Φωτογραφία: Getty/ Ideal Image
Φωτογραφία: Getty/ Ideal Image
ΡΕΠΟΡΤΑΖ

Έμφυλη βία: Αγώνας μετ’ εμποδίων ο δρόμος προς τη Δικαιοσύνη


Στον απόηχο του κινήματος #metoo, στυγερά εγκλήματα με έμφυλο πρόσημο έχουν βρεθεί στο επίκεντρο της ελληνικής επικαιρότητας την τελευταία διετία, τροφοδοτώντας έναν δημόσιο διάλογο γύρω από τον σεξισμό, την πατριαρχία και την έμφυλη βία.

Μέσα σ' αυτό το κλίμα κοινωνικής ζύμωσης, έχει προκύψει ένα κύμα συμπαράστασης και αλληλεγγύης για τις επιβιώσασες έμφυλης βίας που λειτουργεί πολύ ενθαρρυντικά. Όπως δηλώνει η κα Δέσποινα Τσούμα, υπεύθυνη Νομικών Υπηρεσιών του Κέντρου Διοτίμα «Oι επιζώσες έμφυλης βίας νιώθουν πλέον πως δικαιούνται να μιλήσουν, πως η ντροπή και ο φόβος θα πρέπει να βαραίνουν τον δράστη και όχι τις ίδιες».

Παρακινούμενες από το θάρρος των ομοπαθών και τη στήριξη των υποστηρικτών τους, ολοένα και περισσότερες επιζώσες καταγγέλλουν δημοσίως τις κακοποιητικές συμπεριφορές που υπόκεινται, με στόχο την προσωπική τους δικαίωση αλλά και την αποστιγματοποίηση των θυμάτων της έμφυλης κακοποίησης εν γένει. Οι προσωπικές τους εμπειρίες γίνονται έναυσμα για ευαισθητοποίηση και ενημέρωση του κοινού, και αναμφισβήτητα έχουν παίξει καθοριστικό ρόλο στην αύξηση ορατότητας του φαινομένου έμφυλης βίας.

Φωτογραφία: Getty / Ideal images

Ωστόσο, η κα Άννα Ροκοφύλλου, Αντιδήμαρχος Πολιτικών Ισότητας, Αντιμετώπισης Διακρίσεων και Έμφυλης Βίας στον Δήμο Αθηναίων, επισημαίνει πως είναι σημαντικό να μην επαναπαυόμαστε «Το ότι έσπασε η σιωπή είναι θετικό γεγονός, αλλά από μόνο του δεν αρκεί. Απαιτείται μια νέα στρατηγική αντίληψης αντιμετώπισής του φαινομένου της έμφυλης βίας. Να δούμε πως το πρόβλημα αντιμετωπίζεται σε άλλες χώρες».

«Δεν πρέπει να νομίζουμε πως η κατάσταση έχει αλλάξει άρδην.» Συμπληρώνει η Κα Τσούμα. «Το #metoo ήταν σίγουρα μια καλή αρχή για να αναλογιστούμε πώς θα αναμορφώσουμε την αντίδρασή μας σε περιστατικά έμφυλης βίας. Ωστόσο, βαθιά ριζωμένες στη δομή της ελληνικής κοινωνίας πατριαρχικές αντιλήψεις δεν έχουν αλλάξει».

Η έμφυλη βία δεν είναι εξάλλου ένα απομονωμένο κοινωνικό πρόβλημα, αλλά μία εκκωφαντική έκφανση της κυρίαρχης πατριαρχικής κουλτούρας που αναπαράγει αναχρονιστικές νοοτροπίες συντηρώντας την έμφυλη ανισότητα.

Η απόκριση των Αστυνομικών Αρχών

Στο πλαίσιο των δημόσιων συζητήσεων που αφορούν την προστασία των θυμάτων έμφυλης βίας στην Ελλάδα, εγείρονται σημαντικά ερωτήματα όσον αφορά τον ρόλο της Πολιτείας στην διαιώνιση μίας κουλτούρας ατιμωρησίας γύρω από την έμφυλη κακοποίηση.

Η κ. Ιωάννα Παναγοπούλου, δικηγόρος που εκπροσωπεί οικογένειες θυμάτων γυναικοκτονίας, εξηγεί πως υπάρχουν θεμελιώδη χωλά σημεία στην θεσμική προστασία των θυμάτων όπως «η έλλειψη στελέχωσης των ΑΤ με καταρτισμένους αστυνομικούς και εξειδικευμένους στα θέματα έμφυλης βίας, η μη ουσιαστική λειτουργία του θεσμού της νομικής βοήθειας και η αργή απονομή της δικαιοσύνης» τα οποία συχνά συμβάλλουν στην δευτερογένη θυματοποίηση των επιβιωσασών.

