Ευρυδίκη
Ευρυδίκη/ Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης
ΕΥΡΙΔΙΚΗ

Ευρυδίκη: «Είμαι πάντα χαμογελαστή, αλλά πολλές φορές το μέσα μας είναι αλλιώς»


Η Ευρυδίκη έχει το εξής σπάνιο: την αγαπούν και όσοι έζησαν τα 90s στις δόξες τους και την ελληνική pop στο απόγειό της, αλλά και οι επόμενες γενιές, αφού η ίδια δεν έπαψε ποτέ να εξελίσσεται και να μας δείχνει ότι η μουσική προσωπικότητά της έχει πολλές πτυχές -όλες το ίδιο μοναδικές. Με μια καριέρα που μετρά πάνω από 30 χρόνια, κομμάτια που έχουν μπει στη σφαίρα του εμβληματικού, συμμετοχές στη Eurovision, έρωτες, δοκιμασίες κι ένα παιδί, η ίδια αφηγείται τη ζωή της.

Γεννήθηκα στην Κύπρο, στη Λεμεσό, την πόλη της μητέρας μου, αλλά μεγάλωσα στη Λευκωσία -μέχρι τα 18, όταν έφυγα για τις σπουδές μου στο Παρίσι. Σαν παιδί, ήμουν πολύ κλειστό, ντροπαλό και σεμνό, αυτό που έλεγαν όλοι “καλό παιδί”. Αλλά στο σχολείο, με τις φίλες μου, ήμουν πολύ κοινωνική. Γενικά, πάντα με χαμόγελο. Αυτό που με βοήθησε να ανοιχτώ και να ξεπεράσω συστολές και ντροπές ήταν η μουσική. Εκεί έβρισκα πάντα τη δύναμη, τον εαυτό μου και μπορούσα και άνθιζα. Τότε έβλεπαν όλοι αυτό που πραγματικά ήμουν.

Το σχολείο μου άρεσε πάρα πολύ, ήμουν άριστη μαθήτρια. Αν ρωτήσεις τους γονείς μου, θα σου πουν “η Ευρυδίκη ήταν πάντα κλεισμένη στο δωμάτιό της -είτε παίζοντας κιθάρα, είτε διαβάζοντας”. Όχι μόνο τα μαθήματα του σχολείου, γενικά διάβαζα πάρα πολύ. Αφού μικρή έλεγα ότι, αν δεν ασχοληθώ με το τραγούδι θα ασχοληθώ με τη δημοσιογραφία. Μάλιστα, στα εφηβικά μου χρόνια είχαν επιλεγεί κάποια κείμενά μου και είχαν δημοσιευθεί σε εφημερίδα, ενώ είχα πάρει συνέντευξη και από τη Δήμητρα Γαλάνη. Η ίδια ίσως να θυμάται ένα 15χρονο κοριτσάκι που είχε πάει με το μπαμπά του στο Δημοτικό Θέατρο στη Λευκωσία, πριν από μία συναυλία της και της πήρε συνέντευξη. Σκέψου δεν είχα καν καφετοφωνάκι, τα σημείωνα με μολύβι και έπρεπε να με περιμένει να τα γράφω! Είχα πάρει συνέντευξη και από την Αλέξια.

Φυσικά, η μεγαλύτερή μου αγάπη ήταν η μουσική, όπου αφιέρωνα τον περισσότερο χρόνο μου. Στη δευτέρα δημοτικού έμαθα να παίζω φλογέρα και μαντολίνο. Μετά συνέχισα στο ωδείο με κιθάρα, πιάνο, θεωρία, αρμονία, σολφέζ, τα πάντα. Και στα 14 εξέφρασα πια την επιθυμία ότι, όταν μεγαλώσω θέλω να ασχοληθώ επαγγελματικά με το τραγούδι και τη μουσική.

Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης

Είχαμε όρια, υπήρχαν κανόνες στο σπίτι, δεν ήμασταν εγώ και η αδερφή μου ανεξέλεγκτες. Αλλά υπήρχε και αυτή η ελευθερία του να κάνω αυτό που αγαπώ, να εκφράζομαι στο σπίτι και να λέω στο μπαμπά και στη μαμά τι θέλω να κάνω, τι ονειρεύομαι. Οι ίδιοι προσπαθούσαν να μη στερηθούμε τίποτα σε ό,τι είχε να κάνει με τη μόρφωση μας -δεν ήμασταν φτωχή οικογένεια, αλλά ούτε πλούσια. Οι γονείς μου έκαναν τα πάντα για μας. Όποια θυσία χρειαζόταν να γίνει γινόταν, για να αποκτήσουμε τη μόρφωση που θέλαμε. Ήθελε η Ευρυδίκη κιθάρα; Θα αγοράσει την κιθάρα ο μπαμπάς. Ήθελα πιάνο; Θα αγόραζε το πιάνο. Ήθελα να τραγουδήσω σε γκρουπάκι και να παίζουμε τα βράδια σε διάφορα μέρη; Ενώ ήταν πολύ αυστηρός ο μπαμπάς μου, με άφηνε, γιατί έβλεπε ότι με τη μουσική γινόμουν άλλο παιδί.

Όσο ήμασταν πολύ μικρές, ήμασταν πάντα πάρα πολύ αγαπημένες με την αδερφή μου, αλλά στην εφηβεία τής πήγαινα λίγο κόντρα. Γιατί αυτή, ως πιο μικρή, ήθελε να βγαίνει μαζί μου. Ο μπαμπάς μού έλεγε “για να πας στο τάδε πάρτι, θα έρθει και η Μαρία μαζί σου”. Εγώ δεν ήθελα όμως τη μικρή μου αδερφή μαζί! Κι έτσι υπήρχε μία κόντρα. Της έλεγα “θα λες ότι δεν θέλεις να έρθεις”, αλλά εκείνη με ακολουθούσε παντού. Αυτό βέβαια κράτησε όσο ήμουν εγώ στην εφηβεία -αργότερα γίναμε αυτοκόλλητες.

Αν ρωτήσεις τους γονείς μου σίγουρα θυμούνται περιστατικά που ήμουν πολύ αντιδραστική ως έφηβη. Θυμάμαι, στα 16 μου είχα πει ψέματα ότι θα κοιμηθώ σε μια φίλη μου, για να βγω με τις φίλες μου σε κλαμπ, γιατί ο μπαμπάς δε με άφηνε με τίποτα. Η φίλη μου είχε πει ότι θα μείνει στο δικό μου. Τελικά, μας ανακάλυψαν οι γονείς μας και ήρθαν και μας τράβαγαν από το κλαμπάκι! Και τιμωρίες μπήκα αλλά, όπως όλοι οι έφηβοι, τώρα τα θυμάμαι και γελάω.

Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης

Στο σπίτι ακούγαμε διάφορα είδη μουσικής. Στη δισκοθήκη του μπαμπά θα έβρισκες από Μάνο Χατζιδάκι, Ξαρχάκο, Ξυλούρη μέχρι Εντίθ Πιάφ, Ζακ Μπρελ, Αζναβούρ, Μαρινέλλα, Μοσχολιού. Γενικά καλή μουσική, ελληνική και πολλή γαλλική. Ο πατέρας μου είναι γεννημένος στο Ζαΐρ, στο βελγικό Κονγκό, και πήγαινε σε γαλλικό κολλέγιο. Αργότερα, όταν ήρθε πίσω στην Κύπρο και γνώρισε τη μαμά μου και γεννήθηκε η οικογένειά μας, δούλευε στη Γαλλική Πρεσβεία, στο Γαλλικό Μορφωτικό Κέντρο. Έτσι, μέσα από την αγάπη του πατέρα μου για το γαλλικό τραγούδι και τις σχέσεις του με τη Γαλλία, ήρθα πολύ κοντά με την κουλτούρα της χώρας. Επίσης, τα δύο αδέρφια της μαμάς μου σπούδασαν στη Γαλλία, παντρεύτηκαν Γαλλίδες, πήγαινα πολύ συχνά. Οπότε είχα ανέκαθεν επαφή.

Ήταν πάντα το όνειρο μου το Παρίσι. Ξεκίνησα να τραγουδάω γαλλικά τραγούδια από πάρα πολύ μικρή, χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι φορούσα “παρωπίδες”. Άκουγα οτιδήποτε κυκλοφορούσε τότε και σαν παιδί κι εγώ, είχα τρέλα και με τη Μαντόνα, τη Σίντι Λόπερ, τους Duran Duran, τον Έλβις, τους Beatles, τους Rolling stones, τους Queen.

