Γιώργος Νινιός
Φωτογραφία: NDP Photo Agency
ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΙΝΙΟΣ

Γιώργος Νινιός: «Δεν ψήνομαι ούτε με το σταρ ούτε με το αντιστάρ»


Ο Γιώργος Νινιός έγινε ηθοποιός για να μάθει πώς είναι να΄σαι ένας άλλος. Και συνεχίζει με τον ίδιο τρόπο, την ίδια πίστη. Προτιμά ρόλους ανθρώπων που παιδεύονται, αποφεύγει να επαναλαμβάνεται και αντιμετωπίζει την αποτυχία όπως την επιτυχία. Φέτος, κάνει και θέατρο και τηλεόραση -για μετά δεν ξέρει. Είναι 63 χρόνων κι είναι πάντα γοητευτικός.

«Γεννήθηκα στην Αθήνα. Μεγάλωσα στον Αγιο Δημήτριο, στο Μπραχάμι. Τελειώνοντας το σχολείο είχα σκεφτεί να κάνω ό,τι έκαναν όλοι, να δώσω στη Νομική. Καλός μαθητής ήμουν αλλά δεν με τράβαγε αυτό. Οι γονείς μου ήθελαν να προχωρήσω, να σπουδάσω. Ο πατέρας μου ήταν δημόσιος υπάλληλος και η μητέρα μου, η κλασική μαμά της δεκαετίας του ΄50.

Είναι τυχεροί αυτοί που ζήσαμε εκείνη την περίοδο Οπως και οι σημερινοί θα λένε μετά από τριάντα χρόνια ότι ήταν τυχεροί που έζησαν το 2023... Αν κι εγώ δεν θα μπορέσω να καταλάβω που είναι η τύχη για το ΄23 -από εκεί που περνάει η άσφαλτος, νεκρώνουν όλα. Λέμε όμως ότι είναι η εξέλιξη της κοινωνίας, τι να πω, μπορεί να΄ναι κι έτσι. Υπήρχε όμως τότε επικοινωνία. Κι αυτό το μπούλινγκ που τρομάζει τον κόσμο, αν το πάρουμε με τα σημερινά δεδομένα, ναι υπήρχε, αλλά δεν απασχόλησε κανέναν, αυτό το “κάνω πλάκα”. Μ΄αυτόν που κάναμε πλάκα, με τον ίδιο μετά, πηγαίναμε στην πλατεία για σουβλάκια, Δεν τον ξεχωρίζαμε, ήμασταν όλοι μαζί. Οταν συμβεί μια άσχημη συμπεριφορά σ΄ένα παιδί και την εισπράξει πολύ άσχημα, μετά φύγει και πάει στο σπίτι και χωθεί σ΄ένα κομπιούτερ, θα περάσει πολύ άσχημα. Αν όμως μ΄όλους αυτούς που έκαναν την πλάκα, μετά πήγαιναν βόλτα, θα΄ταν αλλιώς τα πράγματα. Βέβαια, βλέπουμε ότι σήμερα γίνονται φρικτά πράγματα –δεν είναι το μπουγέλο που κάναμε εμείς. Εδώ γίνονται αγριάδες -πώς να πας να φας ένα σουβλάκι μετά. Σκέφτομαι όμως, παιδιά είναι κι αυτοί, παιδιά ήμασταν κι εμείς, γιατί αγρίεψε τόσο το πράγμα; Τι φταίει; Δεν νομίζω να ξέρει κανείς...

Το περιβάλλον μου δεν είχε σχέση με το θέατρο ούτε το΄χα ποτέ στο μυαλό μου. Ενας φίλος μου΄δειξε ένα μέρος και μου΄πε ότι εδώ δίνουν εξετάσεις για θέατρο. Το σκέφτηκα. Ηθελα να δω πως είναι να΄σαι ένας άλλος. Αυτό με τράβηξε. Δεν έχω καταλάβει τι γίνεται μ΄αυτή τη δουλειά, ούτε νομίζω ότι θα καταλάβω. Δεν ξέρω πως είναι να΄σαι ένας άλλος.