Σύμφωνα με τις ειδικούς του Κέντρου Ερευνών για Θέματα Γυναικών «Διοτίμα» η θεσμική ανεπάρκεια σε ό,τι αφορά την προστασία των επζωσών έμφυλης βίας, αντανακλάται σε πρώτο στάδιο στο προβληματικό σύστημα απόκρισης των Αστυνομικών Αρχών, το οποίο φέρει μεγάλη ευθύνη για την αποθάρρυνση των θυμάτων και την υποκαταγραφή της έμφυλης βίας στην Ελλάδα.

Η Εύη Νικολοπούλου, Ψυχολόγος και Σύμβουλος στο Κέντρο για την Καταπολέμηση της Έμφυλης Βίας και των Πολλαπλών Διακρίσεων του Δήμου Αθηναίων, εκτιμά πως η προβληματική αυτή προσέγγιση οφείλεται τόσο στην ανεπαρκή εκπαίδευση των αστυνομικών, όσο και στην πατριαρχική νοοτροπία που διακατέχει τις αστυνομικές υπηρεσίες.

«Λόγω της κουλτούρας πατριαρχίας και τοξικής αρρενωπότητας που κυριαρχεί στα αστυνομικά τμήματα, πολλοί αστυνομικοί τείνουν να υπονομεύουν τη σοβαρότητα της κακοποίησης που υπόκεινται τα θύματα έμφυλης βίας και να τα αποτρέπουν από το να προχωρήσουν σε καταγγελίες. Έχει αποκαλυφθεί πολλάκις κατά τη διερεύνηση εγκλημάτων βιασμού πως οι επιζώσες αντιμετωπίζουν συχνά έλλειψη κατανόησης και αποθάρρυνση κατά την απεύθυνσή τους στις Αρχές. Ενίοτε μάλιστα, οι αστυνομικοί παραλείπουν ακόμα και να καταγράψουν τις καταθέσεις των θυμάτων έμφυλης κακοποίησης.»

Μία 38χρονη υπάλληλος της Δημοτικής Αστυνομίας Αθήνας που επέλεξε να διατηρήσει την ανωνυμία της, επιβεβαιώνει πως η κουλτούρα σεξισμού εμφιλοχωρεί στο Αστυνομικό Σώμα. «Πολλές φορές έχει τύχει να είμαι παρούσα σε συζητήσεις συναδέλφων που κάνουν σεξιστικά “αστειάκια” μεταξύ τους και κοροΐδεύουν το κίνημα #metoo “Πως κάνουν έτσι για ένα χαστούκι μωρέ”, “Σκέψου τι γκρίνια είχε ακούσει ο κακομοίρης” και άλλα τέτοια».

Η ίδια κρίνει πως μία ολιστική προσέγγιση στην πρόληψη του φαινομένου προϋποθέτει την ενημέρωση και την ευαισθητοποίηση των ανδρών γύρω από ζητήματα έμφυλης ισότητας και δικαιοσύνης. «Πρέπει να αρχίσουμε να αντιστρέφουμε το αφήγημα. Οι πατεράδες να μαθαίνουν στους γιους τους πως να φέρονται σε μία κοπέλα αντί να επιβάλλουν στις κόρες τους πως θα ντυθούν όταν βγαίνουν έξω. Νομίζω πως μετά από κάποιο σημείο δεν αρκεί να διδάσκουμε στις κοπέλες πως να προστατεύονται, είναι πολύ σημαντικό να αρχίσουμε να μιλάμε και στους άνδρες για το ζήτημα της έμφυλης βίας, να τους κάνουμε να καταλάβουν. Εμείς όσο να ΄ναι τα ξέρουμε γιατί τα βιώνουμε. Πρέπει αυτές οι συζητήσεις να φτάσουν σε ανδρικά αυτιά» συμπληρώνει η ίδια.

