Ασυμβίβαστη και ανατρεπτική, η Γεωργία Σάνδη έγινε γνωστή για την εκκεντρική της συμπεριφορά, το πλούσιο συγγραφικό της έργο αλλά και τις αμέτρητες σχέσεις της με μεγάλες προσωπικότητες της εποχής της.
Κάπνιζε δημόσια, πράγμα που θεωρούνταν προσβλητικό για μια γυναίκα, φορούσε ανδρικά ρούχα, που απαγορευόταν, και μάλιστα χωρίς να πάρει άδεια από την αστυνομία -σε κάποιες γυναίκες δινόταν άδεια να φορούν παντελόνια λόγω επαγγέλματος- και κατάφερε να επικρατήσει σε έναν ανδροκρατούμενο περιβάλλον ως ισότιμο μέλος.
Το πραγματικό της όνομα ήταν Αμαντίν-Ωρόρ-Λουσίλ Ντυπέν (και ήταν κόρη ενός απόστρατου αξιωματικού με αριστοκρατικές ρίζες, ο οποίος είχε υπηρετήσει στο στρατό του Ναπολέοντα, και μιας γυναίκας λαϊκής καταγωγής). Η γιαγιά της, όμως, η οποία ήταν οπαδός του Ζαν Ζακ Ρουσώ και δήλωνε άθεη και φυσιολάτρισσα, ήταν εκείνη που άσκησε μεγάλη επιρροή στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς της. Η μικρή Ωρόρ μεγάλωσε υπό την επίβλεψή της στην επαρχία Νοάν, και έζησε τα παιδικά της χρόνια στη φύση. Αγοροκόριτσο από μικρή, αρνιόταν να παίζει με κούκλες και προτιμούσε τα παιχνίδια στον δρόμο. Άλλωστε η αγροτική ζωή και η εργατική τάξη αργότερα θα αποτελέσουν πηγή έμπνευσης για το έργο της και θα την οδηγήσουν σε μελέτες πρώιμης εθνογραφίας.
Όταν έκλεισε τα δεκατρία της χρόνια η οικογένειά της την έστειλε στο Παρίσι για σπουδές, σε ένα οικοτροφείο που διεύθυναν καλόγριες. Η ασφυκτική ζωή όμως ενός συντηρητικού ιδρύματος δεν ταίριαζε στον χαρακτήρα της μικρής Ωρόρ, που διάβαζε φανατικά Ρουσώ, Σατωμπριάν, Μπάιρον και Σαίξπηρ. Έτσι μετά από τρία χρόνια και με τη βοήθεια της αγαπημένης της γιαγιάς, επέστρεψε στο χωριό της, και το1822 παντρεύτηκε τον βαρόνο Ντυντεβάν. Μαζί του απέκτησε μαζί του έναν γιο και μία κόρη.