρώτος μουσικός πνευστού οργάνου στην ιστορία του διαγωνισμού που έλαβε τον τίτλο αυτό.

Εμφανίζεται τακτικά στις μεγαλύτερες μουσικές σκηνές όπως το Carnegie Hall της Νέας Υόρκης, Berliner Philharmoniker, Amsterdam Concertgebouw, Barbican Center του Λονδίνου, Vienna Konzerthaus και Cité de la musique στο Παρίσι, αλλά και σε ζωντανές συναυλίες για το BBC Radio-3, Bavarian Radio και ORF της Αυστρίας. Έκανε το ντεμπούτο του ως αρχιμουσικός σε ηλικία 21 ετών με την Vienna Chamber Orchestra και έκτοτε έχει συνεργαστεί με ορχήστρες από όλο τον κόσμο.

Από κοντά είναι απολαυστικός συνομιλητής. Και καμία επαφή να μην έχεις με την συμφωνική μουσική χαίρεσαι να τον ακούς γιατί σε κατακτά με το πάθος και την αγάπη του γι’ αυτήν. Να πώς αφηγείται τους σημαντικότερους σταθμούς στη ζωή του.

φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης

Μεγάλωσα στην Κέρκυρα. Στα 8 μου χρόνια ξεκίνησα μουσική στην Παλαιά Φιλαρμονική. Η μπάντα σου δίνει τη δυνατότητα να γνωρίσεις τη μουσική και το όργανο. Από εκεί και πέρα ο καθένας μπορεί να πάρει τον δικό του δρόμο εφόσον το θέλει, γιατί κάλλιστα μπορεί να μείνει σε ένα ωραίο ερασιτεχνικό επίπεδο όπου κάθε Πάσχα θα παίζει με τη φιλαρμονική το Adagio και τον Amleto και θα νιώθει αυτή την πολύ μεγάλη αγάπη για τη μουσική. Το σέβομαι αυτό και μάλιστα όταν το βλέπω στους ανθρώπους, την ανυπομονησία τους ακόμη κι αν ζουν αλλού να επιστρέψουν το Πάσχα στο νησί για να παίξουν με τη μπάντα, νιώθω τη γοητεία του. Υπάρχει σε αυτό ένας κοινός τόπος συγκίνησης.

Βγήκα για πρώτη φορά με τη φιλαρμονική έξι μόλις μήνες αφότου ξεκίνησα, ήταν Κυριακή της Ορθοδοξίας. Αν και έχω καιρό να παίξω με την Παλαιά στους επιτάφιους της Μεγάλης Παρασκευής και του Μεγάλου Σαββάτου, θυμάμαι ότι την τελευταία φορά, που ήταν κάποια χρόνια πριν, την ώρα που συντονιστήκαμε όλοι μαζί στο ίδιο βήμα, παίζοντας όλοι μαζί την ίδια μουσική, ήταν σαν να βρέθηκα σε χρονομηχανή κι ένιωσα σαν να είμαι πάλι μικρό παιδί. Η Φιλαρμονική σε μαθαίνει τη μαγεία της σύμπραξης.

Θυμάμαι την πρώτη ημέρα που ξεκίνησα με το κλαρινέτο σκεφτόμουν σαν παιδάκι «μα έχω μόνο 10 δάχτυλα, πώς θα πατήσω όλα αυτά τα κλειδιά;». Μου είπε λοιπόν ο δάσκαλός μου «το βάζεις στο στόμα σου και φυσάς» χωρίς άλλες οδηγίες κι εγώ ενστικτωδώς το έκανα κι έβγαλα ήχο. Και μου λέει «τώρα που έβγαλες ήχο, θα μάθεις τρεις νότες σήμερα: σολ, φα, μι» κι εγώ σκέφτηκα «μα καλά, μια ολόκληρη ημέρα θα μάθω μόνο τρεις νότες;» οπότε άρχισα να εξερευνώ το κλαρινέτο, όχι ότι ήμουν ο Μότσαρτ αλλά καταλαβαίνεις. Οπότε με ρωτάει ο δάσκαλος «δεν σου είπα να ασχοληθείς μόνο με το σολ, φα, μι;» και του απαντάει «δεν μπορώ, θέλω να μάθω όλες τις νότες».

