Η Έλλη Πασπαλά είναι τραγούδι, μουσική, ερμηνεία –τόσο απλά, τόσο αυτονόητα.
Γεννήθηκε στην Νέα Υόρκη από γονείς μετανάστες. Το καλοκαίρι του 1982 ήρθε στην Ελλάδα για διακοπές και έμεινε. Η γνωριμία κι η συνεργασία της με τον Μάνο Χατζιδάκι την καθόρισαν. Μένει στην Νέα Πεντέλη. Έχει έναν γιο, τον 24χρονο Τόμμυ, από τον γάμο της με τον μουσικό-σαξοφωνίστα Ντέιβιντ Λιντς, με τον οποίο πλέον έχουν χωρίσει. Στις 9 Ιουλίου θα δώσει την πρώτη προσωπική της συναυλία στο Ηρώδειο.
«Η μουσική φάνηκε νωρίς στον δρόμο μου. Ο πατέρας μου ήταν μουσικόφιλος, κυρίως είχε ωραία φωνή. Δεν ασχολήθηκε αλλά θα μπορούσε. Ξεκίνησα πιάνο στα έξι μου. Το τραγούδι το ανακάλυψα στα δώδεκα.
Οι γονείς μου, με τα δύο αδέλφια μου, ήταν μετανάστες απ΄την Θεσσαλονίκη. Εγώ γεννήθηκα στην Νέα Υόρκη. Όταν ήρθα στην Ελλάδα, εκείνοι έμειναν και επέστρεψαν μόνιμα 15 χρόνια μετά. Εκείνο το καλοκαίρι, του ΄82, που είχα έρθει στην Ελλάδα για διακοπές, είχα μόνον τον μεγάλο μου αδελφό στην Αθήνα. Μέσα στις πρώτες δέκα μέρες που ήμουν εδώ, εκείνος επέστρεψε στην Νέα Υόρκη λόγω της δουλειάς του, τον μετέθεσαν. Εμεινα ξέμπαρκη. Δεν ήξερα κανέναν. Παρ΄ότι είχα έρθει για διακοπές, είχα ήδη σκεφτεί ότι θα μείνω τρεις μήνες -που έγιναν τέσσερις... Γνώρισα τον Χατζιδάκι.
Μεγάλωσα στην Αστόρια, σ΄ένα πολύ κλειστό και χουχουλιάρικο περιβάλλον, των ελληνομερικανών. Όντως ήταν “το γκέτο των Ελλήνων” κι ας μην αρέσει σε πολλούς ο όρος, όχι με την έννοια της φτώχειας. Η Αμερική άλλωστε χαρακτηρίζεται απ΄ τις αντιθέσεις. Στην Αστόρια πήγα στο ελληνικό σχολείο ως την Β΄γυμνασίου, στον Αγιο Δημήτριο. Μετά πήγα στο δημόσιο Μουσικό Σχολείο, ένα σχολείο για τις καλές τέχνες. Ήμουν η μοναδική ελληνίδα, σαν τη μύγα μες το γάλα. Στο τέλος ήρθε άλλος ένας Έλληνας, με τον οποίο και τα φτιάξαμε! Πρέπει τότε να πέρασα για πρώτη φορά στην ζωή μου κατάθλιψη, γιατί ένοιωθα μόνη, αποξενωμένη, αποκομμένη. Δεν είχε περάσει ούτε ένας μήνας όταν πήγα να βρω την σύμβουλο του σχολείου για να της πω ότι θέλω να γυρίσω στο γυμνάσιο της γειτονιάς μου. Και μου΄πε τότε κάτι που κράτησα σ΄όλη μου την ζωή. “Δώσε λίγο χρόνο γιατί πιστεύω ότι όταν αρχίσουν πρόβες, οι ορχήστρες, οι χορωδίες και θα τις ακούς στους διαδρόμους και θα μυρίζεις τον νέφτη από τους ζωγράφους, δεν θα θες να φύγεις”. Κι έτσι έγινε.
Αγαπώ πολύ το θέατρο, αλλά δεν βλέπω όσο θα ήθελα, ούτε παίζω. Η πρόσφατη συνεργασία μου με τον Νίκο Καραθάνο ήταν μεγάλη ευλογία –το καλοκαίρι κάναμε την όπερα του Αγγελου Τρινταφύλλου στο “Νιάρχος” και την περασμένη σεζόν ήμουν στο “Μια νύχτα στην Επίδαυρο”.
Πάντα ένοιωθα ότι κάθε τραγούδι είναι ένας μικρός μουσικός μονόλογος, ένας ολόκληρος κόσμος. Και πρέπει να ζωντανέψει μέσα απ΄τα λόγια. Είμαι ακουστικός τύπος, το πρώτο που μ΄αγγίζει είναι η μουσική, πρώτα ακούω την μουσική, μετά τον στίχο. Ωστόσο τραγούδι χωρίς στίχο, δεν νοείται. Ο στίχος είναι που ωθεί την μουσική και κάνει τον θεατή να κολυμπήσει σε βάθος. Η μουσική από μόνη της είναι σπουδαία, αλλά ο στίχος απογειώνει, δίνει άλλη διάσταση. Κι αυτό θέλει μια δυναμική έντονη. Ζητάς απ΄τον ακροατή να ταξιδέψει μαζί σου. Ίσως το παίρνω πολύ σοβαρά όλο αυτό, ίσως δεν πρέπει.