Λυδία Φωτοπούλου
Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Λυδία Φωτοπούλου -«Αν δεν είχα ανακαλύψει το θέατρο θα ήμουν φτωχή, άπορη, μισή»


Η Λυδία Φωτοπούλου ανήκει στην πρώτη γραμμή του θεάτρου: Ηθοποιός από τις πιο σημαντικές, δίνει σε κάθε ρόλο, σε κάθε ερμηνεία, όλο της τον εαυτό, όλο το ταλέντο της. Άνθρωπος με ευαισθησίες, με φιλίες και σχέσεις ζωής, ανακάλυψε πρόσφατα (και) την τηλεόραση και την ανακάλυψε κι εκείνη. Γεννήθηκε στην Καβάλα, μεγάλωσε στην Θεσσαλονίκη, ζει στην Αθήνα -στην Κυψέλη. Έχει έναν γιο, τον Κωνσταντίνο και μια εγγονή, την μικρή Λυδία.

«Όταν ξεκίνησα το θέατρο, και έγινε τυχαία, αισθανόμουν ότι βρήκα το εαυτό μου, ότι εκεί μέσα είμαι χαρούμενη, ότι πατάω στην γη μου. Ως τότε πελαγοδρομούσα ανάμεσα σε αρχιτεκτονικές. Γιατί μεγάλη το αποφάσισα το θέατρο, στα 18 μου.

Γεννήθηκα στην Καβάλα, μεγάλωσα στην Θεσσαλονίκη. Όταν έχασα την μητέρα μου, με τον μπαμπά μου ήρθαμε στην Αθήνα, για τρία χρόνια, ως την πέμπτη Γυμνασίου. Στην έκτη επέστρεψα στην Θεσσαλονίκη... Είχα μια φίλη εκεί, είχα ερωτευτεί κιόλας και επέμεινα να γυρίσουμε. Τότε ήταν που πήγα σε σχολείο θηλέων. Είχαμε έναν φιλόλογο, τον Γιώργο Ισακίδη που ετοίμαζε για το τέλος της χρονιάς, μαζί με την συμμαθήτριά μου Μόνα Κιτσοπούλου –κόρη του διευθυντή του ΚΘΒΕ επί χούντας, την “Ηλέκτρα”, με κορίτσια. Εγώ δεν πήγα βέβαια, μέχρι που ανακάλυψα ότι χάνανε μαθήματα για τις πρόβες. Οπότε λέω στην κολλητή μου ότι τότε θα πάω κι εγώ στο θεατρικό -γι΄αυτόν τον λόγο. Έτσι κι έγινε. Ήμουν στον Χορό. Κι επειδή τραγουδούσα, χόρευα και τα σχετικά, έγινα κορυφαία. Και ξετρελάθηκα μ ΄όλο αυτό.

Την ημέρα της πρεμιέρας ήταν από κάτω ο Κιτσόπουλος, η Ντόρα Τσάτσου, ηθοποιοί του Κρατικού, μουσικοί, πολύς κόσμος. Ήρθαν μετά στα παρασκήνια. Θυμάμαι την Ντόρα Τσάτσου, κι άλλους, που μου έλεγαν “εσύ παιδάκι μου πρέπει να γίνεις ηθοποιός”. Κι εγώ αισθάνθηκα, πρώτη φορά, μετά την δύσκολη εφηβεία που είχα και τον θάνατο της μαμάς μου, ότι πατάω κάπου σε μένα. Πήγα μετά στην σχολή, ο μπαμπάς μου δεν πολυήθελε, αλλά δεν μου χαλούσε και χατήρι. Ως τότε έλεγα ότι θα πάω αρχιτεκτονική γιατί είχαν πάει οι ξαδέλφες μου. Μου άρεσαν πολύ και τα μαθηματικά, η φυσική, η χημεία –αν ξεκινούσα τώρα θα ΄θελα να γίνω βιολόγος. Τότε δεν είχα καμία επιθυμία για κάτι.