Ένιωθα από την αρχή μια φυσικότητα πέρα από την ενστικτώδη αγάπη που είχα με την μουσική και με έκανε να θέλω να πηγαίνω καθημερινά στη Φιλαρμονική και καθημερινά να παίζω. Οι γονείς μου ποτέ δεν με πίεσαν να μελετήσω ή να κάνω κάτι συγκεκριμένο. Ήθελαν να κάνω αυτό που θέλω εγώ. Τη μισή μέρα μου την πέρναγα παίζοντας ποδόσφαιρο.

φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης

Ολόκληρο το σώμα μας δονείται με τη μουσική. Οι συχνότητες που φτάνουν πάνω μας φέρνουν κραδασμούς. Ο καθένας μας συντονίζεται διαφορετικά με τους κραδασμούς. Σε ένα πρώτο επίπεδο αυτός είναι ο λόγος που μας ταιριάζουν κάποιοι συνθέτες ή κάποια μουσικά κομμάτια· είναι όπως με τους ανθρώπους. Αν δεν ταιριάξουμε με έναν άλλον άνθρωπο, ερωτικό σύντροφο, φίλο, συνεργάτη, δε σημαίνει ότι είναι κακός αλλά ότι για κάποιο λόγο δεν συντονιζόμαστε. Αυτό είναι σεβαστό και μπορεί να έχει να κάνει με τη δική μας προβολή και τις πεποιθήσεις μας.

Στα 18 μου πήρα μέρος στον Ευρωπαϊκό Διαγωνισμό Νέων Σολίστ στη Βιέννη, ένας νέος σολίστ εκπροσωπούσε την κάθε χώρα μέσω των ραδιοφωνιών της EBU και κέρδισα το πρώτο βραβείο, που όχι απλώς δεν το περίμενα αλλά ούτε σαν σκέψη δεν μου περνούσε από το μυαλό. Έτσι ξεκίνησα να παίρνω μέρος ως σολίστ σε φεστιβάλ και σε κονσέρτα στο εξωτερικό, στη Γαλλία, τη Γερμανία, τη Σκανδιναβία, στην Ιαπωνία και αλλού.

Ως παιδί, 9-10 χρόνων, στην Κέρκυρα τις Κυριακές ξυπνούσα νωρίς, έβαζα τα καλά μου, έπαιζα το κλαρινέτο στο σαλόνι του σπιτιού και ονειρευόμουν ότι έπαιζα με μια μεγάλη ορχήστρα. Αυτό λοιπόν ήταν το όνειρο της ζωής μου. Όταν αυτό άρχισε να συμβαίνει στα 18 μου και με μεγάλες ορχήστρες ανά τον κόσμο δεν ξέρω αν συνειδητοποιούσα ότι πραγματοποιούσα τα παιδικά μου όνειρα, απλώς ερχόταν αβίαστα.

Σχεδόν μέχρι τα 17 έπαιζα κατά κύριο λόγο ενστικτωδώς το ρεπερτόριο. Μετά ήρθα στην Αθήνα να σπουδάσω Φυσική, που ήταν και η μοναδική μου επιλογή στο μηχανογραφικό γιατί την αγαπώ πολύ, και στα 18 κέρδισα τον διαγωνισμό και άρχισα τις περιοδείες στο εξωτερικό. Κάθε ορχήστρα με καλούσε να παίξω ένα διαφορετικό κονσέρτο, που δεν το είχα παίξει ποτέ, και η απάντησή μου ήταν πάντα «ναι, φυσικά». Είχα άγνοια κινδύνου. Τώρα θα σκεφτόμουν κι άλλες πτυχές. Αλλά δεν πρόδωσα ποτέ τις προσκλήσεις που δέχτηκα. Είμαι πολύ κριτικός και σκληρός απέναντι στον εαυτό μου αλλά αποδέχομαι, ακούγοντας τις ηχογραφήσεις από εκείνα τα χρόνια, ότι η ηλικία μου, η αντίληψη μου και η καλλιέργεια μου εκείνη τη στιγμή αυτό μου επέτρεπαν να παίξω. Αλλά και γι’ αυτά που παίζω τώρα, ξέρω ότι θα εξελιχθούν αλλιώς. Και θέλω πολύ να δω αυτό το ταξίδι.

