Με την πρώτη ματιά καταλαβαίνεις ότι ο good job nicky δεν χωρά στα καλούπια της Ελλάδας. Με ιδιαίτερο μουσικό χρώμα, στιλ που ξεφεύγει από τις πεπατημένες και μια ώριμη φιλοσοφία ζωής, έχει όλα τα απαραίτητα χαρτιά για να αναρριχηθεί στην κορυφή. Ξέρει ότι ο δρόμος δεν είναι εύκολος, αυτό, όμως, αντί να τον αποθαρρύνει, τον εξιτάρει.
Ο Νικόλας κατάφερε αυτό που λίγοι καταφέρνουν στην καριέρα τους. Έγινε γνωστός κυριολεκτικά εν μια νυκτί. Με καλλιτεχνικό όνομα good job nicky έκανε το ντεμπούτο του με το January 8th, το οποίο κυκλοφόρησε από την Cobalt Music, και όλοι μιλούσαν για αυτό το νέο, ανερχόμενο ταλέντο, που με τον αγγλικό στίχο και το look που παραπέμπει σε γνήσιο star quality, ήρθε να φέρει στο εγχώριο πεντάγραμμο κάτι φρέσκο. Λίγοι ήξεραν τότε ότι άκουγαν τον γιο του Γιάννη Πάριου και της Σοφίας Αλιμπέρτη.
Γεννήθηκα στην Αθήνα. Είτε το πιστεύεις είτε όχι, ήμουν πάρα πολύ ήρεμος σαν παιδί. Ο αδερφός μου ο Μιχαήλ ήταν ο άτακτος και με ενοχλούσε πάρα πολύ. Πάντα παίζαμε ξύλο! Αλλά όσο μεγάλωνα άρχιζα να γίνομαι κι εγώ πιο δραστήριος, πιο αθλητικός. Γενικά, ό,τι έκανε ο Μιχαήλ, το έκανα κι εγώ. Ό,τι έκανε ο αδερφός μου, το θεωρούσα cool.
Δεν έχω καλύτερο φίλο στη ζωή μου από τον αδερφό μου τον Μιχαήλ. Δεν τον αλλάζω με τίποτα. Δεν έχω κάποιον άλλο αντίστοιχο με τον Μιχαήλ στη ζωή μου. Τον θαυμάζω. Είναι ένα λαμπρό, εκπληκτικό και πολύπλευρο μυαλό, που μπορεί να κάνει οτιδήποτε θέλει. Μπορεί να πουλήσει πάγο σε Εσκιμώο που λένε, κυριολεκτικά.
Έκανε skate ο Μιχαήλ, έκανα κι εγώ. Έπαιξε ποδόσφαιρο, έπαιξα κι εγώ. Σε βαθμό που παίζαμε και οι δύο πάρα πολύ καλά και είχαμε έναν προπονητή, τον κύριο Καλογήρου, που πίστευε πολύ σε εμάς. Μάλιστα, όταν έμαθε ο πατέρας μου ότι ήθελα να παίξω μπάσκετ και να αφήσω το ποδόσφαιρο παραλίγο να με σκοτώσει! Βασικά, έπρεπε να του το φέρουμε πλαγίως και πολύ διακριτικά, γιατί με θεωρούσε έναν πολύ καλό αριστερό half. Και θυμάμαι χαρακτηριστικά το «τελικό χτύπημα» το έδωσε ο αδερφός μου ο Θανάσης, λέγοντας στον πατέρα μας ότι πρέπει να παίξω μπάσκετ. Εκείνος φώναζε «Το παιδί θα πήγαινε Άρσεναλ!». Εντάξει, μετά έστρωσαν τα πράγματα, γιατί και στο μπάσκετ τα πήγα αρκετά καλά.
Στο σχολείο, με τους καθηγητές μου είχα εκείνη μια σχέση του στιλ «Είσαι μαλακισμένο, αλλά σε σέβομαι. Έχεις μυαλό που δεν χωράει στα στεγανά του σχολείου». Δηλαδή, αναγνώριζαν ότι κάτι θα κάνω στη ζωή μου, αλλά σίγουρα αυτό δεν θα έχει σχέση με διάβασμα και τάξη. Οι περισσότεροι καθηγητές ήταν πολύ υποστηρικτικοί, αλλά υπήρχαν βέβαια και εκείνοι με τους οποίους δεν είχα και την καλύτερη σχέση.
Δεν ήμουν και ο καλύτερος μαθητής και η αλήθεια είναι ότι βαριόμουν υπερβολικά. Είχα άλλες ασχολίες, που με έφεραν εδώ που είμαι σήμερα. Μου άρεσαν περισσότερο τα πιο δημιουργικά μαθήματα, όπως η φιλοσοφία. Για όσο κράτησε, τη λάτρευα. Από την άλλη, άλλα μαθήματα δεν τα άντεχα. Για παράδειγμα, όταν είχαμε γερμανικά έλεγα στην καθηγήτρια, «εντάξει φεύγω» και κατέβαινα να παίξω μπάσκετ στο προαύλιο. Τη θυμάμαι να με κοιτάζει από την τάξη στο δεύτερο όροφο του σχολείου την ώρα που μου «έσκαγε» την ωριαία. Είχαμε ένα understanding, όμως. Λειτουργούσε.