Παναγιώτης Μάλλιαρης

Όσο ζούσε η μαμά μου, με πήγαινε πολύ στο θέατρο –συχνά βαριόμουν. Θυμάμαι μια παράσταση στην Αθήνα, ένα μπουλβάρ, με τον Μυράτ και την Ζουμπουλάκη, που ενώ δεν ήθελα καθόλου να πάω, όταν πήγα μ΄άρεσε πολύ.

Έχασα την μητέρα μου στα 14, ήταν 46. Ήταν πάρα πολύ βαρύ. Έχω μια αδελφή από τον πρώτο γάμο του πατέρα μου -παντρεύτηκε όταν ήμουν τεσσάρων.

Μικρή λάτρευα τον χορό. Ήμουν ένα απίστευτα ντροπαλό παιδί μπροστά στον κόσμο. Όταν ήμουν στο σπίτι μόνη μου ή σε πολύ δικό μου περιβάλλον, χόρευα, έλεγα ανέκδοτα, γελούσαν μ΄ αυτά που έκανα, κι αυτό ικανοποιούσε την ματαιοδοξία του παιδιού. Αγαπούσα φοβερά την μουσική, την κλασική μουσική γιατί με πήγαινε η μαμά μου στις συναυλίες της Κρατικής Ορχήστρας. Η μητέρα μου δεν δούλευε, ο πατέρας μου ήταν πολιτικός μηχανικός. Μεγάλωσα κανονικά, χωρίς προβλήματα. Η οικογένειά μου μου έδωσε πολλά. Ποτέ δεν διανοήθηκα να γίνω ηθοποιός. Και όταν έχασα την μαμά μου, ήμουν πάρα πολύ έντονη στο σχολείο, όχι στο σπίτι –εκεί βγήκε η εκρηκτική εφηβεία μου.

Είχα κάτι που ήθελε να βγει, που έπρεπε να εξωτερικευθεί. Στα 14 μου ήρθαμε Αθήνα, και μετά αφού ανεβήκαμε στην Θεσσαλονίκη, μείναμε. Πήγα στην σχολή του Κρατικού Ωδείου για να μπορώ να κάνω και το φροντιστήριο για την αρχιτεκτονική. Ο μπαμπάς μου το δέχτηκε ως γενική μόρφωση. Είχε ρωτήσει τον Γιάννη Βόγλη -γνωρίζονταν, αν είναι δύσκολος χώρος το θέατρο και αν θα μπορούσε να μ΄αφήσει να κάνω θέατρο. Κι ο Βόγλης του είπε ότι την έχεις μεγαλώσει σωστά, οπότε δεν κινδυνεύει.

Δεν πρόλαβε να με δει ο μπαμπάς μου στην σκηνή. Στο πρώτο έτος της σχολής μας πήραν να στελεχώσουμε τις παραστάσεις του Κρατικού ως φιγκυράντ, στον “Δύσκολο” και την «Σαμία» του Μενάνδρου. Τον «Δύσκολο» τον έκανε ο Μπούχλης. Εγώ έκανα κάτι μικρό στην «Σαμία». Γιατί ο Μπούχλης από τότε που με είδε και έψαχνε την νεαρή πρωταγωνίστρια δεν μπορούσε να βρει άλλη. Ήμουν 19 και έμοιαζα 15... Μου έβγαλαν και προσωρινή άδεια κι έτσι έπαιξα μόνον στον “Δύσκολο”. Εκεί με είδε ο μπαμπάς μου –ήταν τόσο περήφανος. Το χάρηκε. Αυτή ήταν η παράσταση που με είδε. Όταν με πήραν στο Κρατικό για να παίξω, επαγγελματίας πια, στην προ-γενική που γινόταν το πρωί μιας Τετάρτης, ο μπαμπάς μου έπαθε έμφραγμα και λίγες ώρες μετά πέθανε –τον πρόλαβα. Κατέβηκα στην Αθήνα για την κηδεία, γύρισα στην Θεσσαλονίκη και έκανα πρεμιέρα.


