Ο Γιάννης Βογιατζής έχει την σοφία των ηθοποιών που συνεχίζουν να στέκονται πάνω στο σανίδι και να καταθέτουν την αλήθεια τους μαζί με μια αφέλεια, ίσως, που κρατά από τους ρόλους που ερμήνευσε στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο. Εδώ και πάνω από είκοσι χρόνια κάνει το θέατρο που πάντα ονειρευόταν. Τώρα ετοιμάζεται για την επόμενη πρεμιέρα –ο ρόλος του δεν έχει όνομα είναι «ένας ηλικιωμένος κύριος». Τον Ιούνιο θα κλείσει τα 96. Εχει έναν γιο κι έναν εγγονό –η γυναίκα του έφυγε το 2019. Μένει στο Παλαιό Φάληρο.
«Ο πατέρας μου ήταν πολύ αυστηρός. Δεν ήθελε με τίποτα να γίνω ηθοποιός –η μητέρα μου το΄θελε. Τράβηξα πολλά για να τα καταφέρω. Το πρώτο μου ποίημα το είπα επτά ετών “Μηχανικός θέλω να γίνω...” και το έλεγα με νόημα. Οπως και αργότερα, όταν έδωσα εξετάσεις στην Δραματική του Εθνικού: Στην επιτροπή ήταν ο Μελάς, ο Ροντήρης, ο Τερζάκης, μόνο τα ονόματα να ακούσεις, σε πιάνει ρίγος. Δούλευα τότε στην εφημερίδα Εμπρός, κάπως είχα τρυπώσει για να βγάζω λίγο χρήματα.
Οταν πήγα στο Εθνικό, τα άφησα όλα... Στις εισαγωγικές είχα πει τον Εξάγγελο από τους “Πέρσες” –ξανάπαιξα τον ρόλο στα Θυρανοίξια στους Δελφούς. Με διέκοψε τότε ο Ροντήρης και φοβήθηκα ότι μ΄έκοψαν. Με έβαλε να τους εξηγήσω τι έχω καταλάβει απ΄το κείμενο. Κι άρχισα να το λέω με άλλον τρόπο. Με κάθισαν κάτω και έτσι κατάλαβα ότι θα περάσω. Δυστυχώς τότε δεν υπήρχε η αναβολή στον στρατό κι έτσι διέκοψα και δεν την τελείωσα την σχολή. Δάσκαλός μου πάντως και πάντοτε παρέμενε ο Χορν. Του είχα ζητήσει να με ακούσει σε ένα κομμάτι. “Αν μου πείτε ότι κάνω για ηθοποιός, θα γίνω ηθοποιός. Αν μου πείτε ότι δεν κάνω, πάλι θα γίνω”. Με τον Χορν συνδέθηκα κάπως –εκεί που μίλαγε σοβαρά μπορεί να σηκωνόταν να κάνει κι ένα χορευτικό.
Συνδέθηκα με τον Γιώργο Μιχαλακόπουλο, τον Σταύρο Ξενίδη και την Μαργαρίτα Λαμπρινού, την γυναίκα του. Με τον Θανάση Βέγγο έκανα παρέα –έπαιξα στις πρώτες ταινίες που γύρισε. Ζεστός άνθρωπος –όπως και ο Δημήτρης Νικολαΐδης. Παρέα έκανα και με τον Σωτήρη Μουστάκα.
Πώς ξεκίνησα με τον Φίνο; Ο Σακελλάριος μ΄έβαλε να παίξω στο “Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο”, την δεύτερη ταινία με την Καρέζη και τον Αλεξανδράκη. Επαιζα τον γιατρό. Ηταν ο πρώτος μου ρόλος και μάλιστα από την συγκίνηση δεν είχα κοιμηθεί όλη την νύχτα. Ως τότε ήμουν μόνο στο θέατρο, ήταν τα πρώτα χρόνια.
Από το τρακ και την λαχτάρα που είχα δεν μπορούσα να πω το κείμενο. Ο Φίνος το εξετίμησε και με φώναξε για κάποια ταινία –τον ρόλο ενός γιατρού, πάλι, με την Ρένα Βλαχοπούλου που έχει τρία αδέλφια και είναι όλοι γιατροί. Πήρα τον ρόλο του γιατρού και ευχαρίστησα τον Φίνο. Δίπλα ήταν ο Γιάννης Δαλιανίδης ο οποίος και μου φώναξε “εσένα θέλω”... Εγώ γύρισα να κοιτάξω ποιον θέλουν. Εμένα; Εμένα. Και μου λέει τότε ο Δαλιανίδης: Εψαχνα να βρω έναν άνθρωπο να τον ζευγαρώσω με την Βλαχοπούλου. Αλλο ξενύχτι πάλι. Δεν κοιμήθηκα.
Ετσι έγινα ο παρτενέρ της Ρένας Βλαχοπούλου, αιώνια αρραβωνιασμένοι και ερωτευμένοι, δεν παντρευτήκαμε ποτέ. Περισσότερο εγώ να την θέλω κι αυτή να με βλέπει κάπως σαν ιδιαίτερη περίπτωση –άλλοτε σαν γεροντοκόρη που ήθελε να έχει την βεβαιότητα ότι κάποιος είναι εκεί και την αγαπάει. Κι έτσι αρχίσαμε...
Με την Βλαχοπούλου δεν έκανα παρέα, καθόλου. Από γιατρούς έχω ερμηνεύσει μόνον ψυχιάτρους. Ημουν και ο καθηγητής Μύλερ στο “Η Γυναίκα μου τρελάθηκε”. Κατ΄εμέ κάθε ψυχίατρος είναι και ψυχασθενής...