Από τη στιγμή που η φιλόδοξη Πορτογαλίδα καλλονή São Schlumberger παντρεύτηκε έναν αριστοκράτη Γάλλο, μεγιστάνα της βιομηχανίας πετρελαίου, σχεδόν όλες οι κινήσεις της προκαλούσαν κύματα συζητήσεων: η υποστήριξή της σε καλλιτέχνες όπως ο Andy Warhol και ο Robert Wilson, οι δημόσιες εξωσυζυγικές σχέσεις της, μέχρι το εξωφρενικά υπερβολικό στιλ των σπιτιών και των πάρτι της, η ζωή της São δεν ήταν σε καμία περίπτωση βαρετή.
«Δάγκωσα το μήλο. Δεν το τσιμπολόγησα», δήλωσε η São Schlumberger στον αρθρογράφο του Vanity Fair, Bob Colacello. Ήταν 77 χρονών, η υγεία της ήταν ήδη ταλαιπωρημένη και λίγο καιρό μετά, τον Αύγουστο του 2007, θα άφηνε την τελευταία της πνοή στο Παρίσι. Μαζί της θα έκλεινε το κεφάλαιο μιας ολόκληρης εποχής. Ως σύζυγος του Pierre Schlumberger, ενός δισεκατομμυριούχου της βιομηχανίας πετρελαίου, η πορτογαλικής καταγωγής καλλονή έζησε για σχεδόν 40 χρόνια μια παραμυθένια ζωή. Όταν παντρεύτηκαν, το 1961, εκείνος ήταν 47 ετών και είχε ήδη πέντε παιδιά από τον προηγούμενο γάμο του.
Εκείνη 32, επίσης είχε έναν γάμο στο ιστορικό της, που όμως δεν είχε κρατήσει περισσότερο από έναν χρόνο. Τα πρώτα χρόνια της κοινής τους ζωής τα πέρασαν στο Χιούστον, όπου η Schlumberger Limited, η μεγαλύτερη εταιρεία παροχής υπηρεσιών πετρελαιοειδών στον κόσμο, είχε την έδρα της ήδη από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Το 1965, ωστόσο, ο Pierre, εξαιτίας ενός οικογενειακού πραξικοπήματος καθαιρέθηκε από την προεδρία και το ζευγάρι μετακόμισε αρχικά στη Νέα Υόρκη και στη συνέχεια στο Παρίσι. Αγόρασαν το Hôtel de Luzy, ένα πενταόροφο αρχοντικό τους στη Rue Férou, κοντά στους κήπους του Λουξεμβούργου. Στην Πόλη του Φωτός η São άρχισε να ξεδιπλώνει την προσωπικότητά της.
Όσοι την γνώριζαν καλά την περιγράφουν ως ένα ιδιαίτερο πλάσμα που θα μπορούσε να είναι τόσο σοβαρή όσο και επιπόλαια, μια ιδιαίτερη αντίφαση που στη δική της περίπτωση λειτουργούσε. Η καλύτερή της φίλη, η Αμερικανίδα Ντίντα Μπλερ την περιγράφει ως εξής: «δεν νομίζω ότι μπήκε ποτέ στη σκέψη της να ανησυχεί για το πώς την αντιλαμβάνονταν οι άλλοι. Ποτέ δεν φοβήθηκε μήπως κάνει λάθος».
Γεννήθηκε ως Maria da Diniz Concerçao στο Πόρτο της Πορτογαλίας, στις 15 Οκτωβρίου 1929. Ο πατέρας της ήταν γόνος μιας πορτογαλικής οικογένειας γαιοκτημόνων που καλλιεργούσε φελλό και ελιές. Η μητέρα της ήταν μια όμορφη Γερμανίδα κληρονόμος από το Αμβούργο. Οι δυο τους δεν παντρεύτηκαν ποτέ και ζούσαν για μεγάλα χρονικά διαστήματα χώρια, γεγονός που δυσκόλεψε ιδιαίτερα την κόρη τους στην προπολεμική, καθολική Πορτογαλία. Μεγάλωσε κυρίως με την Πορτογαλίδα γιαγιά της που «δυσκολεύτηκε να την αποδεχτεί ως εγγόνι», δήλωσε στο Vanity Fair η κόρη της São, η Victoire. «Της έλεγαν τρομερά πράγματα που μπορεί να βλάψουν ένα παιδί, πράγματα όπως «Η μητέρα σου δεν είναι εδώ, γιατί δεν σε θέλει». Κάτι που δεν ήταν αλήθεια. «Η γιαγιά μου μού είχε πει ότι ήταν καταρρακωμένη όταν έπρεπε να αφήσει την κόρη της για να πάει να φροντίσει τον ετοιμοθάνατο πατέρα της στο Αμβούργο», λέει η Victoire. «Ήταν κατά τη διάρκεια του πολέμου και εγκλωβίστηκε εκεί».
Τελικά, ο πατέρας της São την πήρε να ζήσει μαζί του σε ένα μικρό χωριό στην κεντρική Πορτογαλία και όπου έχτισε ένα εργοστάσιο ελαιόλαδου. Δεν παντρεύτηκε ποτέ και, σύμφωνα με έναν οικογενειακό φίλο, «μέχρι τις τελευταίες του μέρες έλεγε στη São ότι του κατέστρεψε τη ζωή». Μετά το θάνατό του, η São έδωσε το σπίτι του στον τοπικό δήμο για να το μετατρέψει σε κοινοτικό κέντρο.
Στα 10 της στάλθηκε σε ένα οικοτροφείο που το διοικούσαν καλόγριες στη Λισαβόνα. Το 1951 αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο με πτυχίο στη φιλοσοφία και την ιστορία και εγγράφηκε σε τρίμηνο πρόγραμμα ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης. Μετά την επιστροφή της στη Λισαβόνα, δέχτηκε μια δουλειά συμβούλου σε ένα κυβερνητικό ίδρυμα για παραβατικούς ανήλικους, αλλά της φάνηκε τόσο καταθλιπτικό που αποφάσισε να εγκαταλείψει την ψυχολογία για μια καριέρα στην τέχνη.
Ενώ σπούδαζε στο Museu Nacional de Arte Antiga, γνώρισε τον Pedro Bessone Basto, έναν νεαρό άνδρα από ευκατάστατη οικογένεια, ο οποίος την ερωτεύτηκε τόσο πολύ που την ακολούθησε σε ένα ταξίδι στη Νέα Υόρκη, όπου παντρεύτηκαν, για να χωρίσουν μόλις λίγους μήνες αργότερα. Πλέον, πίσω στην Πορτογαλία, η São ήταν πλέον όχι μόνο κόρη ανύπαντρων γονέων, αλλά και διαζευγμένη, άρα είχε ελάχιστες πιθανότητες να ανέβει ποτέ στην κοινωνία μιας χώρας όπου το διαζύγιο ήταν ακόμα παράνομο. Το 1961 κέρδισε μια υποτροφία για την έρευνα παιδικών προγραμμάτων σε μουσεία της Νέας Υόρκης. Στο Μανχάταν την πήρε υπό την προστασία της η Κάι Λεπερκ, της οποίας ο σύζυγος ήταν ο επενδυτικός τραπεζίτης των Schlumberger.