Η Λένα Διβάνη δεν χωράει σε καλούπια. Η συγγραφέας και καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο –απ΄όπου παραιτήθηκε, έχει επιλέξει να προχωράει κόντρα στα στερεότυπα. Κι αυτό το χρωστάει στους γονείς της. Συνειδητοποιημένη φεμινίστρια, δεν πιστεύει ούτε στον γάμο ούτε στα παιδιά, τουλάχιστον σε ό,τι την αφορά. Γι΄ αυτό και θεωρεί ότι, ευτυχώς, με το #metoo άνοιξε το κουτί της Πανδώρας –και βγήκαν τα τέρατα… Πρόσφατα επανακυκλοφόρησε το «Εργαζόμενο αγόρι» (εκδόσεις Πατάκη), ένα βιβλίο που αντιστρέφει τους ρόλους των δύο φύλων.
Ποιο ήταν το έναυσμα για «Το εργαζόμενο αγόρι»;
«Το κεφάλι μου! Γράφτηκε πριν από είκοσι τρία χρόνια, και επειδή ήμουν πολύ νεότερη και αφελέστερη, πίστευα ότι αυτά που έχω εγώ στο κεφάλι μου τα έχει όλος ο κόσμος. Και οι μόνοι άνθρωποι που κατάλαβαν τι προσπαθούσα να κάνω με το βιβλίο αυτό ήταν τέσσερις φεμινίστριες, καθηγήτριες γλωσσολογίας στο ΑΠΘ».
Ποιος είναι ο στόχος του βιβλίου σας;
«Έρχεται να αναποδογυρίσει τους στερεοτυπικούς ρόλους, όλα τα στερεότυπα. Κάθισα και κατέγραψα όλα τα στερεότυπα της συμπεριφοράς ανδρών και γυναικών, και τα αντέστρεψα. Με στόχο κανείς να μην μπορεί να ταυτιστεί και να δούμε όλοι τι γελοιότητες κάνουμε. Το πρώτο πράγμα στην κοινωνιολογική προσέγγιση είναι να αναγνωρίσεις ένα φαινόμενο. Έβλεπα συχνά σε φίλους και γνωστούς, αγόρια κυρίως, πόσο φρικτά καταπιέζονταν απ΄ τη μητέρα τους, αυτή την μητέρα-ελικόπτερο... Αλλά δεν μπορούσαν να το δουν, γιατί το αντίτιμο ήταν η αγάπη: Μ΄ αγαπάει και διαλύει όλες τις σχέσεις μου, μ΄ αγαπάει και λέει το ένα και το άλλο, μ΄ αγαπάει και δεν μ΄ αφήνει να φύγω στο εξωτερικό να σπουδάσω. Είναι αγάπη αυτό; Αλλά πρέπει να έχεις την ετοιμότητα να το δεις, να έχεις δει άλλα περιστατικά, να σε έχει προετοιμάσει η κοινωνία. Η συνειδητοποίηση είναι όλα τα λεφτά. Η συζήτηση θα μας σώσει».
Ποια είναι η ρίζα, πιστεύετε, που σας οδήγησε στον φεμινισμό και να βλέπετε έτσι τον κόσμο;
«Πράγματι είμαι απ΄ τους ανθρώπους που πιστεύουν ότι ό,τι κάνουμε έχει ρίζα στην πάρα πολύ πρώιμη διαμόρφωσή μας, από 1 έως 5 ετών. Οπότε, η δική μου ρίζα, είναι το σπίτι μου. Είχα δύο πολύ ευνοϊκούς παράγοντες μαζεμένους για να οδηγηθώ εδώ. Πρώτος, η μητέρα μου. Είχε τρία παιδιά ως τα 21 της χρόνια, πράγμα που σημαίνει ότι δεν έζησε τα νιάτα της. Παντρεύτηκε με προξενιό, όπως όλοι ή οι περισσότεροι τουλάχιστον, εκείνη την εποχή και είχε και έναν πολύ συντηρητικό αδελφό. Επειδή η μητέρα μου ήταν και πολύ όμορφη, δεν την άφηνε να εμφανιστεί στον δημόσιο χώρο. Έκανε πάρτυ ο ίδιος και ήταν η μαμά μου μέσα στο δωμάτιο και άκουγε το πάρτυ. Όταν μετά βγήκε στην δημόσια σφαίρα ήταν πια παντρεμένη. Ήταν απ΄ τις μητέρες που ευτυχώς, δεν προσπαθούσε να περάσει στις κόρες της αυτό που υπέστη η ίδια. Αντίθετα μας έλεγε πόσο σας ζηλεύω που είστε ανεξάρτητες».