Η Ιζαμπέλ Αλιέντε γεννήθηκε στις 2 Αυγούστου του 1942 στη Λίμα του Περού, όμως μεγάλωσε στο Σαντιάγκο της Χιλής, όπου μετακόμισε με την οικογένειά της σε ηλικία τριών ετών μετά τον χωρισμό των γονιών της. Ο πατέρας της ήταν αξιωματούχος της Πρεσβείας της Χιλής στο Περού και εξάδελφος του Σαλβαδόρ Αλιέντε, του μαρξιστή προέδρου της Χιλής, ο οποίος βρέθηκε νεκρός το 1973 από το στρατιωτικό πραξικόπημα που έλαβε χώρα. «Ο πατέρας μου εξαφανίστηκε, χωρίς να αφήσει αναμνήσεις» αναφέρει η ίδια.
Όταν η μητέρα της, Φρανσίσκα, παντρεύτηκε για δεύτερη φορά, η οικογένεια έφυγε πάλι από τη Χιλή. Έτσι, η Ιζαμπέλ πέρασε μέρος της παιδικής της ηλικίας στον Λίβανο και την Βολιβία. Στην εφηβεία της όμως, επέστρεψε στην Χιλή. Στα 16 της χρόνια ερωτεύτηκε τον πρώτο της σύζυγο, τον μηχανικό Μιγκέλ Φρίας, τον οποίο παντρεύτηκε το 1962. Απέκτησαν δύο παιδιά, τον Νίκο και την Πόλα.
«Οταν κοιτάζω πίσω στο παρελθόν και τον πρώτο μου γάμο μπορώ να καταλάβω γιατί τον ερωτεύτηκα. Ηταν αξιόπιστος και ήξερα ότι αυτός ο άνδρας δεν θα με άφηνε ποτέ όπως ο πατέρας μου. Ηταν το πεπρωμένο μου. Ο λογικός άνθρωπος με τον οποίο είχα χτίσει μια ευτυχισμένη ζωή. Ο άντρας που θα ηρεμούσε τον κόσμο μου και θα μετρίαζε τις απερίσκεπτες τάσεις της συμπεριφοράς μου. Ηταν ο άνθρωπος που με προστάτευε από τον εαυτό μου».
Η Ιζαμπέλ εκείνη την εποχή άρχισε να εργάζεται στον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών στο Σαντιάγο, όπου υπήρξε γραμματέας για πολλά χρόνια. Αργότερα ωστόσο, έγινε δημοσιογράφος, συντάκτης και σύμβουλος για το περιοδικό Paula, ενώ εργάστηκε και στην τηλεόραση ως ρεπόρτερ και παρουσιάστρια ειδήσεων. Γρήγορα κατάλαβε ότι η παραμονή της ίδιας και την οικογένειάς της στην Χιλή λόγω του στρατιωτικού πραξικοπήματος ήταν εξαιρετικά επικίνδυνη και μετακόμισε στη Βενεζουέλα, όπου δυσκολεύτηκε πολύ να βρει δουλειά.
Κατά τη διάρκεια της εξορίας της στη Βενεζουέλα, η Αλίεντε εμπνεύστηκε για να γράψει και το πρώτο της μυθιστόρημα το 1982, The House of the Spirits, το οποίο σημείωσε μεγάλη επιτυχία και έγινε best seller στην Ισπανία και την Δυτική Γερμανία, ενώ έχει μεταφραστεί μέχρι σήμερα σε περισσότερες από 20 γλώσσες.
Στο Καράκας γνώρισε ξαφνικά τον μουσικό Ρομπέρτο από την Αργεντινή, ο οποίος ήταν τότε σε διάσταση με την σύζυγό του. Τον ερωτεύτηκε αμέσως και η σχέση τους ξεκίνησε τρεις εβδομάδες μετά την γνωριμία τους. «Προσπάθησα να πω στον άντρα μου ότι είχα ερωτευτεί κάποιον άλλο. Αρνήθηκε να ακούσει, αλλά δεν μπορούσα να σβήσω την φωτιά μέσα μου. Οταν ο Ρομπέρτο μου ζήτησε να πάω στην Ισπανία μαζί του για περισσότερες ευκαιρίες καριέρας, είπα το ναι αμέσως. Δεν είπα αντίο στα παιδιά μου. Ισως επειδή αν το έκανα, ήξερα ότι δεν θα μπορούσα να τους αφήσω και να φύγω. Ειπα στον εαυτό μου ότι η Πόλα ήταν 15 ετών και ο Νίκο 12. Δεν είναι ότι άφηνα πίσω μου μωρά παιδιά. Θα τους έπαιρνα μαζί μου στην Ισπανία όταν θα είχα εγκατασταθεί».
Οι πρώτες μέρες στην Ισπανία ήταν σαν μήνας του μέλιτος για την Ιζαμπέλ. Νοίκιασαν ένα τραγικό διαμέρισμα στη Μαδρίτη και γρήγορα τελείωσαν τα χρήματά τους. Δεν έβρισκαν δουλειά, αλλά ζούσαν έναν μεγάλο έρωτα. «Το πάθος μπορεί να σε καταστρέψει όπως μπορεί και να σε καθορίσει» σημειώνει η συγγραφέας στην αφήγηση της ζωής της. Μετά ήρθε η σύζυγος του Ρομπέρτο μαζί με τα παιδιά τους για να τον συναντήσουν. Δεν ήταν καλός μαζί τους και αυτό τρόμαξε την Ιζαμπέλ. Αμέσως το ροζ συννεφάκι διαλύθηκε και άρχισε να βλέπει τα πράγματα με άλλη ματιά. Σκεφτόταν τα παιδιά της πώς θα ζούσαν μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον και αποφάσισε να επιστρέψει στη Βενεζουέλα.
Ο άντρας της την περίμενε στο αεροδρόμιο με τον σκύλο τους. «Ολα έγιναν από δικό μου λάθος» της είπε και θεώρησε ότι ο λόγος που έγινε όλο αυτό ήταν επειδή δεν της έδινε την απαραίτητη σημασία. Ηθελε να δώσουν άλλη μια ευκαιρία στον γάμο τους και να φτιάξουν τα πράγματα. Η καλοσύνη του την λύγισε και έπεισε τον εαυτό της πως έπρεπε να μείνει στην οικογένειά της.
Η κόρη της, Πόλα, δεν την κοιτούσε ποτέ στα μάτια και ο Νίκο είχε χάσει πολλά κιλά επειδή δεν έτρωγε. Προσπάθησε η Ιζαμπέλ να τους εξηγήσει τι είχε συμβεί, αλλά κανείς τους δεν ήθελε να ακούσει. «Τι να τους έλεγα; Οτι αγάπησα κάποιον περισσότερο;» σημειώνει η ίδια.