Είναι μια δουλειά που έχει ενδιαφέρον, να ζήσεις ζωές. Είναι σαν να συναντάς ανθρώπους, να μιλάς μαζί τους, να τους κάνεις παρέα. Και συνήθως έχουν εδιαφέρον εκείνοι που δεν είναι ήσυχοι. Είναι ωραίοι ρόλοι οι βασανισμένοι, αυτοί που παιδεύονται, γιατί έχουν εναλλαγή συναισθημάτων, πολλές ανατροπές. Αυτό δίνει ένα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, να πατήσεις εκεί, να βρεις μια άκρη.

Δεν έβλεπα καθόλου θέατρο –μόνο σινεμά, το πανί. Η περιέργεια, η καθαρή περιέργεια με οδήγησε στο θέατρο. Και δεν τελειώνει ποτέ.

Ο Γιώργος Νινιός στην παράσταση «Τσιτάχ»

Για να δώσω εξετάσεις, το ΄89, με είχε βοηθήσει ο Τάκης Τζαμαργιάς (σ.σ. σκηνοθέτης), ήταν γνωστός της αδελφής μου. Κι αυτό που κατάφερα ήταν να τον μιμούμαι στις εξετάσεις -μ΄άρεσε όπως τα΄λεγε. Είχα πάρει τη φωνή του, τον τρόπο του και φυσικά πήγαν όλα χάλια. Δεν πέρασα πουθενά -τις είχα πάρει σβάρνα όλες τις σχολές, αλλά τίποτα.

Τελικά σκέφτηκαν να με ξαναδούν στον Πειραϊκό Σύνδεσμο –έμαθα ότι ο Κοραής Δαμάτης το ζήτησε. Εναν χρόνο έμεινα. Μετά πήγα στην Κρατική Σχολή Χορού.

Κάποια στιγμή με πήρε από πάνω όλο αυτό και ήθελα μέσα σ΄έναν μήνα να μάθω χιλιάδες πράγματα –έβλεπα ότι δεν ήξερα τίποτα, δεν είχα ικανότητες. Ηθελα, όμως, να τα μάθω όλα μέσα σε μια ώρα. Χώθηκα όπου υπήρχε κάτι σχετικό με το θέατρο και θα μου χρειαζόταν –μουσική, χορός, κίνηση, παντομίμα, τα πάντα. Προσπάθησα να΄μαι εκεί, να τα μάθω...

Στην Κρατική χρειαζόταν να δουλεύεις πολλές ώρες, κομάντο, στρατός. Αλλά αυτά που μάθαινες, ειδικά εκείνη την εποχή, δεν μπορούσες να τα πάρεις από πουθενά αλλού. Τρία συστήματα μπαλέτου, τρεις-τέσσερις δασκάλους μουσικής, μοντέρνο, τζαζ, θεωρητικά, μέχρι και καλλιτεχνική ανατομία, ιστορία της τέχνης, πιάνο, φλογέρα, μουσική γενικά. Τρελάθηκα εγώ εκεί. Τα κατάφερα, πήρα πολλά. Γνώρισα ανθρώπους όπως την Κούλα Πράτσικα, τη Ζουζού Νικολούδη, τη Μαρία Γαζή, τη Σοφία Σπυράτου, την Ντόρα Τσάτσου. Κι όλοι αυτοί οι άνθρωποι ήταν 100% για σένα, δεν μπορώ να πω με λόγια τι ήταν. Γι΄αυτό και έχει μεγάλη σημασία ο δάσκαλος, όχι στις γνώσεις του αλλά στον τρόπο του, στο πώς τις μεταδίδει. Εκείνη η εποχή ήταν σαν ταινία για μένα, ιδανική. Δούλεψα και ως χορευτής.

Η πρώτη-πρώτη μου δουλειά, στην οποία κατά κυριολεξία κράταγα κοντάρι, ήταν οι “Τρωάδες” με την θεατρική ομάδα του Κοράη Δαμάτη. Ο,τι δεν κατάφερα να μάθω απ΄τη δραματική το πήρα απ΄αυτή την ομάδα. Εκανε σοβαρή δουλειά. Και σε κάποιες φάσεις, επειδή κι ο Κοραής είχε καταλάβει την καψούρα μου με την μουσική, ήμουν πίσω κρυμμένος κι έκανα κάτι αυτοσχεδιαστικά σχόλια με φλογέρα. Αυτό ήταν για μένα απίστευτο. Ενιωθα ότι όλος ο πλανήτης σταματά να ανασαίνει για ν΄ακούσει το σχόλιο που έκανα στη φλογέρα. Ημουν 18-19.

