Πώς προέκυψε η στροφή σου στην ποίηση;
Βρέθηκα τελείως τυχαία σε ένα workshop Δημιουργικής Γραφής στη διάρκεια ενός TedX στο Ηράκλειο της Κρήτης. Με ενθουσίασε και ξεκίνησα μαθήματα πεζογραφίας. Την ίδια περίοδο, στο ίδιο εργαστήρι λειτούργησε και τμήμα ποίησης. Μια φίλη μεταπήδησε στην ποίηση και αυθόρμητα ήθελα να την ακολουθήσω. Οπότε, για ένα διάστημα δοκιμάστηκα και στα δύο. Πολύ διστακτικά στην αρχή -ξέρεις, νιώθεις θρασύς και αυθάδης όταν ασχολείσαι με την ποίηση, οι δικοί σου άνθρωποι σαρκαστικά σε φωνάζουν «ποιητή», δεν είναι εύκολο να πάρουν στα σοβαρά τη γραφή σου, ειδικά όταν είσαι νέος. Υπάρχει ένας ηλικιακός ρατσισμός, τουλάχιστον στο ευρύ αναγνωστικό κοινό. Είναι πρόκληση να ξεκινάς γράφοντας χίλιες λέξεις και να καταλήγεις σε πενήντα. Όλη αυτή η αφαίρεση έχει μια αίσθηση ακρωτηριασμού. Είναι τρομερά απαιτητικό, αλλά, όταν καταφέρεις στις πενήντα λέξεις να αισθάνεσαι ότι τα έχεις πει όλα, όταν σε διαβάζουν και ανακαλύπτουν άλλες πενήντα που δεν έχεις καν αρθρώσει, αυτό είναι μαγεία.
Μεγάλωσες σε ένα αντίστοιχο οικογενειακό περιβάλλον;
Η
οικογένεια δεν είχε καμία επαφή με τη
λογοτεχνία, οπότε τα πρώτα ερεθίσματα
ήρθαν μετέπειτα, ως φοιτήτρια. Και αυτή
η καθυστέρηση με θλίβει ως αναγνώστρια
κυρίως, όχι ως δημιουργό. Συμβαίνει πολύ
συχνά σε ελληνικές οικογένειες να σου
κληροδοτούν παππούδες και γιαγιάδες
συλλογές κειμήλια του Ρίτσου και του
Ελύτη -ακόμα κι αν δεν ανοίχτηκαν ποτέ,
ακόμα κι αν δεν υπήρχε επίγνωση της
βαρύτητας αυτών των βιβλίων- και αυτό
είναι κάτι που δεν είχα ως παιδί και το
ζηλεύω.
Πες
μου
τρεις
Έλληνες
ποιητές
που
θαυμάζεις
και
σε
εμπνέουν
και
το
αγαπημένο
σου
ποίημα
τους.
Ο αγαπημένος μου Έλληνας ποιητής είναι ο Χρίστος Λάσκαρης. Ήταν η πρώτη ποιητική συλλογή που διάβασα, οπότε ήταν καταλυτική, σαν βάπτισμα. Την ίδια στιγμή είναι ο ποιητής που για μένα έδωσε τόπο, χρόνο και πρόσωπο στη μελαγχολία με τον πιο πετυχημένο τρόπο. Μιλώντας για την επαρχία, τις Κυριακές και τα αγάλματα.
Θα με επισκεφτείς, Χρίστος Λάσκαρης
Θα με επισκεφτείς
όπως επισκέπτονται στην κλινική τον άρρωστο
οι συγγενείς
κάνοντας φασαρία με τα δώρα τους
και φέρνοντας τη ζωή απ' έξω
ενώ αυτός
συνηθισμένος με τη σιωπή
νιώθει ανήμπορος να συνδεθεί
κι αρχίζει να κουράζεται
παρακαλώντας με το βλέμμα του να μείνει μόνος
μόνος όπως και πριν
να τους περιμένει και να τους φαντάζεται.
Άλλοι που με εμπνέουν είναι ο Μίλτος Σαχτούρης και ο Ντίνος Χριστιανόπουλος.
Πορτοκαλιά (Βρέχει), Μίλτος Σαχτούρης
Τι θλιβερός χειμώνας, Θε μου!
Τι θλιβερός χειμώνας!
Ένα πορτοκαλί μεσοφόρι κρέμεται, ένα ροζ ξεσκονόπανο και βρέχει.
Ένας γέρος κοιτάζει μέσ’ απ’ το τζάμι.
Ένα ξερό δέντρο, ένα
φως αναμμένο χρώμα πορτοκαλιού.
Ένα δέντρο με πορτοκάλια
πιο πέρα.
Και το κορίτσι αναποδογυρισμένο και το φλιτζάνι
σπασμένο κι όλοι, Θε μου, να κλαίνε να κλαίνε να κλαίνε
Κι ύστερα χρήματα χρήματα χρήματα πολλά.
Τι θλιβερός χειμώνας, Θε μου! Τι θλιβερός χειμώνας, Θε μου!
Τι θλιβερός χειμώνας.
Βρέχει όπως και στο προηγούμενο ποίημα την Πορτοκαλιά.
Μια γυναίκα μ’ έναν καθρέφτη και κάτι σύρματα προσπαθεί να κρατήσει τα χρόνια.
Όμως τα χρόνια φεύγουν
τα σύρματα μπαίνουν βαθιά μέσα στα μάγουλά της
τα ξεσκίζουν τρέχουν αίματα
ενώ ένα άγριο χέρι με μια κιμωλία πηγαινοέρχεται
και βάφει τα μαλλιά της άσπρα.
Απόγευμα, Ντίνος Χριστιανόπουλος
Ήταν ωραίο εκείνο το απόγευμα με την ατέλειωτη συζήτηση στο πεζοδρόμιο.
Τα πουλιά κελαηδούσαν, οι άνθρωποι πέρναγαν, τ’ αυτοκίνητα τρέχανε.
Στο απέναντι παράθυρο το ράδιο έπαιζε ρεμπέτικα
και το κορίτσι του διπλανού μας τραγούδαγε το ντέρτι του.
Φυλλορροούσε η ακακία κι ευώδιαζε το γιασεμί
και μες στην τάπια τα παιδιά παίζαν κρυφτούλι
και τα κορίτσια γύρναγαν σκοινί —
παίζαν στην τάπια και δεν ξέραν από θάνατο
παίζαν στην τάπια και δεν ξέραν από τύψη,
κι εγώ τους αγάπησα πολύ τους ανθρώπους εκείνο το απόγευμα,
δεν ξέρω γιατί, πολύ τους αγάπησα, σαν ένας μελλοθάνατος.