Ο δύσβατος δρόμος της Δικαιοσύνης

Σε δεύτερο στάδιο, όσες επιζώσες δεν πτοηθούν από την αποθάρρυνση των Αρχών, βρίσκονται αντιμέτωπες με τον δύσβατο και δαιδαλώδη δρόμο της Δικαιοσύνης. Διάφορες υποθέσεις έμφυλης κακοποίησης που έχουν έρθει στο φως της δημοσιότητας τα τελευταία χρόνια, μαρτυρούν πως τα εν λόγω περιστατικά δεν αντιμετωπίζονται πάντοτε με την προσήκουσα σοβαρότητα. Η ολιγωρία της Πολιτείας όσον αφορά τη διαχείρηση υποθέσεων έμφυλης και ενδοοικογενειακής βίας αντικατοπτρίζεται, μεταξύ άλλων, στα χαμηλά ποσοστά ποινικών διώξεων και καταδικών των κατηγορουμένων.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Ελληνικού Υπουργείου Δικαιοσύνης, από το 2016 μέχρι το 2021, μόλις το 23% των δραστών στους οποίους ασκήθηκε δίωξη καταδικάστηκαν, ενώ η συντριπτική πλειονότητα αυτών έλαβε ποινές ανασταλτικού χαρακτήρα. Στο μεταξύ, ο αριθμός των ανδρών που διώκονται ποινικά είναι κατά πολύ χαμηλότερος από αυτούς που κατηγορούνται για κακοποίηση. Αξίζει επίσης να σημειωθεί πως το ποσοστό των κριθέντων ως ενόχων που εξέτισαν ποινή φυλάκισης μειώθηκε από 16,4 % το 2016 σε 6 % το 2019.

Φωτογραφία: Getty / Ideal images

Πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη πως η έμφυλη ανισότητα, απόρροια της οποίας είναι και κάθε μορφής έμφυλη βία, πρόκειται για μία κρίση που κλονίζει μεν την κοινωνία συνολικά αλλά πλήττει περισσότερο τα πιο ευάλωτα μέλη της. Όπως διευκρινίζει η κα Τσούμα, «Τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι Ελληνίδες θύματα έμφυλης βίας πολλαπλασιάζονται στον προσφυγικό πληθυσμό». Μετανάστριες και αιτούσες άσυλο βρίσκονται σε ιδιαίτερα ευάλωτη θέση καθώς αντιμετωπίζουν έναν «Γολγοθά» από πρακτικά εμπόδια.

«Η διερμηνεία δεν είναι πολλές φορές διαθέσιμη, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να επικοινωνήσουν αποτελεσματικά με τις Αρχές. Ακόμη, δεν λαμβάνονται ειδικά μέτρα κατά την επαφή τους με το σύστημα ώστε να νιώσουν επαρκώς προστατευμένες, όπως αναλυτική ενημέρωση για μια διαδικασία που τους είναι ξένη και παρουσίαση των επιλογών προστασίας. Τέλος, η πρόσβαση σε νομική βοήθεια δεν είναι εξασφαλισμένη, όπως και η είσοδος σε ασφαλή στέγη για γυναίκες που έχουν λάβει δεύτερη απορριπτική απόφαση ασύλου» συμπληρώνει η κα Τσούμα. Επιζώσες ανήκουσες σε αποκλεισμένες ομάδες (άνεργες, περιορισμένης οικονομικής δυνατότητας) είναι επίσης ιδιαίτερα ευάλωτες καθώς συχνά εγκλωβίζονται στην κακοποίητική κατάσταση λόγω οικονομικής εξάρτησης.

Θετικές πρωτοβουλίες

Υπό το βάρος των μαζικών αποκαλύψεων του #metoo, η αδυναμία της Πολιτείας να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και να παρέχει την δέουσα υποστήριξη στα θύματα βίας βρέθηκε στο στόχαστρο του δημόσιου διαλόγου. Η δημόσια σφαίρα άσκησε έντονες πιέσεις σε θεσμικούς φορείς, οι οποίες όπως φαίνεται καρποφόρησαν, ωθώντας την Πολιτεία να λάβει ορισμένες πρωτοβουλίες προς τη σωστή κατεύθυνση.

Μεταξύ αυτών είναι και η δημιουργία του Κέντρου για την Καταπολέμηση της Έμφυλης Βίας και των Πολλαπλών Διακρίσεων του Δήμου Αθηναίων. Σύμφωνα με την κ. Ροκοφύλλου, η συγκεκριμένη δομή που εγκαινιάστηκε τον Δεκέμβριο του 21' «παρέχει ολιστικές συμβουλευτικές υπηρεσίες ψυχολογικής, νομικής, εργασιακής στήριξης πρώτης γραμμής από εξειδικευμένο προσωπικό σε κάθε μία και καθένα που αντιμετωπίζει οποιαδήποτε μορφή και είδος βίας ή/και πολλαπλών διακρίσεων».