Παναγιώτης Μάλλιαρης

Έχασα μικρή και τους δύο γονείς μου. Μεγάλη ορφάνια. Βέβαια της μαμάς είναι ακόμα μεγαλύτερη. Πάντα τα χρόνια μου στο θέατρο είχα μια άδεια καρέκλα –στο μυαλό μου.

Δεν ξέρω πραγματικά αν, επειδή η μητέρα μου ήταν συντηρητικός άνθρωπος, και φοβόταν τα φλερτ μου, την εφηβεία μου, δεν ξέρω αν ζούσε αν θα το είχα κάνει. Ο Βουτσινάς, που ήξερε τα οικογενειακά μου, μου είχε πει ότι “η μαμά έφυγε για να σου αφήσει μια πόρτα ανοιχτή”. Και το λέω γιατί μπορεί να υπάρχουν ακόμα οικογένειες που ίσως να στερούν απ΄ τα παιδιά τους κάτι. Γιατί εγώ πιστεύω ότι αν δεν το είχα κάνει, δεν θα ήμουν καλά. Υπήρχε μέσα μου κάτι τόσο έντονο, που αν δεν έβρισκε τον δρόμο να εκφραστεί, θα μπορούσα να είμαι ένας πολύ δυστυχισμένος άνθρωπος και ίσως όχι καλά στο μυαλό του. Αμέσως κατάλαβα ότι το θέατρο είναι ο χώρος μου. Σαν να ήρθαν τα πράγματα και να κούμπωσαν. Είναι σαν να συναντήθηκα, σαν να ανακάλυψα έναν θησαυρό. Που αν δεν τον είχα ανακαλύψει θα ήμουν φτωχή, άπορη, μισή… Μετά τα πράγματα πήραν τον δρόμο τους, το΄να έφερε τ΄άλλο.

Τα πρώτα χρόνια στο Κρατικό βρέθηκα σε πολύ καλή στιγμή του θεάτρου. Τότε ήταν που άρχισαν να χρησιμοποιούν τους νέους, να τους δοκιμάζουν. Μέσα στο Κρατικό γνώρισα σημαντικούς ηθοποιούς, με παιδεία, ηθοποιούς απ΄ τους οποίους μάθαινες ήθος. Εκεί γνώρισα τους πάντες –τον Χουβαρδά, τον Μαυρίκιο. Με τον Μαυρίκιο κατέβηκα για το «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» στο Εθνικό στην Αθήνα. Αρχίσαμε να κάνουμε παρέα, αγαπηθήκαμε, με είχε δει σε παραστάσεις, με ήξερε σαν ηθοποιό. Με τον Χουβαρδά κατέβηκα για τα καλά στην Αθήνα, όταν μου είπε ότι ετοιμάζει το Αμόρε –“θα τ΄ αφήσεις όλα και θα 'ρθεις”. Τότε είχα και μικρό παιδί.

Όχι, δεν παντρεύτηκα ποτέ. Ήταν πολύ πρωτοποριακό τότε. Δεν ζούσαν κι οι γονείς μου κι ήταν πιο εύκολο. Με τον μπαμπά του Κωνσταντίνου ήμασταν μαζί, πιο πολύ κι από γάμο. Δεν τα πήγαινα και πολύ καλά με τους γάμους. Ο πρώην άντρας μου ήταν ο Δημήτρης Καρέλλης, ο ηθοποιός του ΚΘΒΕ. Ζήσαμε μαζί έξι χρόνια –και μετά έκανα την επανάστασή μου.

Δεν με απασχολούσε ποτέ η γνώμη του κόσμου για την ζωή μου. Το θέατρο είναι άλλη ιστορία. Επειδή ξοδεύεις πολλή ενέργεια, έχεις μια ανάγκη την οποία δεν μπορείς να αποβάλεις. Ανοίγεις πολύ στο θέατρο και εγώ ξέρω πάντα πότε δεν τα έχω πάει καλά. Ακόμα κι αν πάρω καλή κριτική, εγώ ξέρω. Αλλά έχεις ανάγκη από μια επιβεβαίωση για να προχωρήσεις. Άλλο μια κριτική σωστή κι άλλο μια κριτική που σε θίγει σαν άνθρωπο –νοιώθεις σαν να σε πυροβολούν.