Ήθελα πολύ να γίνω μαέστρος αλλά ήξερα ταυτοχρόνως ότι ήθελα να σπουδάσω μαέστρος. Από τη δική μου εμπειρία λέω ότι το να διευθύνεις μια ορχήστρα είναι ό,τι πιο σύνθετο και challenging έχω κάνει ποτέ στη ζωή μου. Μπαίνουν όλα μέσα: η αντίληψή σου, η προσωπικότητά σου, οι αισθήσεις σου, η επικοινωνία σου, το σώμα σου, είναι ο τρόπος που προσεγγίζεις ανθρώπους, ο τρόπος που επηρεάζεις κάποιον την ώρα που παίζει, είναι το πώς και πότε θα μιλήσεις σε κάποιον για να του μεταφέρεις μια ιδέα σου.

Το να είσαι μαέστρος είναι μια θέση εξουσίας που επειδή όλοι τη γνωρίζουν δεν χρειάζεται να δείξεις την εξουσία σου. Είναι η ίδια η θέση έτσι που επηρεάζεις έναν αριθμό μουσικών, που διαμορφώνεις με τη γλώσσα του σώματος -αλλά και λεκτικά μέσα από την πρόβα- μια κοινή αντίληψη για το έργο, που εμπνέεις τους μουσικούς και τους υποστηρίζεις ψυχολογικά για να σου δώσουν το καλύτερο που έχουν.

Για μένα ο μαέστρος είναι αυτός που θα διαμορφώσει στους μουσικούς της ορχήστρας μια κοινή αισθητική, αντίληψη και γραμμή για το έργο. Η συναυλία είναι η κορυφή του παγόβουνου, όλο το υπόλοιπο είναι η πρόβα.

Η πρόβα είναι γεμάτη μαγεία γιατί εκεί συνδέεσαι με τους μουσικούς

Στην πρόβα δεν έχει νόημα να κάνεις παρατήρηση σε κάποιον που δεν παίζει σωστά. Κι αυτός το ακούει ότι δεν παίζει σωστά, κι εγώ και όλοι. Είναι αχρείαστο λοιπόν να του πεις «ότι δεν παίζεις σωστά». Η πρόκληση είναι να τον παρακινήσεις να παίξει όπως θέλεις ενισχύοντας τον και όχι να τον φέρεις σε άβολη θέση.

Το πιο δύσκολο όταν διευθύνεις είναι να βρεις τα «κλειδιά» εκείνα της ορχήστρας –που μπορεί να είναι η πρόβα, η επικοινωνία ή η διαχείριση χρόνου- ώστε να ανεβάσεις το επίπεδο της ορχήστρας και να την ομογενοποιήσω ώστε να παίξουν το έργο όπως το έχω φανταστεί.

Το επάγγελμα του μαέστρου δημιουργήθηκε από την ανάγκη των μουσικών να συνεννοηθούν.

φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης

Όταν διεύθυνα την  Canadian Opera Company του Τορόντο ή Cameristi della Scala του Μιλάνο ένιωθα ότι οδηγούσα μια Φεράρι. Δεν έχει ακριβώς μια αναλογία γιατί στην μία περίπτωση αφορά έναν ζωντανό οργανισμό και στην άλλη ένα αντικείμενο. Παρ’ όλα αυτά μέσα μου, υποσυνείδητα, πολλές φορές μπαίνω σε μια τέτοια διάκριση γιατί κάθε φορά ανταποκρίνεται η κάθε ορχήστρα ανάλογα με την ποιότητα των αντανακλαστικών που έχει.

Του Μπραμς του πήρε πάνω από 20 χρόνια για να συνθέσει την πρώτη σου συμφωνία. Μπορεί να πας σε μια ορχήστρα και να σου πουν ότι έχετε μόνο δύο ημέρες για πρόβες. Ναι, προφανώς δεν μπαίνουμε στη διαδικασία της σύνθεσης αλλά όσες φορές και να έχει παίξει μια ορχήστρα τη συμφωνία ή όσες φορές κι αν την έχω διευθύνει δεν μπορεί αυτό να είναι συνεπάγεται ότι «η ορχήστρα έχει ξαναπαίξει τη συμφωνία, την ξέρει». Είναι μια χαζή διατύπωση αυτή· αν την ξέρει τότε ας βρεθούμε κατευθείαν στη συναυλία.