«Επειδή στις περισσότερες περιπτώσεις οι γενεσιουργίες αιτίες των κακοποιητικών συμπεριφορών ταυτίζονται με την αναπαραγωγή των στερεοτύπων, το Κέντρο εργάζεται -πέρα από την παροχή υπηρεσιών πρώτης γραμμής, τις παραπομπές και τη δικτύωση με άλλους φορείς- και στην ενσωμάτωση της οπτικής του φύλου στις πολιτικές του Δήμου Αθηναίων. Αλλά και στο επίπεδο της ευαισθητοποίησης της τοπικής κοινωνίας για θέματα καταπολέμησης των διακρίσεων προς την επίτευξη της ισότητας» συμπληρώνει η ίδια.

Παράλληλα, ο Ξενώνας Γυναικών Θυμάτων Βίας και των Παιδιών του Δήμου Αθηναίων λειτουργεί τα τελευταία χρόνια στο μάξιμουμ των δυνατοτήτων του (30 γυναίκες και τα παιδιά τους) με στόχο την υποστήριξη και ισχυροποίηση των γυναικών-θυμάτων βίας ώστε, όσο το δυνατόν ταχύτερα, να σταθούν στα πόδια τους και να επανενταχτούν στην κοινωνία και την αγορά εργασίας.

«Γυναικοκτονία»: Σε τι ωφελεί η νομική αναγνώριση του όρου;

Στο πλαίσιο της δημόσιας συζήτησης για την έμφυλη βία και την προληπτική αντιμετώπιση του φαινομένου, ήρθε στο προσκήνιο ο πλέον δημοφιλής όρος «γυναικοκτονία». Σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο για την Ισότητα των Φύλων, ως γυναικοκτονίες ορίζονται οι «δολοφονίες γυναικών και κοριτσιών εξαιτίας του φύλου τους». Το Ινστιτούτο σημειώνει πως σε αντίθεση με τον ουδέτερο όρο ανθρωποκτονία, η γυναικοτονία αναγνωρίζει πως ορισμένα εγκλήματα εμφορούνται από πατριαρχικές αντιλήψεις και αποτελούν εκφάνσεις της έμφυλης ανισότητας και της συστηματικής καταπίεσης και βίας κατά των γυναικών.

Ο νεολογισμός χαίρει πλέον ευρείας χρήσης στον δημόσιο διάλογο, ωστόσο, όσον αφορά την ωφελιμότητα της νομοθετικής κατοχύρωσης του όρου, οι απόψεις διίστανται.

Δεδομένου ότι η ποινική αντιμετώπιση της ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως επισύρει ισόβια κάθειρξη -δηλαδή την ανώτατη προβλεπόμενη ποινή- κάποιοι ισχυρίζονται πως το αίτημα για περαιτέρω αυστηροποίηση δεν ευσταθεί. Νομικοί σημειώνουν πως ενδέχεται μάλιστα η ποινή των κριθέντων ως ενόχων να είναι επιεικέστερη, όπως συνηθίζεται στις περιπτώσεις που προβλέπεται ειδική διάκριση στην ανθρωποκτονία (βλ. παιδοκτονία).

Από την άλλη, οι υπέρμαχοι της νομικής κατοχύρωσης του όρου «γυναικοκτονία» υπογραμμίζουν πως οι θύτες έμφυλης βίας σπανίως καταδικάζονται σε ισόβια. Όπως επισημαίνει η κ. Παναγοπούλου, οι κριθέντες ως ένοχοι συχνά επωφελούνται από τις ελαφρυντικές περιστάσεις που αναγνωρίζει ο ΠΚ, διεκδικώντας μειωμένες ποινές. Τα ελαφρυντικά που συχνά επικαλούνται οι δράστες σ’ αυτές τις περιπτώσεις αφορούν τα «εγκλήματα πάθους» και προβλέπουν μειωμένες ποινές για όσους κατηγορούνται για ανθρωποκτονία εάν «προκλήθηκαν» ή το έγκλημα διαπράχθηκε σε έξαλλη κατάσταση - ή εάν ο κατηγορούμενος επέδειξε καλή συμπεριφορά πριν από το περιστατικό και ενοχή κατόπιν τούτου.