Πώς βρέθηκα στο Παρίσι; Ύστερα από έρευνα του μπαμπά μου, αποφασίσαμε να πάω στο Studio des Variétés. Δεν ήθελα απλώς να πάω να σπουδάσω στο Παρίσι, ήθελα να βρούμε και μία σχολή που να είναι σαν το “Fame” που έβλεπα στην τηλεόραση, να έχει και χορό και λίγο θέατρο και τραγούδι και τα πάντα. Και το Studio des Variétés ήταν ακριβώς αυτό που ήθελα. Ήμουν η πρώτη μη γαλλόφωνη φοιτήτρια που έγινε δεκτή. Γιατί οι Γάλλοι δίνουν μεγάλη σημασία στον στίχο, στη γλώσσα. Υπήρχε και μάθημα ανάλυσης στίχων -ομολογώ ότι δεν ήταν κάτι πολύ εύκολο να το παρακολουθήσει κάποιος που τα γαλλικά δεν είναι η μητρική του γλώσσα. Πάντως, εκεί κατάλαβα τι σημαίνει να “μιλάς” το τραγούδι, να μπαίνεις μέσα του, μέσα στην ιστορία, να γίνεσαι εσύ ο ήρωας και να αισθάνεσαι την κάθε λέξη.

Όταν πήγα στο Παρίσι, ο Γιώργος (σ.σ. Θεοφάνους) ήταν ήδη στην Αμερική. Γι’ αυτό και έμεινα ένα χρόνο μόνο στο Παρίσι και μετά τον ακολούθησα στη Βοστόνη. Πριν φύγουμε, αρραβωνιαστήκαμε. Σκέψου ότι, μιλάμε για το ‘87-’88, σε μία κλειστή κοινωνία στην Κύπρο, και ξαφνικά ανακοινώνω στους γονείς μου ότι θα έφευγα από το Παρίσι, θα πήγαινα στην Αμερική και θα έμενα με τον Γιώργο. Αυτά τότε δε γίνονταν, στην Κύπρο τουλάχιστον. Δεν επιτρεπόταν ένα κορίτσι 18-19 ετών να πάει να συζεί με τον φίλο της. Έπρεπε να υπάρχει κάτι πιο επίσημο μεταξύ τους. Και λέει ο μπαμπάς “αν θέλετε να είστε μαζί και πραγματικά αγαπιέστε, να αρραβωνιαστείτε, να δώσουμε έναν λόγο για τα μάτια του κόσμου.” Εμείς θέλαμε πάρα πολύ βέβαια, με μεγάλη χαρά το κάναμε.

Στη Βοστόνη γράφτηκα στο Berklee College of Music, ένα από τα πιο γνωστά πανεπιστήμια στον κόσμο. Εκεί, πέρα από τα μαθήματα τραγουδιού, παρακολούθησα μαθήματα που αφορούσαν όλες τις γενικές γνώσεις που πρέπει να έχει ένας τραγουδιστής.

Όταν κάνεις κάτι με αγάπη και δείχνεις την αλήθεια σου, ο κόσμος το εκτιμά και είναι εκεί για εσένα

Η αλήθεια είναι ότι η Ελλάδα δεν ήταν ποτέ στα σχέδια μας, δηλαδή σκεφτόμουν ότι θα μέναμε είτε στο Παρίσι, είτε στην Αμερική. Ο αγαπημένος φίλος μας Λεωνίδας Μαλένης, το ποίημα του οποίου με τίτλο “Χρυσοπράσινο φύλλο” μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης, έγραφε στίχους στα πρώτα τραγούδια που είχαμε ηχογραφήσει με τον Γιώργο στην Αμερική. Ο Λεωνίδας, λοιπόν, έστειλα τα demos χωρίς να μας το πει στον Φίλιππο Παπαθεοδώρου στο Σεκόντο Μπουχάγιερ. Τους άρεσαν τα τραγούδια, τους άρεσε η φωνή και είπαν “όταν έρθουν τα παιδιά στην Ελλάδα να τους δούμε”. Φεύγοντας, λοιπόν, από την Αμερική για τις καλοκαιρινές μας διακοπές κάναμε στάση στην Αθήνα, κάναμε το ραντεβού και δεν ξαναφύγαμε. Πήγε απλώς ο Γιώργος να πάρει τα πράγματα μας, να τα πακετάρει και να τα στείλει στην Αθήνα. Υπογράψαμε συμβόλαιο την ίδια μέρα.

