Κυβέλη Ανδριανού ήταν το όνομά της, αλλά έμεινε γνωστή στην Ιστορία ως Κυβέλη, ίσως γιατί πάντα ένιωθε πως ήταν ένα πλάσμα που ήρθε σε αυτό τον κόσμο μόνο του.
Σύμφωνα με τις φήμες, γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1887, άλλοι πάλι έλεγαν ότι ήταν νόθο παιδί του βασιλιά Γεωργίου του A’. Τίποτα από αυτά δεν είναι σίγουρο, πέρα από το γεγονός ότι η βιολογική της μητέρα την εγκατέλειψε σε ένα καλάθι με ένα κόσμημα στο λαιμό, όπου ήταν χαραγμένο το όνομά της.
Μια φτωχή γυναίκα, η Μαρία Ανδριανού, τη βρήκε και αποφάσισε να την κρατήσει. Ένας δικηγόρος, όμως, τη συμβούλευσε ότι έπρεπε να παραδώσει το μωρό στο βρεφοκομείο και στη συνέχεια να το υιοθετήσει νόμιμα, όπως κι έγινε. Η Κυβέλη μεγάλωσε με αγάπη από τους θετούς της γονείς, ενώ με τη βοήθεια της οικογένειας του δικηγόρου, που είχαν χάσει το δικό τους παιδί κι έβλεπαν στο μικρό κοριτσάκι την ελπίδα, φοίτησε στο παρθεναγωγείο Χιλ, όπου διακρίθηκε για την εξυπνάδα της. Παρακολούθησε επίσης μαθήματα απαγγελίας και μάλιστα το 1901 βραβεύτηκε για την επίδοσή της.
Την ευκαιρία να ανέβει στη σκηνή της την έδωσε ο ιδρυτής της Νέας Σκηνής, ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος, που της εμπιστεύτηκε τον ρόλο της Ιουλιέττας και έγινε ο μέντοράς της. Ρωμαίος στην παράσταση ήταν ο Μήτσος Μυράτ, που έμελλε να γίνει και ο πρώτος της σύζυγος. Ο Μυράτ την ερωτεύτηκε παράφορα, εκείνη μάλλον όχι, παρόλα αυτά όμως τον παντρεύτηκε και απέκτησε μαζί του δύο παιδιά, τον Αλέξανδρο και την Μιράντα, που επίσης ακολούθησε το επάγγελμα των γονιών της.
Με τη Νέα Σκηνή συνεργάστηκε πέντε χρόνια, ερμηνεύοντας εμβληματικούς ρόλους, όπως η «Άλκηστη» του Ευριπίδη, η «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, η Ανιούτσκα από το «Κράτος του Ζόφου» του Τολστόι ή στο ρόλο της θεατρίνας στη «Λοκαντιέρα» του Γκολντόνι, που την καθιέρωσαν ως απόλυτη πρωταγωνίστρια.
Μετά τη διάλυση της Νέας Σκηνής, το 1906 γνωρίζει τον όμορφο και γοητευτικό Κώστα Θεοδωρίδη. Για χάρη του, εγκαταλείπει παιδιά και σύζυγο και φεύγει στο Παρίσι, για να ζήσει τον έρωτα της. Με την επιστροφή της, ο Τύπος της εποχής τη χτυπάει ανελέητα, ως μοιχαλίδα.