Λόγω της αόριστης διατύπωσης των σχετικών ρητρών, η αναγνώριση των ελαφρυντικών σε μεγάλο βαθμό εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου. Συνεπώς, όπως τονίζει η κ. Παναγοπούλου, αποτελεί πρόβλημα η απώλεια δικαστών με συγκεκριμένη εξειδίκευση σε υποθέσης ενδοοικογενειακής και έμφυλης βίας. Η δολοφονία μίας γυναίκας από τον σύζυγο, τον σύντροφο ή άλλο πρόσωπο του κοντινού περιβάλλοντός της οφείλει να γίνεται αντιληπτή ως η κορύφωση μίας εξακολουθητικής βίαιης συμπεριφοράς σε βάρος της και όχι ως μια «ατυχής στιγμή», μία πράξη που τελέστηκε «εν βρασμώ ψυχής».

Όπως είχε αναφέρει σε προηγούμενη συνέντευξή της στο Bovary.gr η νομική σύμβουλος του Κέντρου Γυναικείων Ερευνών και Μελετών Διοτίμα, Χαρά Χιόνη-Χότουμαν, η αυστηροποιημένη ποινή προκύπτει από την κοινωνική ανάγκη να παταχθεί το φαινόμενο της έμφυλης βίας, το οποίο έχει λάβει ιδιαίτερα μεγάλες διαστάσεις. «Αυτό που πρέπει να καταλάβουμε είναι ότι με αυτόν τον όρο δεν επιχειρείται μια αντίστιξη ανάμεσα στις γυναίκες και στους άνδρες θύματα. Όταν το θύμα μιας ανθρωποκτονίας έχει υποστεί χρόνια κακοποίηση από τον δράστη, όταν χάνει τη ζωή του επειδή ο δράστης την αντιμετώπισε ως κατώτερη, η πράξη αυτή θα πρέπει να τιμωρείται βαρύτερα.»

Μέτρα πρόληψης και αντιμετώπισης της έμφυλης και ενδοοικογενειακής βίας

«Ο εχθρός του εγκλήματος είναι η πρόληψη» αναφέρει εύστοχα η κα Παναγοπούλου. Προκειμένου να ευοδωθούν οι προσπάθειες για την προληπτική προστασία των θυμάτων απαιτούνται θεσμικές αλλαγές σε όλα τα επίπεδα. Σύμφωνα με την κα Ροκοφύλλου «Για να γίνει πράξη κι όχι κενή περιεχομένου διακήρυξη η έννοια ισότητα των φύλων , θα πρέπει να διαπερνά οριζόντια όλες τις επιλογές μας, είτε αυτές αφορούν το Κράτος, είτε το ίδιο μας το σπίτι. Από την καθιέρωση του ρόλου και της αξίας της γυναίκας στην Εργασία και τη λειτουργία υποστηρικτικών μηχανισμών, μέχρι το περιεχόμενο της εκπαίδευσης, που οφείλει να μπολιάζει με σύγχρονες αντιλήψεις τις νέες γενιές».

Η κ. Τσούμα του κέντρου Διοτίμα εφιστά την προσοχή στη σημασία της συμμετοχής των επιβιωσασών στην καθιέρωση ενός συστήματος στήριξης και προστασίας των θυμάτων. «Για πάρα πολλά χρόνια το σύστημα απονομής ποινικής δικαιοσύνης ήταν επικεντρωμένο στον κατηγορούμενο. Ωστόσο, είναι κομβικής σημασίας να τυγχάνει σεβασμού και αναγνώρισης το θύμα και να ενισχύεται η συμμετοχή του σε μια διαδικασία που το αφορά. Η ουσιαστική ενσωμάτωση του θύματος στη δόμηση ενός συστήματος που θα προστατεύει το θύμα αναμφισβήτητα θα ενισχύσει την εμπιστοσύνη της κοινωνίας στη Δικαιοσύνη» αναφέρει η ίδια.