Δεν κατάφερα να τελειώσω τις σπουδές μου, παρά την υπόσχεση που είχα δώσει στον μπαμπά μου -ο ίδιος μου είχε πει “να γίνεις τραγουδίστρια αφού το θες αλλά να ολοκληρώσεις τις σπουδές σου και να πάρεις το πτυχίο σου”. Αλλά όταν ήρθε αυτή η ευκαιρία και μας έγινε η πρόταση για συμβόλαιο είπα “αφού αυτό ονειρευόμουν, να πάω πίσω στην Αμερική αλλά δύο-τρία χρόνια και να χάσω την ευκαιρία;”. Και έτσι εγκατέλειψα ουσιαστικά τις σπουδές μου για να κάνω το όνειρο μου πραγματικότητα.

Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης

Ο πρώτος προσωπικός μου δίσκος κυκλοφόρησε Νοέμβρη του 1991. Και όντως, έζησα όλη αυτή την άνθηση της ποπ μουσικής στην Ελλάδα. Ήταν τα χρυσά χρόνια του ραδιοφώνου, όταν υπήρχαν οι παραγωγοί που άκουγαν κάθε καινούργια δουλειά και επέλεγαν τα αγαπημένα τους τραγούδια. Θυμάμαι από τους πρώτους μου δίσκους να παίζονται παράλληλα στα ραδιόφωνα τέσσερα-πέντε τραγούδια μου και να γίνονται όλα επιτυχίες. Επίσης δεν έβγαιναν αμέτρητοι καλλιτέχνες, έβγαινε ένας καινούργιος καλλιτέχνης από κάθε εταιρία κάθε ένα-δύο χρόνια.

Στα 90s δουλεύαμε εξαήμερα και με καλά λεφτά. Σίγουρα, καλύτερα αμειβόμενοι ήταν οι λαϊκοί τραγουδιστές, δηλαδή εμείς που ήμασταν στον χώρο της ποπ σκηνής παίρναμε πολύ λιγότερα χρήματα και ο ρόλος μας ήταν περιορισμένος στο πρόγραμμα. Σου μιλάω τώρα για νυχτερινά μαγαζιά, κέντρα διασκέδασης. Αυτό το έκανα τα πρώτα χρόνια και είχα πάρει καλά χρήματα, αλλά δεν ήταν τόσα ώστε να μου επιτρέψουν να κάνω μία επένδυση, να αγοράσω ένα σπίτι για παράδειγμα. Ούτως ή άλλως, πολύ νωρίς αποφάσισα να φύγω από εκείνον τον χώρο, γιατί δεν μου ταίριαζε. Κατά κάποιο τρόπο, με έπνιγε, ήθελα να είμαι πιο ελεύθερη, να κάνω αυτό που αγαπώ, να δείχνω όλες τις διαφορετικές πλευρές της μουσικής μου προσωπικότητας. Και στα κέντρα διασκέδασης δεν μου επιτρεπόταν να κάνω κάτι τέτοιο, ήθελαν κάτι πολύ συγκεκριμένο και καθαρά εμπορικό. Έτσι, ξεκίνησα αρχές του 2000 να κάνω δικά μου πράγματα, έφτιαξα τη δική μου μπάντα και παρουσίασα κάτι τελείως διαφορετικό. Ξεκίνησα από το House of Art κάποια Δευτερότριτα τα οποία είχαν ανέλπιστη επιτυχία. Τότε κατάλαβα ότι, όταν κάνεις κάτι με αγάπη και δείχνεις την αλήθεια σου, ο κόσμος το εκτιμά και είναι εκεί για εσένα.

