Η Ελένη Φωτάκη γράφει στίχους. Γεννήθηκε στη Μυτιλήνη, μεγάλωσε στην Κρήτη, ζει στην Καλλιθέα. Αγαπάει τις γάτες -έχει τρεις- και την βροχή.
«Ημερολόγιο δεν έγραφα ποτέ. Ούτε σαν παιδί. Έχω διαβάσει τα ημερολόγια του Κάφκα, θα ήταν ντροπή. Ακόμη και τα λευκώματα, με τα ποιηματάκια και τα ξερά λουλούδια, κατέληγαν κάπου σκονισμένα. Δεν σημειώνω καν τις αναμνήσεις μου, ότι μείνει, έμεινε. Μ’ αρέσει να ξεχνάω. Μεγαλώνοντας, έπαιρνα σχολικά μπλε τετράδια και τα γέμιζα με φράσεις ενθάρρυνσης. Σε ώρες απελπισίας πάντα, που δεν ήταν και λίγες. Έλεγα στον εαυτό μου, αυτά που θα ’θελα να έρθει κάποιος και να μου πει. Γέμιζα μπλε τετράδια κι ύστερα τα πέταγα. Δεν θυμάμαι πότε σταμάτησα να το κάνω. Πάντως εδώ και χρόνια, δεν το κάνω πια.
Κοριτσάκι, καλοκαίρι στη Μυτιλήνη, κάποιος με μια γαλάζια Mercedes μας πήγαινε βόλτα, τη μάνα μου, την αδερφή μου κι εμένα. Στη διαδρομή, έπαιζε πάντα η ίδια κασέτα. Ξανά και ξανά. Θυμάμαι δυο τραγούδια: «Ρίτα δεκαοχτώ χρονών κι εγώ σαρανταπέντε» και «φέρτε μου ένα μαντολίνο, για να δείτε πώς πονώ». Κάποτε η Mercedes αυτή έπεσε πάνω σε ένα δέντρο. Δεν ξαναπήγαμε βόλτα. Και πάλι παιδί. Δύο ακόμη στιγμιότυπα τραγουδιών: «σκοτώσαν οι εχθροί μας το γελαστό παιδί» και: «ένα όμορφο αμάξι με δυο άλογα, να μου φέρετε τα μάτια μου σαν κλείσω». Ίσως τα διδασκόταν ένα κορίτσι σε μια χορωδία. Ίσως την έλεγαν Μάρω, ίσως και να τα μπερδεύω. Δεν είχα πώς να ακούσω, ούτε ήξερε κανείς από τραγούδια για να μου μάθει. Έγραφα όμως. Κάτι ακατανόητα μακρινάρια στο γυμνάσιο, πιθανώς ελκυστικά, τουλάχιστον τόσο ελκυστικά ώστε να με κάνουν να δείχνω παράξενη. Ακόμα δείχνω παράξενη. Κάποτε θα πρέπει να τα εξομολογήθηκα όλα αυτά στη γιαγιά μου, γιατί μου έδωσε κρυφά όλη της τη σύνταξη και αγόρασα ένα ραδιοκασετόφωνο. Έτσι, έπαψα πια να χάνω τα τραγούδια. Τα μαγνητοφωνούσα. Για χρόνια. Με αποκορύφωμα το 1992, που πέθανε ο Νίκος Γκάτσος. Πλημμύρισαν τα ραδιόφωνα με τραγούδια του Χατζιδάκι. Δυο χρόνια μετά πέθανε κι αυτός και ξαναπλημμύρισαν. Τότε αποφάσισα να γίνω στιχουργός. Το ονειρεύτηκα όσο τίποτα. Πίστευα, αφελής και ονειρόπληκτη, πως αν κατάφερνα να γράψω ωραίους στίχους, θα κατέληγαν έτσι. Θα γέμιζα τον κόσμο τραγούδια και εκπληρώσεις. Κι όμως. Πέσαν πάνω μου αμέτρητα απόνερα. Είμαι απ’ αυτούς που πραγματοποίησαν το όνειρό τους και στο τέλος δεν το βρήκαν καθόλου όμορφο. «Ακόμα», μου λένε κάποιοι. Μακάρι. Αλλά δεν το πιστεύω».