Ήρθα τελικά στην Αθήνα, αλλά χωρίς τον γιο μου. Ήταν πολύ δύσκολο όλο αυτό. Ενώ τα είχα κανονίσει όλα για να έρθουμε, ο πατέρας του έκανε μια κίνηση ματ και ζήτησε να πει το παιδί πού θέλει να πάει σ΄ ένα δικαστήριο. Ήταν έξι ετών. Τότε εγώ είπα ότι δεν θα βάλω ποτέ το παιδί να διαλέξει. Κι έτσι έζησα, όλα τα χρόνια του Αμόρε, όλη την τρέλα. Κυριακή βράδυ έπαιρνα το τρένο, ανέβαινα Θεσσαλονίκη και Τετάρτη έπαιρνα το αεροπλάνο και ερχόμουν Αθήνα.


Παναγιώτης Μάλλιαρης

Με τον γιο μου αισθανόμουν ότι δεν χάσαμε σημαντικά πράγματα από την σχέση μας. Ήμουν πολύ δίπλα του σε κουβέντες. Η σχέση μας ήταν, είναι πολύ βαθειά. Παράλληλα πίστευα ότι τα παιδιά πρέπει να βρίσκουν τον δικό τους δρόμο –κι ο γιος μου αυτό έκανε.

Το Αμόρε ήταν μια μεγάλη εμπειρία. Μπορεί να βρεις μια άλλη ωραία εποχή, με ωραίες συνθήκες, αλλά αυτό, όλο μαζί, δεν το ξαναβρίσκεις. Ήταν η αρχή ενός πράγματος που άφησε το στίγμα του. Συνηθισμένη από ένα Κρατικό Θέατρο, όπου εσύ μόνο να παίξεις είχες, στο Αμόρε ήταν όλα στο χέρι μας. Κι ήταν τόσο όμορφο. Έμπαινες στο θέατρο με τα όλα του. Φοβερά χρόνια.

Μετά το Αμόρε βγήκα πια στο ελεύθερο θέατρο. Αλλά ποτέ δεν αισθάνθηκα ότι είμαι η Λυδία Φωτοπούλου. Ενηλικιώθηκα μετά τα 55 μου. Αλλά μου έκανε κι ένα καλό αυτό, δεν πήρα ποτέ σοβαρά τον εαυτό μου. Πήρα σοβαρά την δουλειά μου. Ημουν πάντα με την ίδια νεανική ανασφάλεια, αγωνία, περιέργεια. Κι ίσως γι΄αυτό δουλεύω εύκολα με καινούργιους, με νέους.

Συνειδητά επέλεξα αυτόν τον δρόμο στο θέατρο. Αισθανόμουν ότι μόνο αυτό μπορούσα, από θέμα ρεπερτορίου, προβών. Δεν είχα καθόλου τον χαρακτήρα για να μπω στην μαρκίζα –ούτε μου΄ λειψε ποτέ ούτε το ζήτησα. Πρόσφατα, με την Μαριλού στην “Τούρτα της μαμάς” ενδιαφέρθηκαν κάποια γυναικεία περιοδικά, αλλά ήταν μέσα απ΄ την τηλεόραση. Πάντα μέσα απ΄την τηλεόραση γίνονται αυτά γιατί είναι πολύ μεγαλύτερο το κοινό. Το ξέρεις αυτό. Η Καρυοφυλλιά είναι πολλή τυχερή γιατί ασχολείται με το θέατρο που θέλει και νωρίς ήρθε μια τηλεόραση που την αντιπροσώπευε και μπορούσε να τα υπηρετήσει και τα δύο.

Όλα έγιναν στην ζωή μου. Έρωτες έγιναν, φιλίες που κρατούν ακόμα, φλερτ μέσα στις παραστάσεις. Όλα τα έζησα –και με το παιδί μαζί και με την δουλειά. Τώρα έχει λίγο αλλάξει αυτό, λόγω χρόνου, με ευχαριστεί περισσότερο να καθίσω σπίτι μου. Ήμουν ξενύχτισσα, πήγαινα στα μπαρ.