Τα περισσότερα χρόνια τα πέρασα στη Γερμανία. Το να σου πω ότι όταν έλεγα ότι είμαι Έλληνας δεν σκέφτονταν τίποτα, θα ήταν ψέμα. Από την άλλη η πρώτη ταυτότητά σου ως μουσικός δεν είναι η χώρα καταγωγής σου αλλά η αντίληψή σου. Δεν επηρέασε την κατάσταση προς το καλύτερο ότι ερχόμουν από την Ελλάδα αλλά για μένα είναι εξαιρετικό το ότι είμαι Έλληνας. Η αλήθεια είναι πως ό,τι συμβαίνει μουσικά στην Ελλάδα μένει στην Ελλάδα.

Από τότε που ξεκίνησε το lockdown μέχρι τη πρόσφατη βιντεοσκόπηση με τη Κρατική Ορχήστρα και τη συναυλία στο Μέγαρο έκανα μόνο μία συναυλία. Αυτή η συναυλία ήταν με κοινό. Πραγματοποιήθηκε την 1η Αυγούστου και ήταν η πρώτη, ουσιαστικά, συναυλία που έγινε με κοινό σε κλειστό χώρο, συγκεκριμένα στο Konzerthaus, στο Βερολίνο από τότε που ξεκίνησε η πανδημία. Θυμάμαι ότι δάκρυσα μετά τη συναυλία γιατί άκουσα το χειροκρότημα του κοινού. Αυτό ήταν κάτι δεδομένο μέχρι τότε, στο τέλος μιας συναυλίας, το κοινό χειροκροτούσε, θερμά ή όχι. Στη συγκεκριμένη συναυλία ήμασταν όλοι συναισθηματικά φορτισμένοι γιατί είχαμε πολύ καιρό να ανέβουμε πάνω στη σκηνή μπροστά σε κοινό. Το χειροκρότημα ήταν τόσο αληθινό, αντικατόπτριζε την μεγάλη ανάγκη αυτών των ανθρώπων να έρθουν σε μια συναυλία.

Η ανάγκη των ανθρώπων για πνευματική τροφή είναι μεγάλη. Προφανώς σε καταστάσεις κρίσης και δύσκολες εποχές θέλουμε να εξασφαλίσουμε τα βασικά, την τροφή και τη στέγη, αλλά δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι και το πνεύμα μας πεινάει. Χρειαζόμαστε τις εμπειρίες, την επαφή, τη διάδραση αλλιώς δεν θα είχαμε την ανθρώπινη φύση που έχουμε.

Από το 2017 δημιουργήθηκε η Ελληνική Συμφωνική Ορχήστρα Νέων, της οποίας είμαι ο καλλιτεχνικός διευθυντής, με σκοπό να καλυφθεί το κενό που υπάρχει στην ορχηστρική εκπαίδευση. Από πέρσι τον Οκτώβριο είμαστε residency ορχήστρα του Μεγάρου, αυτό δηλαδή είναι το σπίτι μας.  Η πρόκληση είναι ότι οι μουσικοί της ορχήστρας έρχονται από κάθε γωνιά της Ελλάδας αλλά και από το εξωτερικό στην Αθήνα. Κάποιος μουσικός που έχει μεγάλο ταλέντο και εκδηλώνει την αγάπη του για την μουσική θα βρει τον δρόμο του ακόμη κι αν εκεί που ζει δεν έχει εύκολη πρόσβαση στην μουσική εκπαίδευση. Όμως σίγουρα δεν είναι ίσες οι ευκαιρίες όχι μόνο ως προς την εκπαίδευση αλλά και ως προς το να γνωρίσουν οι νέοι τι είναι αυτό που λέμε συμφωνική μουσική. Ένας νέος αν πάρει την πληροφορία θα τη ρουφήξει. Πρέπει εμείς ως μουσικοί να έρθουμε σε επαφή με τον κόσμο. Δεν λέει τίποτα το «η συμφωνική μουσική είναι σπουδαία, έλα να ακούσεις». Πρέπει εμείς να δείξουμε στον κόσμο πόσο σπουδαία είναι η συμφωνική μουσική.





SHARE