O Άγγελος Μπαράι με τη μητέρα του
O Άγγελος Μπαράι με τη μητέρα του στην Ελλάδα/Φωτογραφία: Άγγελος Μπαράι
ΑΓΓΕΛΟΣ ΜΠΑΡΑΪ

«Γεννήθηκα το 1994, ένα πρωί σε ένα παλιό νοσοκομείο στο Φιέρι της Αλβανίας» -Η γλυκόπικρη ανάρτηση του φωτογράφου Άγγελου Μπαράι


Τη δεκαετία του '90, η οικονομική κρίση στη γείτονα και πολύπαθη Αλβανία, οδήγησε πολλούς ανθρώπους να αναζητήσουν μια καλύτερη τύχη για τους ίδιους και τα παιδιά τους στην Ελλάδα. Η ιστορία του διακεκριμένου φωτογράφου Άγγελου Μπαράι, έρχεται να μας υπενθυμίσει -όπως είπε και ο ίδιος- ότι είμαστε όλοι εν δυνάμει μετανάστες.

Ο ταλαντούχος φωτογράφος, γνωστός για τις έντονα ρεαλιστικές εικόνες που απαθανατίζει με την κάμερά του, αποκάλυψε τη δική του ιστορία, με αφορμή όλα όσα συμβαίνουν γύρω μας καθώς και τη σημερινή Παγκόσμια Ημέρα Μεταναστών. Μια φωτογραφία με τον ίδιο νήπιο και την όμορφη μητέρα του στο πλάι, από το υπόγειο όπου η οικογένεια ζούσε την εποχή που ήρθε στην Ελλάδα, συνοδεύει το κείμενο του Άγγελου Μπαράι, μέσα από το οποίο αφηγείται την μικρή ιστορία του ερχομού και της πρώιμης ζωής του στην Ελλάδα.

Αυτός ο ερχομός δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Ο ίδιος, μικρούλης, χάθηκε στα βουνά για να τον βρει λίγο αργότερα η μητέρα του και να πάρουν μαζί τον δρόμο για την Ελλάδα όπου τους περίμενε ο πατέρας του. Αν και προστατευμένος από την οικογένειά του, ο φωτογράφος φέρνει στη μνήμη του όλες αυτές τις σκηνές που τον είχαν σημαδέψει ως παιδάκι.

Δείτε την ανάρτηση του Άγγελου Μπαράι

«Θα ήθελα να γράψω δυο λόγια σήμερα, για την Παγκόσμια Ημέρα Μεταναστών, όπως αυτή ανακηρύχθηκε από τα Ηνωμένα Έθνη. Γενικά δεν συνηθίζω να γράφω στα κοινωνικά δίκτυα, αλλά σήμερα νοιώθω την ανάγκη να πω λίγα πράγματα από τη μεταναστευτική μου εμπειρία και τα βιώματα που είχαμε τόσο εγώ, όσο και οι γονείς μου στην Ελλάδα.

Γεννήθηκα το 1994, ένα πρωί σε ένα παλιό νοσοκομείο στο Φιέρι της Αλβανίας. Η μητέρα μου ήταν μόνη της εκείνη την ημέρα. Ο πατέρας μου βρισκόταν στην Ελλάδα για δουλειά. Το 1990, όταν εκείνος το έσκασε από το στρατό, έφυγε κρυφά χωρίς να το γνωρίζει η οικογένειά του. Για πρώτη φορά δούλεψε στο Αγρίνιο στα καπνά, μια πολύ δύσκολη δουλειά όπως συχνά μας έλεγε. Έκανε και άλλες δουλειές, όμως συνήθως δεν κατάφερνε να πάρει τα χρήματα του, γιατί οι εργοδότες του καλούσαν την αστυνομία γνωρίζοντας πως δεν είχε χαρτιά.

Περπατούσαν 3 μέρες στα βουνά μπορεί και 7 κάποιες φορές. Όταν ρώτησα τον πατέρα μου πόσες φορές έκανε τη διαδρομή Αλβανία-Ελλάδα μου είπε «αμέτρητες». Είχε χάσει τον αριθμό, όμως ευτυχώς, ήταν τυχερός, επειδή βγήκε ζωντανός όλες αυτές τις φορές… Πολλοί άνθρωποι πέθαιναν στα βουνά. Άλλες φορές πάλι, η αστυνομία μπούκαρε ακόμη και μέσα σε σπίτια θέλοντας να τους βγάλει, να τους συλλάβει.

Ο πατέρας μου, με τα χρήματα που είχε μαζέψει από την Ελλάδα, έφτιαξε το 1998 τα χαρτιά μας για να πάμε να τον βρούμε στην Αθήνα όπου βρισκόταν ήδη. Στις 12 Αυγούστου 1998, έφυγα από την Αλβανία με το πρώτο φως της ημέρας, μέσα σε μια γκρι μερσεντές ενός ταξιτζή που μετακινούσε ανθρώπους προς την Ελλάδα.