Ενδεικτικά, αναφέρονται παρακάτω ορισμένα δυνητικά ωφέλιμα μέτρα για την πρόληψη και αντιμετώπιση της έμφυλης βίας:

  • Δημιουργία δικαστηρίων με εξειδίκευση σε υποθέσεις ενδοοικογενειακής & έμφυλης βίας και εκπαίδευση εξειδικευμένων δικαστών.
  • Κατοχύρωση των δικαιωμάτων του θύματος ως διαδίκου προκειμένου να διευκολυνθεί η ενεργή συμμετοχή του.
  • Θέσπιση πρωτοκόλλων για την εκτίμηση της επικινδυνότητας των δραστών έμφυλης βίας με σκοπό την πρόληψη βαρύτερων αδικημάτων.
  • Στελέχωση των ΑΤ με αστυνομικούς εξειδικευμένους στη διαχείριση περιστατικών έμφυλης βίας και έκδοση συστηματοποιημένων Οδηγών σχετικά με τις προβλεπόμενες διαδικασίες.
  • Σύσταση ανεξάρτητων μηχανισμών αναφοράς για έλεγχο τυχόν αυθαιρεσιών των Αστυνομικών Αρχών.
  • Ενίσχυση των ιατροδικαστικών υπηρεσιών.
  • Ένταξη σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης στα σχολεία.
  • Διεύρυνση χρηματοδοτήσεων για την παροχή δωρεάν νομικής αρωγής και την ενίσχυση των υποστελεχωμένων δομών ψυχοκοινωνικής υποστήριξης και φιλοξενίας των επιζωσών και των παιδιών τους.
  • Καταγραφή και στατιστική αποτύπωση του φαινομένου της έμφυλης βίας.
  • Εκπόνηση ερευνών για καλές πρακτικές πρόληψης και αντιμετώπισης του φαινομένου της έμφυλης βίας που εφαρμόζονται σε άλλες χώρες.

Όπως προκύπτει από την παρούσα έρευνα, η αδυναμία της Δικαιοσύνης στη διαχείριση του φαινομένου της έμφυλης βίας αποτελεί ένα μεγάλο εμπόδιο στην οριστική δικαίωση των θυμάτων. Σαφώς η Πολιτεία και οι εκπρόσωποί της είναι υπόλογοι για την υπονόμευση της λειτουργίας των κοινωνικών θεσμών και οφείλουν να αναλάβουν τις ευθύνες που τους αναλογούν. Ωστόσο, η κρίση εμπιστοσύνης απέναντι στη Δικαιοσύνη και τη θεσμική προστασία όσον αφορά την έμφυλη βία πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μια χαίνουσα πληγή στην καρδιά της κοινωνίας, όχι ως μία ωφέλιμη ευκαιρία για αντιπολίτευση.

Δεν είναι πεδίο σύγκρουσης για πολιτικές κονταρομαχίες τα σώματα των κακοποιημένων γυναικών και ο χρωματισμός ειδεχθών κοινωνικών φαινομένων όπως η έμφυλη και η ενδοοικογενειακή βία δεν ωφελεί κανέναν πέραν από τον ηθικισμό των φανατικών. Δεν υπάρχει πλέον χώρος και χρόνος για ατελέσφορες συζητήσεις που αποσπούν την προσοχή από το βασικό ζητούμενο: την πρόληψη της βίας και την προστασία των θυμάτων.

Η ανάγκη να αντιμετωπίσουμε πλέον την πραγματικότητα κατάματα είναι επιτακτική. Η θεσμική ανεπάρκεια και η έλλειψη παιδείας όσον αφορά ζητήματα κοινωνικής δικαιοσύνης αποτελούν παθογένειες που μαστίζουν την ελληνική κοινωνία εδώ και δεκαετίες. Αντιστοίχως, η έμφυλη βία δεν είναι ένα φαινόμενο των καιρών αλλά ένα κοινωνικό πρόβλημα μοναδικής ιστορικής αντοχής, βαθιά ριζωμένο στις αναχρονιστικές αντιλήψεις που διαποτίζουν το σύστημα παιδείας, τον δημόσιο διάλογο και την ελληνική κοινή γνώμη.

Με το βλέμμα στραμμένο προς το μέλλον, τόσο ως Πολιτεία όσο και ως κοινωνία, οφείλουμε να διεκδικήσουμε την ουσιαστική εφαρμογή της έμφυλης ισότητας, να σταθούμε στο πλευρό των θυμάτων επί του πρακτέου και να αντιταχθούμε σε παρωχημένες νοοτροπίες που προτάσσουν την πατριαρχία έναντι της έμφυλης δικαιοσύνης.

Αν βιώνεις οποιαδήποτε μορφή έμφυλης βίας απευθύνσου στη Γραμμή SOS 15900 ή στείλε στο sos15900@isotita.gr

Αν ζεις στην Αθήνα και έχεις ανάγκη ψυχοκοινωνική/νομική βοήθεια και δικαστική εκπροσώπηση, απευθύνσου στο Κέντρο Διοτίμα 2103244380 ή στο diotima@otenet.gr





SHARE