Ο Γιώργος Νινιός στην παράσταση «Τσιτάχ»

Στη μουσική είμαι αυτοδίδακτος. Τα πρώτα στοιχεία τα πήρα απ΄την ρυθμική που κάναμε στην Κρατική κι από νότες –πιάνο και φλογέρα, είχα ξεκινήσει μόνος μου και με τα πνευστά.

Δεν ξέρω πότε έγινε πραγματικά το πρώτο μου επαγγελματικό βήμα. Δεν το συνειδητοποίησα ποτέ. Μου΄ρχονταν όλα τόσο γραναζωτά, το΄να μέσα στ΄άλλο, έβλεπα ότι όσο πας μαθαίνεις, προχωράς. Δεν ήρθε τίποτα απότομα. Πέρασα πολλά μικρά, πήγαινα πόντο-πόντο, δεν φοβόμουν ούτε αγχωνόμουν. Αν δεν έχεις μία ικανότητα και σου΄ρθει κάτι πολύ μεγάλο, θα βραχυκυκλώσεις...

Η επιτυχία έσκασε απ΄την τηλεόραση, που βγήκε και η ταυτότητα, με τα “Βαμμένα κόκκινα μαλλιά”. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Μετά τα πράγματα ήταν αλλιώς. Δεν είχα διαισθανθεί τι θα συμβεί, ήταν άλλη μια δουλειά για μένα, όπως οι προηγούμενες, όπως η φλογέρα που φύσηξα πρώτη φορά. Ούτε αγχώθηκα. Κοίταγα τον τύπο αυτόν που μ΄άρεσε, τον Λούη, και δεν σκεφτόμουν τίποτ΄άλλο. Ούτε ν΄αποδείξω ότι είμαι καλός ήθελα γιατί αν δεν ήμουν δεν θα΄βρισκα δουλειά, και θα΄πρεπε να δουλέψω κι άλλο για να γίνω, μια μέρα, καλός.

Πέρασε και δεν ακούμπησε αυτή η επιτυχία, δεν μ΄απασχόλησε. Το΄βλεπα να συμβαίνει σε άλλους κι όταν συνέβη σε μένα ήξερα τι να κάνω. Δεν ήθελα να το ζήσω. Παρ΄όλα αυτά παρα-έδωσα σημασία σε κάποια πράγματα, τηλεόραση, συνεντεύξεις. Μου έλεγαν ότι ήμουν εξαφανισμένος κι εγώ ένιωθα ότι έχω περάσει το όριο.

Δεν ψήνομαι ούτε με το σταρ ούτε με το αντιστάρ. Και δεν ψήνομαι γιατί ήδη από εκείνη την περίοδο ένιωθα ότι σταρ δεν υπάρχει, είναι κάτι μακρινό, δεν ακουμπιέται. Εμείς ακουμπιόμαστε όλοι μεταξύ μας. Το θέμα είναι ο καθένας που κάνει αυτή την δουλειά να νιώθει πως ξέρει πώς να κινείται, πώς να εισπράττει επιτυχία ή αποτυχία. Δεν λέω ότι αυτό που κάνω εγώ είναι σωστό, αλλά είναι το δικό μου.

Η αποτυχία κάνει ακριβώς τον ίδιο θόρυβο με την επιτυχία. Μόνον που στην επιτυχία ο θόρυβος χτυπάει το κεφάλι πάνω, στην αποτυχία κάτω... Αλλά είναι ακριβώς ο ίδιος ήχος. Σημασία έχει στην αποτυχία να δεις τι φταίει. Και το περίεργο είναι ότι τις περισσότερες φορές δεν είσαι εσύ η αιτία της αποτυχίας –είναι τόσοι πολλοί οι παράγοντες.