Όταν η μητέρα μου βγήκε για να πιάσει σειρά στα ελληνοαλβανικά σύνορα, εγώ, αν και μόλις 4 χρόνων, άνοιξα το αυτοκίνητο και κατέβηκα. Στην προσπάθειά μου να τη βρω, χάθηκα. Εκείνη φυσικά τρόμαξε πιστεύοντας πως με είχε χάσει, πως με απήγαγαν, όμως τελικά με βρήκε η αστυνομία. Όταν φτάσαμε στην Αθήνα μας περίμενε ο πατέρας μου στην πλατεία Ομονοίας. Πήγαμε κατευθείαν στο σπίτι, σε ένα από τα προσφυγικά κτήρια που υπάρχουν ακόμα και σήμερα στον Νέο Κόσμο. Μετά από λίγους μήνες μετακομίσαμε στα Κάτω Πετράλωνα, σε ένα υπόγειο που ήταν 15 τετραγωνικά. Οι γονείς μου δούλευαν πολλές ώρες και εγώ εμένα μόνος στο σπίτι. Η μόνη μου παρέα ήταν τα παιχνίδια μου και το κελάϊδισμα από τα όμορφα καναρίνια και τα παπαγαλάκια που είχε ο πατέρας μου. Δούλευαν πολύ σκληρά. Η μάνα μου στην αρχή καθάριζε σπίτια ενώ ο πατέρας μου δούλευε σε ένα από τα εργοστάσια της Δέλτα.

«Όταν φτάσαμε στην Αθήνα ήταν πολύ δύσκολα να βρούμε σπίτι», μου εξομολογήθηκε η μητέρα μου πρόσφατα. Μου είπε πως όπου πήγαιναν να νοικιάσουν σπίτι είχε χαρτί έξω από τις πολυκατοικίες που έγραφε «Όχι Αλβανοί», κάτι που δεν γνώριζα. Μου εξομολογήθηκε και άλλα που δεν γνώριζα, όπως το ότι την εποχή που ήρθαμε στην Ελλάδα έμπαινε η Αστυνομία στα λεωφορεία το πρωί, τα σταματούσαν και φώναζαν «οποίος είναι ξένος, να βγει έξω». Όποιος δεν έβγαινε έμπαιναν οι αστυνομικοί και τον έβγαζαν με τη βία, ακόμα και γυναίκες με τα παιδιά τους. Ο φόβος ήταν καθημερινό συναίσθημα για τους γονείς μου. «Έτρεμε η ψυχή μου όταν έβλεπα αστυνομικούς μπροστά μου. Πολλές φορές άλλαζα και δρόμο», μου είπε χαρακτηριστικά η μητέρα μου.

Μου περιέγραψε με δυσκολία πολλά περιστατικά που γίνονταν τότε από την αστυνομία αλλά και από πολίτες που καταπατούσαν σοβαρά τα ανθρώπινα δικαιώματα, όμως δεν θέλω να τα αναφέρω, γιατί δεν είναι αυτός ο στόχος του κειμένου μου. Πολλές φορές δεν κατανοώ το ποσά πέρασαν οι γονείς μου. Όσο εγώ ζούσα μέσα στον ρομαντικό αθώο παιδικό μου κόσμο, στον οποίο ένιωθα ασφάλεια αγάπη και ζεστασιά καθώς ήμουν πολύ μικρός και δεν μπορούσα να καταλάβω αυτές τις καταστάσεις. Ήθελα να πάρετε μια γεύση για το τι σήμαινε να είσαι μετανάστης στην Ελλάδα.

Μην κάνουμε σήμερα τα ίδια λάθη που έγιναν στο παρελθόν στην Ελλάδα με τους Αλβανούς, αλλά να μπορέσουμε να δώσουμε στους μετανάστες αξιοπρέπεια και σεβασμό που αξίζει σε κάθε άνθρωπο που φεύγει από τον πόλεμο, από τη φτώχεια, από την κακοποίηση, την έλλειψη ελευθερίας ή τον στιγματισμό. Ας μην αφήνουμε κανέναν να καταπατά τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ας γίνουμε παράδειγμα εμείς οι ίδιοι και ας δώσουμε χώρο σε αυτούς τους ανθρώπους να εργαστούν, να σπουδάσουν, να ονειρευτούν και να αγαπηθούν, γιατί όλοι μας τα ίδια πράγματα αναζητούμε σε αυτή την ζωή. Ας μην τους βάζουμε εμπόδια, ούτε φράχτες. Ας μην τους κλείνουμε σε στρατόπεδα να ζουν σε άθλιες συνθήκες, αλλά να τους δώσουμε λόγο, φωνή και νόημα στο να ζήσουν. Και μην ξεχνάμε: όλοι εν δυνάμει είμαστε μετανάστες».





SHARE