Οι φανς, τα παιδιά που με ακολουθούν όλα αυτά τα χρόνια και ξέρουν όλες τις δουλειές μου απέξω και ανακατωτά ξέρουν και για το λεγόμενο “Απαγορευμένο CD”, με ποπ λαϊκά. Και πολλές φορές στα live μπορεί να σηκώσουν το χεράκι και να φωνάξουν “Ευρυδίκη θα μας πεις το τάδε τραγούδι από το Απαγορευμένο CD;”. Και λέω “πλάκα μου κάνετε!”. Βέβαια, ακόμα μπορεί να πω ένα ρεφρέν, έτσι ακαπέλα. Κυκλοφόρησε την εποχή όπου έβγαιναν από τη μία έντεχνοι καλλιτέχνες και από την άλλη υπήρχε μία τεράστια άνοδος στο λεγόμενο ποπ λαϊκό. Άρα, υπήρχε μία καθοδήγηση από τις εταιρείες οι καλλιτέχνες που μέχρι εκείνη τη στιγμή ανήκαν στην ποπ σκηνή να μεταφερθούν στο ποπ λαϊκό.

Άκουγα από παντού να λένε “αν δεν το κάνεις θα σου μείνει η ταμπέλα της ποπ τραγουδίστριας, δεν θα σε παίξουν τα ραδιόφωνα και δεν θα έχεις δουλειά”. Και η αλήθεια είναι ότι λίγο-πολύ τρομοκρατήθηκα. Εκείνη την περίοδο έκανα τα demos για τα τραγούδια που έγραφε ο Γιώργος με την Εύη Δρούτσα, τα οποία προορίζονταν για λαϊκούς τραγουδιστές -ήμουν έγκυος και δεν δούλευα. Και μου έλεγε η Εύη “Ρε συ, τα τραγουδάς πολύ ωραία, γιατί να μην κάνεις έναν τέτοιο δίσκο;”. Κάπως έτσι μου μπήκε ιδέα να το δοκιμάσω. Και το δοκίμασα, για να ανακαλύψω μετά ότι δεν μου ταιριάζουν καθόλου.

Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης

Η πρώτη μου συμμετοχή στη Eurovision ήταν στα φωνητικά. Εγώ και η κολλητή μου, η Έλενα Πατρόκλου είχαμε γκρουπάκι τότε στην Κύπρο και παίζαμε με τις κιθάρες μας. Πήγαμε και οι δύο στο ΡΙΚ για ακρόαση και μας πήραν και κάναμε φωνητικά το 1983, στην Κωσταντίνα και στο Σταύρο Σίδερα. Ήταν η πρώτη φορά που βρέθηκα πάνω σε μια τόσο μεγάλη σκηνή με χιλιάδες άτομα από κάτω να μας παρακολουθούν και εκατομμύρια σε όλο τον κόσμο να μας βλέπουν από την τηλεόραση. Ένιωσα την καρδιά μου να χτυπάει τόσο δυνατά που κόντευε να σπάσει από συγκίνηση, σχεδόν έκλαψα. Τότε είπα “δεν υπάρχει άλλος χώρος για εμένα, παρά η σκηνή”.

Το ονειρευόμουν ότι θα πήγαινα και εγώ σαν τραγουδίστρια κάποια στιγμή. Από εκείνη την πρώτη φορά και έπειτα, σχεδόν κάθε χρόνο έστελνα και εγώ τραγούδια, μέχρι που πήγα.

Όχι, στη Eurovision δεν θα πήγαινα ξανά, έχω πάει ήδη έξι φορές. Τρεις στα φωνητικά κι άλλες τρεις σόλο, το έχω ζήσει, το έχω χαρεί. Είναι από τις ωραιότερες εμπειρίες της ζωής μου πραγματικά, αλλά το έχω κάνει. Να πάνε νέα παιδιά, να το χαρούν. Πόσες φορές να πάω; Και επίσης, η αλήθεια είναι ότι δεν θα ήθελα να ξαναβρεθώ στη σκηνή και να ζήσω ξανά αυτό το άγχος και την αγωνία -είναι μεγάλο το βάρος, μεγάλη η ευθύνη. Είναι σαν να κουβαλάς τη χώρα σου στους ώμους σου και νιώθεις ότι θα φταις για οτιδήποτε μπορεί να πάει λάθος. Νομίζω ότι μεγάλωσα για να ξανακουβαλήσω αυτό το βάρος, δεν το θέλω. Θέλω να μείνω στα παλιά.