Ετσι ήμουν, ήθελα ν΄απομακρύνομαι απ΄τον θόρυβο, το είχα δει να συμβαίνει. Είμαι και σπασικλάκι με τη δουλειά, ασχολιόμουν μ΄αυτό.

Η αποτυχία κάνει ακριβώς τον ίδιο θόρυβο με την επιτυχία

Ολα μου έχουν συμβεί: Σταμάτησα την δουλειά γιατί δεν έβρισκα άκρη. Ξανάρχισα γιατί βρέθηκε η άκρη. Εχω κάνει πίσω γιατί δεν μπορούσα να υπάρχω μ΄αυτά που μου πρότειναν, μ΄αυτές τις συνθήκες. Κάποια πράγματα δεν μπορώ να τα κάνω. Ημουν πάντα μπες-βγες.

Η μουσική είναι μια δική μου χαρά, παρέα, στο σπίτι μου. Δεν είμαι επαγγελματίας μουσικός. Δεν με υποχρεώνει να δηλώνω παρουσία. Αυτό το μεράκι άρχισε να γίνεται πιο επαγγελματικό όταν ξεκίνησα να γράφω μουσική για την δουλειά, το θέατρο, όταν σκηνοθέτησα.

Η δημοσιότητα υπάρχει από χέρι. Είμαι παρών θέλω-δεν θέλω. Απλώς νιώθω λίγο άβολα όταν ασχολούνται πολύ με μένα για κάτι που δεν έχει σχέση με την δουλειά μου. Δεν ξέρω τι να πω και τι να κάνω. Πάντα μου φαινόταν περίεργο να θέλει να μάθει κάποιος κάτι για μένα, για την ζωή μου...

Μόνος μου δεν είμαι, υπάρχει πολύς κόσμος που χαίρεται να κάνει παρέα μαζί μου, αλλά μέχρι εκεί. Μ΄ενδιέφερε να κάνω οικογένεια, αλλά δεν έγινε. Είναι ωραίο να΄χεις οικογένεια, είναι πολύ σημαντικό κομμάτι στην ιστορία του ανθρώπου.

Ο Γιώργος Νινιός στην παράσταση «Τσιτάχ»

Μεγάλωσα ωραία, δεν θυμάμαι κάτι άσχημο. Μπορεί να με κυνηγούσαν οι δικοί μου γιατί δεν μαζευόμουν στο σπίτι κι έμενα έξω με τ΄άλλα παιδιά, να με μάλωναν, να΄πεφτε και λίγο ξύλο. Αλλά δεν θυμάμαι άσχημες στιγμές, δεν υπήρχαν. Οι άνθρωποι εκείνης της περιόδου ήταν τρομεροί, έφτιαχναν πράγματα με το τίποτα.

Δεν τον καταλαβαίνω τον κόσμο. Οσο περνάει ο καιρός τόσο δυσκολεύομαι να καταλάβω γιατί γίναμε έτσι. Νομίζω ότι μας εκπαίδευσαν να το πάθουμε αυτό. Πρέπει να ξεκίνησε από τότε που έβγαιναν εύκολα τα λεφτά –αυτό είναι μια παγίδα. Είναι πολύ δύσκολο να βγάλεις λεφτά, εγώ δεν τα έβγαλα εύκολα. Μπορεί κάποιος να θεωρεί ότι τα έβγαλες εύκολα, γιατί εκείνος σκάβει για να τα βγάλει. Σχετικά είναι όλα. Τώρα δεν νιώθει κανένας καλά γιατί χάθηκε αυτή η ευκολία.

Ισως είμαι απ΄τους τυχερούς που δεν γνώρισαν τον ανταγωνισμό, είναι πολύ κουραστικό, να τρως κόντρες που δεν χρειάζεται. Δεν το έζησα, κι αν συνέβη δεν το πήρα είδηση. Εγώ ήμουν ακριβώς το αντίθετο, έχουν να το λένε για μένα αυτό. Μέσα στο θέατρο έχω πολλούς γνωστούς και κάποιους, λίγους, φίλους. Οι κοντινοί μου είναι εκτός δουλειάς.

