«Σε όλη μου τη ζωή ονειρευόμουν να παίξω με τον Κλαρκ Γκέιμπλ. Ήταν ο απόλυτος άνδρας για μένα. Όταν ήμουν μικρή, είχα μία φωτογραφία του πάνω από το κρεβάτι μου. Φανταζόμουν ότι ήταν ο πατέρας μου και αυτή η σκέψη με βοηθούσε να κοιμηθώ». Αυτό είχε δηλώσει η Μέριλιν Μονρόε, με την οποία τελικά συμπρωταγωνίστησαν στην τελευταία ταινία της πλούσιας κινηματογραφικής του καριέρας.
Και δεν ήταν η μόνη, μιας και ο Κλαρκ Γκέιμπλ υπήρξε ο «Βασιλιάς» της Χρυσής Εποχής του Χόλιγουντ, σύμβολο γοητείας και αρρενωπότητας, ηθοποιός με απαράμιλλο ταλέντο και δυναμική, που κατάφερε να απογειώσει τους ρόλους στη σφαίρα του μύθου, όπως συνέβη με τον θρυλικό Ρετ Μπάτλερ από το «Όσα παίρνει ο άνεμος».
Ο Γκέιμπλ γεννήθηκε την 1 Φεβρουάριου το 1901 στο Κάντιζ, ένα χωριό με τέσσερις εκκλησίες και είκοσι καταστήματα. Ο πατέρας του ήταν ένας εργάτης σε γεωτρήσεις πετρελαίου. Μάλιστα, κανονικά το επώνυμό τους ήταν Γκέμπελ, αλλά η οικογένεια το άλλαξε κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, για να μη θυμίζει γερμανικό όνομα.
Έμεινε ορφανός από μητέρα όταν ήταν μωρό, οπότε γρήγορα ο πατέρας του ξαναπαντρεύτηκε. Η μητριά του ήταν αυτή που του δίδαξε πιάνο, τον έμαθε να περιποιείται την εμφάνισή του και τον μύησε στην τέχνη. Αν και από μικρός έδειξε τις καλλιτεχνικές του ανησυχίες, δούλεψε κοντά στον πατέρα του στις πετρελαιοπηγές στην Οκλαχόμα, ενώ παράλληλα έπαιζε και σε ερασιτεχνικές παραστάσεις. Στη συνέχεια μπήκε σε έναν περιοδεύοντα θίασο του Πόρτλαντ. Η δασκάλα Τζοζεφίν Ντίλον τον πήρε υπό την προστασία της και του έμαθε τα μυστικά υποκριτικής.
Στις αρχές της δεκαετίας του '20 παντρεύεται την κατά δεκαεφτά χρόνια μεγαλύτερή του Ντίλον, η οποία έγινε και ατζέντης του και φεύγουν μαζί για το Χόλιγουντ. Στην αρχή έπαιξε ρόλους κομπάρσου σε βουβές ταινίες του φημισμένου Έριχ Φον Στροχάιμ και έκανε και κάποιες εμφανίσεις στο θέατρο, όπου γνωρίστηκε με τον Λάιονελ Μπάριμορ, μετέπειτα στενό φίλο του. Με τη βοήθεια της Ντίλον, κέρδισε τον πρώτο του μεγάλο ρόλο στο Μπρόντγουεϊ, το 1928, στο θεατρικό έργο της Σόφι Τρέντγουελ «Machinal».