Είχαν περάσει δύο μέρες από τον θάνατο της Λόρεν και η αστυνομία δεν είχε αναλάβει ούτε καν να ενημερώσει την οικογένεια.
Τον περασμένο Δεκέμβριο η Λόρεν, μια νεαρή γυναίκα 23 ετών, βρέθηκε νεκρή στο διαμέρισμά της στο Μπρίτζπορτ του Κονέκτικατ. Είχε προηγηθεί το ραντεβού της με έναν άντρα που είχε γνωρίσει στο γνωστό datting app, Bumble.
Η μητέρα της, η Σάντελ Φιλντς, ήταν ο πρώτος άνθρωπος που την αναζήτησε, καθώς είχε σχεδόν καθημερινή επικοινωνία με την κόρη της. Της έστειλε μήνυμα: «Είσαι καλά;» Μετά και δεύτερο μήνυμα: «Σε παρακαλώ ενημέρωσέ με». Τα μηνύματα και τα τηλεφωνήματά της όμως έμειναν αναπάντητα, έτσι το βράδυ της 13ης Δεκεμβρίου, εκείνη και ο γιος της πήγαν στο διαμέρισμα της κόρης της. Εκεί το μόνο που βρήκαν ήταν ένα σημείωμα στην πόρτα: «Αν ψάχνετε για τη Λόρεν, καλέστε αυτόν τον αριθμό». Η κυρία Φιλντς τηλεφώνησε και περίμενε δίπλα στο αυτοκίνητο. Το νούμερο άνηκε στον ιδιοκτήτη από τον οποίο η Λόρεν νοίκιαζε το διαμέρισμα και λίγα λεπτά αργότερα ο άντρας ήταν δίπλα στην ταραγμένη μητέρα και την ενημέρωνε για τον θάνατο της κόρης της.
«Άρχισα να πανικοβάλλομαι», ανέφερε αργότερα η κα Φιλντς στους New York Times, προσπαθώντας παράλληλα να συγκρατήσει τα δάκρυα της. «Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν απλώς να στέκομαι εκεί, παγωμένη. Δεν μπορούσα να πιστέψω αυτό που μου έλεγε, ότι το μωρό μου είχε φύγει».
Ο ιδιοκτήτης του διαμερίσματος τους έδωσε τον αριθμό ενός αστυνομικού και ο αδερφός της Λόρεν τον κάλεσε για να μάθει περισσότερες πληροφορίες. Το μόνο όμως που έμαθε είναι πως η αδερφή του είχε βγει ραντεβού με έναν μεγαλύτερό της άνδρα και πως λίγο αργότερα πέθανε. Η τηλεφωνική κλήση διακόπηκε απότομα, καθώς ο αστυνομικός ήταν απρόθυμος να δώσει στην οικογένεια περισσότερες πληροφορίες, ενώ όταν τον ρώτησαν γιατί δεν επικοινώνησαν μαζί τους, ώστε να τους ενημερώσουν για τον θάνατο της Λόρεν, ο αστυνομικός απλά αποκρίθηκε πως «δεν χρειαζόταν».
Ο Tavar Gray-Smith, αδελφός της Λόρεν, μιλώντας στο CBS Mornings ανακάλεσε τα λόγια του αστυνομικού: «Είχαμε το διαβατήριό της και την ταυτότητά της, οπότε ξέραμε ποια ήταν και είχαμε ήδη κάνει νεκροψία και το σώμα της βρίσκεται στο γραφείο του ιατροδικαστή». Όταν το νήμα άρχισε να ξεδιπλώνεται η οικογένεια της Λόρεν ανακάλυψε πως το τελευταίο άτομο που την είδε ζωντανή ήταν πράγματι το ραντεβού της από το Bumble. Αυτός ο άντρας ήταν που ανέφερε και τον θάνατό της στην αστυνομία. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη δική του κατάθεση, ξύπνησε το πρωί δίπλα της και η Λόρεν «δεν ανέπνεε» και «έβγαινε αίμα από το δεξί της ρουθούνι». Κάλεσε το 911. Ο αξιωματικός που πήγε στο σπίτι δήλωσε ότι ο άνδρας «έτρεμε και ήταν εμφανώς ταραγμένος». Η αστυνομία δεν σχολίασε το αν οδηγήθηκε για ανάκριση ή αν θεωρήθηκε «πρόσωπο ενδιαφέροντος» για την υπόθεση.
«Όταν ρωτήσαμε τον αστυνομικό για αυτόν τον άντρα μας είπε ότι «Ήταν καλός τύπος, δεν χρειαζόταν να γίνει έρευνα», δήλωσε ο πατέρας της Λόρεν στο WTNH. Η αστυνομία δεν φάνηκε να ασχολήθηκε ούτε με το τι υπήρχε στο σπίτι, ενώ η οικογένεια χρειάστηκε να τους παρακαλέσει για να μαζέψουν τα ευρήματα από το σπίτι της Λόρεν: ένα ηρεμιστικό χάπι, ματωμένα σεντόνια και ένα χρησιμοποιημένο προφυλακτικό. Αυτά τα πιθανά στοιχεία δεν υποβλήθηκαν σε έρευνα, παρά μόνο δυόμισι εβδομάδες μετά τον θάνατο της.
Σύμφωνα με την έκθεση της νεκροψίας ο θάνατος της προήλθε από «οξεία δηλητηρίαση λόγω των συνδυασμένων επιδράσεων της φαιντανύλης, [συνταγογραφούμενων φαρμάκων] και του αλκοόλ», και το το Γραφείο Ιατροδικαστών του Κονέκτικατ έκρινε τον θάνατο της ως «ατύχημα».