Δεν ξέρω από σχέδια. Μπορεί να μην γίνει ποτέ τίποτα ξανά. Δεν κυνηγιούνται αυτά τα πράγματα, τι να κυνηγήσω. Είναι θέμα ενδιαφέροντος, μόνο. Εμένα με ξέρουν, ξέρουν ποιος είμαι. Η διαφορά είναι ότι σήμερα είμαι σε μια άλλη ηλικία και τα πράγματα που μπορείς να κάνεις είναι πιο συγκεκριμένα, πιο ειδικά. Στα εξήντα και, μικραίνει η γκάμα... Επιπλέον, όσο περνάει ο καιρός γίνομαι και πιο απαιτητικός. Δεν επιτρέπω στον εαυτό μου να μην καταφέρω αυτό που έχω στο μυαλό μου.

Λέω πολλά όχι. Δεν έχω την δυνατότητα να είμαι παρών. Δεν θέλω να κάνω τα ίδια και τα ίδια, θέλω να΄ναι κάπως αλλιώς. Θέλω να΄μαι καλός σ΄αυτό που κάνω. Δεν θέλω να μην είμαι καλός σε κάτι που δεν κατάφερα ενώ ήθελα πολύ. Αν ξέρω από πριν ότι σε κάτι δεν θα΄μαι καλός, δεν θα το κάνω...

Αυτός που με γνωρίζει ξέρει τι μπορεί να είμαι. Ολο το υπόλοιπο, τα περί γοητείας και τέτοια που λες, είναι και λίγο κατασκευή, λίγο ψέμα. Δημιουργούνται επειδή σ΄αυτή την δουλειά πέφτουν πάνω τα φώτα. Ο καθένας μπορεί να σκεφτεί οτιδήποτε. Δεν πατάω πολύ σ΄όλα αυτά. Η γοητεία, ο μύθος, βγαίνουν λόγω της δουλειάς και των ρόλων. Αρα, είναι κατασκευή. Εφόσον είναι ρόλος αυτό που κάνω εγώ, είναι ρόλος και τα υπόλοιπα. Φτάχνεται ένα σενάριο –δεν ξέρεις πώς είναι ο άλλος στη ζωή, στην πραγματικότητα. Δεν σου΄χει τύχει ποτέ να θαυμάζεις κάποιον και να μην θες να τον γνωρίσεις, μήπως και απομυθοποιηθεί;

Για τις μηχανές έχω πάντα την ίδια αγάπη. Πήγαινα και σε αγώνες. Δεν ξέρω γιατί, ξέρω ότι είναι ωραία. Νομίζω πως είναι η δύναμη που έχει το μοτέρ. Κι εσύ καλείσαι να κάνεις παρέα μαζί του και να παίξεις. Αυτό. Ενα παιχνίδι είναι. Αν σκέφτεσαι πως θα επιβληθείς στην μηχανή, θα χτυπήσεις άσχημα. Παρέα κάνεις, συνεργάζεσαι, παίζεις ως εκεί που μπορείς. Δύο φορές έχω χτυπήσει -ποτέ σε αγώνες, κι έσπασα το ίδιο πόδι.

Με το #metoo ήταν η ώρα, η στιγμή, κάποιοι άνθρωποι που έσκαγαν μέσα τους, να τα βγάλουν. Είναι πολύ άσχημο να το κουβαλάς. Πιστεύω ότι αυτό το πράγμα σταματάει. Θα το σκεφτεί παραπάνω πια ο άλλος, θα φοβηθεί. Δεν είναι μόνον το σεξουαλικό, είναι ο βίαιος τρόπος να κάνεις τη δουλειά μας. Κάποιοι ηθοποιοί είπαν “νόμιζαμε ότι έτσι είναι αυτή η δουλειά, να σε βρίζει ο σκηνοθέτης”. Οχι δεν είναι... Αμα το γνωρίζεις απ΄τη σχολή, το βλέπεις και στις δουλειές, λες αυτό είναι. Δεν είναι όμως. Εκνευρισμός και εντάσεις δεν γίνεται να μην υπάρχουν, αλλά το να σου πετάνε την καρέκλα στο κεφάλι, τασάκια, ποτήρια, είναι άλλη ιστορία. Η υποτίμηση άνευ ορίων είναι ο μεγάλος καημός, είναι πάρα πολύ άσχημο. Καμιά φορά σκέφτεσαι ότι αυτή η δουλειά σ΄αρέσει κι αφού σ΄αρέσει θα΄ναι κι εύκολη. Το δύσκολο είναι τα γύρω-γύρω. Πώς μπορείς να τα κοντρολάρεις, δεν ξέρω. “Δες το θετικά”, αυτή είναι μια απ΄τις κουβέντες που μ΄ενοχλεί. Δεν έχω την ικανότητα να βρίσκω τέτοιες απαντήσεις».