Η αίσθηση ότι έχω ένα παιδί ήταν και είναι σπουδαίο. Κάνω παρέα με νέες κοπέλες στην δουλειά, όπως και με νεότερους άντρες, και πάντα λέω στα κορίτσια “μην σκεφτείτε ότι ένα παιδί μπορεί να εμποδίσει την καριέρα”. Μόνο καλό μπορεί να σου κάνει. Είσαι μετά τόσο γεμάτος… Οι έρωτες περνάνε, οι οικογένειες μπορεί να χαλάσουν, το παιδί είναι μια μεγάλη σταθερά. Και υπάρχει πάντα μέσα στο μυαλό σου, σε μια ακρούλα, ότι προσπαθείς να κάνεις λίγο καλύτερο τον κόσμο και για το παιδί σου. Μ΄ αρέσει που ο Κωνσταντίνος αγαπάει το θέατρο –κι ας μην ασχολήθηκε ποτέ. Κι εμένα πάντα με ενδιέφερε ένα θέατρο που σε προχωράει. Ένα θέατρο όπου ο θεατής φεύγοντας κάτι θα πάρει μαζί του, θα μετακινηθεί λίγο. Δεν μπορεί να κάνει τίποτε άλλο το θέατρο –μόνον αυτή η μετακίνηση προς κάτι.

Παναγιώτης Μάλλιαρης

Ο χρόνος που περνάει δεν με απασχολεί. Σίγουρα θα΄ θελα να μην φαίνεται τόσο πολύ στο πρόσωπό μου, αλλά απ΄ την άλλη λέω ότι όλα αυτά είναι αυτά που έχω ζήσει… Αυτό που δεν μ΄ αρέσει είναι που χάνω την αντοχή στο σώμα μου, γιατί δεν έχω την θέληση να ασκούμαι. Και ναι πράγματι έχω μια εφηβική διάσταση, ασχέτως ηλικίας. Η Αννέζα Παπαδοπούλου μου έλεγε ότι θα είμαι γιαγιά-μωρό. Η άσκηση είναι κάτι που μας βοηθάει –αλλά είμαι λίγο τεμπέλα. Και πιστεύω ότι αξίζει, ότι αξίζει για την δουλειά μου. Απ΄ την άλλη όταν μπαίνω σε μια δουλειά, κάτι γίνεται στα κύτταρά μου και κάπως ξαναβρίσκω την δύναμή μου…

Ναι, μ΄ αρέσει να στραπατσάρομαι, δεν μ΄ενδιαφέρει να κάνω την ωραία. Άλλωστε δεν αισθανόμουν και ποτέ πολλή όμορφη. Κι αυτό σου δίνει μια ελευθερία. Γιατί άμα παγιωθείς σε μια εικόνα, μετά ίσως είναι πιο δύσκολο να ξεφύγεις.

Παρακολουθώ όσο μπορώ την νέα γενιά του χώρου μας και μ΄αρέσουν πάρα πολύ οι πρωτοβουλίες τους. Εγώ πάντα απ΄ τους νέους περιμένω. Σήμερα έχουν χαθεί όλες οι αξίες, τα πάντα, δεν έχεις να στηριχθείς σε τίποτα. Η απογοήτευση είναι τεράστια. Κι αυτοί οι νέοι τώρα είναι παιδιά αυτής της κατάστασης και μιας φτώχειας, μιας ανασφάλειας. Θα αλλάξει η Ελλάδα; Μπορεί; Ώστε να γίνουν κάποια πράγματα που να έχουν μέσα τους την αξιοκρατία, την δικαιοσύνη, τις ιδέες, την ιδεολογία; Αυτά έχουν τελείως χαθεί. Οι νέοι ζουν σε μια πάρα πολύ δύσκολη εποχή γι΄ αυτό και όσοι μπορούν και καταφέρνουν και δημιουργούν μέσα σ αυτή την εποχή είναι πολύ άξιοι.