Περιστατικά από τα backstage που να θυμάμαι έντονα; Λοιπόν, το πρώτο που μου έρχεται στο μυαλό είναι στο “Ταιριάζουμε”. Έκανα μία κίνηση με τα χέρια και παραλίγο να ρίξω τη βάση του μικροφώνου. Μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου πέρασαν από μπροστά μου όλες οι σκέψεις και οι εικόνες του τι θα συμβεί αν πέσει το μικρόφωνο. Λειτούργησα ενστικτωδώς, άρπαξα τη βάση και συνέχισα να τραγουδάω, γυρίζοντας μάλιστα και στον φακό, γιατί ήξερα ότι το επόμενο πλάνο είναι κοντινό. Αν το δει κάποιος προσεκτικά ίσως δει και τον τρόμο στα μάτια μου! Το άλλο είναι στο "Comme ci comme ça" που ανέβηκα στη σκηνή το βράδυ του ημιτελικού και δεν μπορούσα ούτε να διανοηθώ αυτό που θα συνέβαινε -από πέντε-έξι άτομα που ξεκίνησαν να φωνάζουν το όνομά μου πριν ξεκινήσει το τραγούδι, σε ελάχιστο χρόνο παρασύρθηκε όλο το στάδιο και χιλιάδες κόσμου άρχισαν να φωνάζουν "Ευρυδίκη". Ήταν συγκλονιστική στιγμή.

Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης

Όταν γνώρισα τον Μπόμπ δεν υπήρχαν πρέπει στη σχέση μας. Ζούσαμε την κάθε στιγμή σαν δύο ελεύθεροι, ώριμοι άνθρωποι και ήταν αυτό που έκανε αυτή τη σχέση διαφορετική και ξεχωριστή. Είναι όμορφο να είσαι με έναν άνθρωπο γιατί πραγματικά θέλεις να είσαι μαζί του, να αντιμετωπίζεις τα πάντα με ωριμότητα και να μοιράζεσαι τις σκέψεις, τα θέλω και τα όνειρά σου μαζί του. Να συζητάτε τα πάντα και να συνειδητοποιείς ότι πραγματικά ταιριάζω μαζί του, δεν παρασύρομαι απλώς από το πάθος της στιγμής. Όταν ένας άνθρωπος σου δίνεται ολοκληρωτικά και σε κάνει κάθε μέρα να χαμογελάς είναι υπέροχο. Κάτι που μου έλειπε από τη ζωή μου ήταν το χαμόγελο. Και ας μη μου φαίνεται, γιατί είμαι πάντα χαμογελαστή -αλλά πολλές φορές το μέσα μας είναι αλλιώς. Έλειπε το χαμόγελο μέσα μου και ο Μπομπ ήρθε στη ζωή μου και το έφερε.

Πως γνωριστήκαμε; Μου έστειλε ένα μήνυμα στο Facebook. Μου είπε ότι θέλει να με γνωρίσει επειδή είμαι η αγαπημένη του τραγουδίστρια ever. Πώς γίνεται, μου είπε, να ζούμε στην ίδια πόλη και να μην έχουμε βρεθεί ποτέ. Να έχει παίξει με την ελίτ της παγκόσμιας heavy metal σκηνής, αλλά την αγαπημένη του τραγουδίστρια να μην την έχει γνωρίσει! Και μου λέει "θα πεθάνω και δεν θα σε γνωρίσω και θα φταις εσύ γι' αυτό"! Μάλιστα, μου είπε ότι έχει και ένα τραγούδι για μένα. Μπαίνω εγώ και τον ψάχνω και βλέπω ότι έχει κάνει πολλά πράγματα, στο εξωτερικό κυρίως. Και αναρωτιόμουν, τι να έχει γράψει για εμένα αυτός ο άνθρωπος που ασχολείται με τη heavy metal; Γίνεται από τη μία Iron Maiden και από την άλλη Ευρυδίκη; Δε γίνεται. Κι όμως, τον συνάντησα, κάναμε ένα τραγούδι μαζί και τα υπόλοιπα ήρθαν από μόνα τους.