Θέατρο και τηλεόραση, «Τσιτάχ» και «Παραλία»

«Οταν διαβάζω κάτι χωρίς να γυρίζω πίσω τη σελίδα και το τελειώνω με τη μία, κάτι σημαίνει, κάτι γίνεται. Ετσι συνέβη με τον μονόλογο “Τσιτάχ, η ερημιά του τερματοφύλακα”: Δεν έχω καμία σχέση με την μπάλα, ούτε παιδί ούτε τώρα. Δεν με τράβαγε καθόλου, σχεδόν μ΄ενοχλούσε -έβλεπα πάντα και τις ασχήμιες που γινόντουσαν. Ούτε σε γήπεδο έχω πάει ποτέ, κι ας είμαι παιδί της αλάνας.

Οταν έχεις περπατήσει στη ζωή αρκετά χρόνια, έχεις γνωρίσει ανθρώπους, έχεις ακούσει βάσανα, έχεις δει καταστροφές και χαρές, όλα αυτά είναι μια πληροφορία και μια αποταμίευση συναισθημάτων που ανασύρονται πολύ εύκολα. Πατάς πάνω τους και προσπαθείς να καταλάβεις τον ρόλο.

Ο Γιώργος Νινιός στην παράσταση «Τσιτάχ»

Οταν κάνω αυτή την δουλειά δεν ξέρω τι σημαίνει ευκολία, δυσκολία. Πρέπει να χωθείς εκεί μέσα, να δεις τι γίνεται, μπας και τα καταφέρεις. Δεν ξέρω αν είναι εύκολη ή δύσκολη αυτή η δουλειά ούτε ξέρω πως βρίσκεται ένας ρόλος. Ξέρω μόνο ότι θα'θελα να είμαι εκείνος, για όση ώρα γίνεται η παράσταση.

Με την τηλεόραση τσίμπησα με κάτι πολύ δύσκολο στην “Παραλία” (ΕΡΤ), μ΄αρέσει, δεν το΄χω ξανακάνει. Είναι στην κόψη: Είναι ένας τύπος με νοητική υστέρηση και οι ισορροπίες είναι πολύ περίεργες. Μικρός ρόλος, αλλά έχει θέμα. Κι είπα στον εαυτό μου, “κάντο, δεν το΄χεις ξανακάνει, κάν΄το λοιπόν”. Εχω βρει έναν οδηγό αλλά δεν είμαι ακόμα ικανοποιημένος. Τώρα το περικυκλώνω. Η σειρά εξελίσσεται επί επταετίας στα Μάταλα. Εχει γοητεία αυτή η εποχή, το θέμα της ειρήνης, το κάντε έρωτα όχι πόλεμο. Βγάζει μια γοητεία και μια περίεργη επικινδυνότητα».

«Τσιτάχ, η ερημιά του τερματοφύλακα» του Βασίλη Κατσικονούρη. Σκηνοθεσία Ερμίνα Κυριαζή-Γιώργος Νινιός. Θέατρο Σταθμός: Σάββατο (18.15) & Κυριακή (21.15), ως 11/12

«Η παραλία» βασισμένη στο βιβλίο της Πηνελόπης Κουρτζή «Το κορίτσι με το σαλιγκάρι». Σενάριο Γιώργος Χρυσοβιτσάνος, σκηνοθεσία Στέφανος Μπλάτσος (Δεκέβριος, ΕΡΤ).





SHARE