Το θέατρο, κι αυτό πάντα με τρελαίνει, και γι΄ αυτό δεν ηρεμώ τον καιρό των παραστάσεων, είναι τόσο εφήμερο, τόσο εξαρτημένο από την κατάσταση εκείνης της στιγμής…».

Στην Μικρή Επίδαυρο

«Ο Σταμάτης Κραουνάκης θα κάνει μια βραδιά στην Μικρή Επίδαυρο με τα ερωτικά του τραγούδια. Και με σκέφτηκε λίγο μέσα απ΄την “Γκόλφω” για να βγω να πω δύο-τρία τραγούδια. Οπότε θα το προσπαθήσω. Τώρα αισθάνομαι ότι η φωνή μου δεν με βοηθάει, αλλά επέμενε τόσο ο Σταμάτης, οπότε ενέδωσα. Θα δούμε...

Έχω να βγω στην σκηνή απ΄τον Φλεβάρη του 2020 που μας έκλεισαν με τον Covid -ήταν στον “Τζον Γαβριήλ Μπόρκμαν”. Έκτοτε δεν επανήλθα. Ήταν και “Η τούρτα της μαμάς” για δύο χρόνια στην ΕΡΤ, που δεν μου άφηνε χρόνο. Δεν είχε τύχει ποτέ στην πορεία μου να μην παίξω για μεγάλο χρονικό διάστημα, ήταν η πρώτη φορά.

Τώρα κάνω κι άλλη μια σειρά στην ΕΡΤ, για του χρόνου, με τον Αντώνη Καφετζόπουλο. Είναι μια γλυκόπικρη κωμωδία. Είμαστε ένα ζευγάρι παντρεμένων που μόλις βγήκε στην σύνταξη -67 και 70 χρόνων. Είναι μόνο δύο άτομα, και κάθε επεισόδιο έχει 15λεπτη διάρκεια. Πώς ήταν το “Σ΄αγαπώ, μ΄αγαπάς”, όχι όμως μονοκάμερο κι εμείς απέναντι στην κάμερα. Εδώ είναι στο σπίτι τους, στον χώρο τους, με όλα τα προβλήματα των συνταξιούχων, με τα παιδιά τους, που έρχονται να τους δουν –και μπαίνουν, πότε-πότε στην σειρά, με τον γείτονα (Γιάννης Μόρτζος). Μπαίνουν δηλαδή και πρόσωπα απ΄έξω αλλά συνήθως είναι οι δυό τους. Λέγεται «Τρίτος όροφος»…

Ναι, πράγματι, πρόσφατα, είναι σαν να ανακάλυψα και να με ανακάλυψε η τηλεόραση. Έχω κάνει ελάχιστη -όπως “Τα ψάθινα καπέλα” της Μαργαρίτας Λυπεράκη με τον Γιάννη Λαπατά, στην ΕΡΤ. Μια εξαιρετική σειρά. Αλλά δεν με κέρδισε η τηλεόραση. Μέσα στα χρόνια είχα προτάσεις –είχα και κάποιες ηλίθιες αρνήσεις. Αλλά είχα το θέατρο που θεωρούσα ότι ήταν το μόνο και όλα τα άλλα ξεπούλημα. Τώρα πια δεν τα πιστεύω αυτά. Ήταν ταμπού της γενιάς μου, πολύ έντονα. Όχι μόνον το θέμα της τηλεόρασης αλλά και το οικονομικό. Ήμασταν μια γενιά που έλεγε ότι αυτό δεν είναι δουλειά που κάνουμε, άρα τι σημαίνει θα πληρωθώ καλά… Δεν ξέρω πως είχε γίνει έτσι το κεφάλι μας. Τώρα θεωρώ απαράδεκτο ότι μετά από τόσα χρόνια στο θέατρο, κι είμαι απ΄τους καλούς, άμα πάω να δουλέψω ως πρωταγωνίστρια στην Επίδαυρο θα πάρω 1200 ευρώ, και θα πεθάνω στην κούραση. Πώς γίνεται να μην έχω μια μικρή απολαβή απ΄αυτό;».





SHARE