Έλειπε το χαμόγελο μέσα μου και ο Μπομπ ήρθε στη ζωή μου και το έφερε

Σαν μαμά δεν ήμουν καθόλου αυστηρή, αλλά ήμουν υπερπροστατευτική. Όταν γεννήθηκε ο Άγγελος εγώ ένιωθα ακόμα παιδί και ας ήμουν 28 χρονών. Και η αλήθεια είναι ότι μου πήρε καιρό για να πατήσω στα πόδια μου, να βρω τις ισορροπίες μου. Παρόλα αυτά, όσες προσπάθειες και αν έκανα δεν κατάφερα ποτέ να είμαι η μαμά που θα έβαζε τα όρια. Και ίσως αυτό να είχε αντίκτυπο και στον Άγγελο γιατί τα παιδιά έχουν ανάγκη από όρια. Αλλά νομίζω ότι σε γενικές γραμμές ήμουν καλή μαμά. Πολλές φορές ήθελα να νιώθει ο Άγγελος ότι είχε μια φίλη, ενώ τα παιδιά έχουν ανάγκη τη μαμά.

Δεν ξέρω τι σχέση θα είχα τώρα με τον Γιώργο Θεοφάνους αν δεν υπήρχε το παιδί, δεν μπορώ να το ξέρω. Ξέρω όμως ότι τον Γιώργο τον αγαπάω πάρα πολύ και ξέρω ότι κι αυτός με αγαπάει, είμαστε σαν αδέρφια. Τον νιώθω οικογένεια μου. Και όταν χωρίσαμε ήθελα να μείνουμε κοντά. Τον Γιώργο τον ξέρω από παιδί, από 18 χρονών. Φέρνω την εικόνα του στο μυαλό μου και ύστερα του Άγγελου δίπλα του -γι' αυτό λέω πολύ συχνά ότι τον αγαπάω σαν τον γιο μου. Και αυτό δεν θα αλλάξει.

Παρακολουθώ συγκλονισμένη τις εξελίξεις στο Ιράν, τις γυναικοκτονίες και ό,τι έχει να κάνει με τη γυναίκα του 2022. Η αλήθεια είναι ότι όλα αυτά πάντα συνέβαιναν, αλλά πλέον η γυναίκα έχει περισσότερη δύναμη. Από τα social media για παράδειγμα βγαίνουν προς τα έξω αυτά τα περιστατικά και μπορούμε να στηρίξουμε η μία την άλλη. Μεγαλώσαμε σε πατριαρχικές κοινωνίες. Οι οικογένειες μεγάλωναν τα κορίτσια τους έχοντας προσχεδιάσει τη ζωή τους, το μέλλον τους, το πώς πρέπει να μιλάνε, να συμπεριφέρονται, να κάθονται, να ντύνονται, αν θα μορφωθούν, αν θα παντρευτούν, αν θα κάνουν παιδιά. Σε κάποιες χώρες θεωρείται έγκλημα να σπουδάσει ένα κορίτσι. Είναι σαν να μη μας ανήκει ο εαυτός μας. Και επιτέλους πρέπει να βγούμε και να βροντοφωνάξουμε ότι δεν ανήκουμε σε κανέναν, ο εαυτός μας ανήκει σε εμάς. Η δική μου η ελευθερία σταματάει εκεί που ξεκινάει η ελευθερία του άλλου. Αυτό είναι κανόνας απαράβατος. Θα έπρεπε όλοι να λειτουργούν με αυτό τον τρόπο για να ζούμε σε μία υγιή και δίκαιη κοινωνία.

Κατά καιρούς, βλέποντας όλα αυτά που συνέβαιναν στον κόσμο και τη χώρα μας συζητούσαμε με τον Άγγελο και πολλές φορές, μάλιστα, εκφραζόταν και μόνος του, μοιραζόταν τις απόψεις του χωρίς να το ζητήσω εγώ. Χαιρόμουν που είχα ένα τόσο ώριμο, δίκαιο και σωστό παιδί, με αρχές. Ο Άγγελος έχει και δύο αδερφές. Νομίζω ότι, κάθε παιδί που μεγαλώνει με αγάπη και σεβασμό μαθαίνει να σέβεται τους γύρω του.

Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης

Όταν νιώθω τις δυνάμεις μου να με εγκαταλείπουν κοιτάζω μέσα μου και θυμάμαι το κοριτσάκι που ήμουν κάποτε. Και επειδή αυτό το κοριτσάκι το αγαπάω και θέλω να το φροντίζω, δεν θέλω να το απογοητεύω. Άρα, κάθε φορά που θα νιώσω αδύναμη και αρχίζω να γίνομαι απαισιόδοξη, βουτάω στο παρελθόν, φέρνω το κοριτσάκι μπροστά μου και λέω “για εσένα θα τα καταφέρω, σου το χρωστάω, σου έδωσα αυτήν την υπόσχεση”. Και έτσι νιώθω να παίρνω δύναμη.

Για την εξωτερική μου εμφάνιση δεν κάνω κάτι τρελό. Προσέχω που και που τη διατροφή μου, προσπαθώ κατά καιρούς να κάνω γυμναστική, παρόλο που δεν είναι το καλύτερο μου, είμαι πολύ τεμπέλα. Δηλαδή, το μοναδικό μάθημα το οποίο έκανα στο σχολείο κοπάνα ήταν στη γυμναστική. Αλλά, επειδή τα χρόνια περνούν και δε γυρίζουν πίσω είμαι στη φάση που προσπαθώ να το πάρω απόφαση και να γυμνάζομαι πιο εντατικά. Ύστερα, μερικά καλλυντικά, κάποιες βιταμίνες. Επειδή είμαι και φοβιτσιάρα δεν θέλω να κάνω υπερβολικά πράγματα στο πρόσωπό μου και να αλλάξει η έκφραση μου. Θέλω να κάνω τόσο όσο, ώστε να νιώθω ότι προσέχω τον εαυτό μου.

Τι είναι ευτυχία για μένα; Θα προσπαθήσω να το περιγράψω, γιατί η ευτυχία είναι κάτι σχεδόν άπιαστο. Για μένα ευτυχία είναι να ξυπνάω κάθε μέρα και να χαμογελάω στους ανθρώπους μου, σε αυτούς που αγαπάω, να μπορώ να κάνω μία βόλτα κρατώντας το χέρι του αγαπημένου μου και να μιλάμε για τα όνειρά μας. Να βλέπω το παιδί μου να εξελίσσεται και να είναι ευτυχισμένο και να χαίρομαι. Η ευτυχία έχει να κάνει με αυτά τα μικρά πράγματα, που είναι ωστόσο ουσιαστικά.

La Bohème με την Ευρυδίκη

28, 29 και 30 Οκτωβρίου θα παρουσιάσω στο Half Note Jazz Bar κάτι εντελώς διαφορετικό, το οποίο γεννήθηκε από την αγάπη μου για το γαλλικό τραγούδι. Όλα αυτά που είπαμε, όλα αυτά που σου περιέγραψα, τα παιδικά μου χρόνια, τα ακούσματά μου, τους δίσκους του μπαμπά μου, τις σπουδές μου στη Γαλλία, μπαίνουν τώρα όλα μαζί σε μία παράσταση, στην οποία ερμηνεύω αποκλειστικά γαλλικά τραγούδια μιας ανέμελης εποχής. Γι' αυτό και έδωσα τον τίτλο La Bohème. Εκεί θα ακούσει κανείς Εντίθ Πιάφ, Ζακ Μπρελ, Δαλιδά, Νάνα Μούσχουρη. Είναι ένα μουσικό ταξίδι στις γειτονιές του Παρισιού, μαζί με τον Αντώνη Σκώτο στο πιάνο και τον Ηρακλή Βαβάτσικα στο ακορντεόν.

Επίσης, σε λίγες μέρες κυκλοφορεί ένα καινούργιο τραγούδι, προπομπός του νέου άλμπουμ μου. Πρόκειται για ένα ντουέτο με τον Μίλτο Πασχαλίδη σε μουσική Γιώργου Θεοφάνους και στίχους Σάννυ Μπαλτζή. Είναι πραγματικά ένα υπέροχο τραγούδι, το οποίο έχουμε λατρέψει και οι δύο και ανυπομονώ να το ακούσετε και να το αγκαλιάσετε.

La Bohème, Half Note Jazz Club (Τριβωνιανού 17, Μετς), από 28 έως 30 Οκτωβρίου, Παρασκευή & Σάββατο 22:30, Κυριακή 21:30.





SHARE