Η Έσθερ Μπεζαράνο, μέλος της γυναικείας ορχήστρας του Άουσβιτς και μια από τις τελευταίες επιζήσασες του Ολοκαυτώματος, έφυγε γαλήνια από τη ζωή σε ηλικία 96 ετών στο Αμβούργο της Γερμανίας, έχοντας γύρω της την οικογένειά της. Την είδηση του θανάτου της έκανε γνωστή μέσω Twitter ο επικεφαλής του «Εκπαιδευτικού Κέντρου Άννα Φρανκ»
Η γυναίκα που πολέμησε τον ρατσισμό με μοναδικό της όπλο τη μουσική, δεν έζησε εύκολα χρόνια, αφού σε εκείνη έλαχε ο κλήρος να ζήσει τη φρίκη των στρατοπέδων συγκέντρωσης, αφού πρώτα είχε θρηνήσει τον χαμό των δικών της.
Η Έσθερ, κόρη ενός Εβραίου τραγουδιστή, έζησε τα παιδικά της χρόνια ξέγνοιαστα στο Σαρελούις, όπου και γεννήθηκε το 1924. Από μικρή έδειξε την κλίση της στη μουσική και γρήγορα έμαθε να παίζει πιάνο. Με το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι γονείς και η αδερφή της στάλθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπου και βρήκαν τραγικό θάνατο. Εκείνη μεταφέρθηκε στο Άουσβιτς, όπου ήταν υποχρεωμένη να εκτελεί βαριές χειρωνακτικές εργασίες. Η ίδια στα απομνημονεύματά της περιγράφει πως, όταν έφτασε στο στρατόπεδο, ένας αξιωματικός των SS τους είπε: «Και τώρα, Βρωμο-Εβραίοι, θα δείτε τι σημαίνει δουλεύω σκληρά».
Εκείνη ήταν τότε ένα έφηβο κορίτσι που αγαπούσε τη μουσική κι έτσι εθελοντικά ζήτησε να συμμετέχει στη γυναικεία ορχήστρα του στρατοπέδου. Οι μελωδίες του Μότσαρτ και του Μπετόβεν την κρατούσαν στη ζωή. Όμως, με δάκρυα στα μάτια έπαιζε τα κομμάτια που της ζητούσαν οι Ναζί για να υποδεχτεί τους συμπατριώτες της, γνωρίζοντας το τέλος που τους περίμενε. Το 2014 σε μια συνέντευξή της στο ραδιόφωνο της Deutsche Welle έχει πει: «Γνώριζες ότι θα τους εξοντώσουν στους θαλάμους αερίων και το μόνο που μπορούσες να κάνεις είναι να μείνεις εκεί και να παίζεις»...
Οι αιχμάλωτοι που έφταναν τους χειροκροτούσαν, τα κορίτσια όμως της ορχήστρας που ήξεραν την αλήθεια, με ραγισμένη καρδιά τους αποχαιρέτησαν με ένα τελευταίο μουσικό κομμάτι. Παρόλο, όμως, που καθημερινά έπρεπε να παίζει για να ικανοποιήσει τους Ναζί, η Έσθερ ποτέ δε μίσησε τη μουσική. Άλλωστε, η τέχνη της την είχε κρατήσει στη ζωή.
Τον Απρίλιο του 1943 λόγω του ότι η γιαγιά της ήταν χριστιανή, μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο Ράβενσμπρικ, το οποίο ήταν αποκλειστικά γυναικείο. Κάπως έτσι τα πιο όμορφα χρόνια της τα πέρασε μέσα στον θάνατο και στην αθλιότητα. Προς το τέλος του πολέμου, το Τρίτο Ράιχ υποχρέωσε τους κρατούμενους σε μια πορεία θανάτου. Οι περισσότεροι δεν κατάφεραν να επιβιώσουν. Εκείνη είχε ακόμα ελάχιστες αντοχές. Όταν πια ένιωσε τις δυνάμεις της να την εγκαταλείπουν, για καλή της τύχη, έφτασαν οι Αμερικάνοι στρατιώτες που τους απελευθέρωσαν κι έτσι έγινε μια από τους επιζήσαντες.
Οι Αμερικανοί, όπως η ίδια έχει περιγράψει στα βιβλία της, τη μέρα της νίκης τους, της έδωσαν το ακορντεόν της και την προέτρεψαν να παίξει, ενώ οι υπόλοιποι χόρευαν γύρω από την εικόνα του Χίτλερ, που καιγόταν στις φλόγες.