Μαρία Πρωτόπαππα
Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Μαρία Πρωτόπαππα: «Δεν έχω κάνει ποτέ άλματα, αν πρώτα δεν έχω συνθλιβεί»


Η Μαρία Πρωτόπαππα είναι ηθοποιός -τα τελευταία χρόνια άρχισε και να σκηνοθετεί. Ηθελε να γίνει γιατρός αλλά, ευτυχώς, κατάλαβε εγκαίρως ότι το θέατρο είναι ο φυσικός της χώρος. Φοίτησε στην σχολή του Θεάτρου Τέχνης. Ακολουθεί το ένστικτό της, αναζητά την έμπνευση και μαζί μια προσωπική ικανοποίηση που δεν έχει να κάνει με την επιτυχία –την απολαμβάνει, ωστόσο, και συγκινείται από την ανταπόκριση του κόσμου. Ζει στην Αθήνα.

«Γεννήθηκα και μεγάλωσα στον Κορυδαλλό. Τα καλοκαίρια πηγαίναμε στο χωριό, έξω από την Κόρινθο. Εχω ωραίες αναμνήσεις. Ημασταν πολύ καλά με τους γονείς μου και τον αδελφό μου –είχα τη μητέρα μου πάντα κοντά μου, δούλευε μέσα στο σπίτι. Είχε πολλά ενδιαφέροντα, μας διάβαζε. Ηταν η εποχή που οι γυναίκες είχαν τις πρώτες αναζητήσεις χειραφέτησης. Εγώ τη Σιμόν ντε Μποβουάρ την κοίταξα πολύ νωρίς. Είχα ερεθίσματα.

Τον πατέρα μου τον έχω χάσει πολλά χρόνια. Ηταν λογιστής. Του άρεσε η μουσική, ζωγράφιζε –μετά τα παράτησε. Δεν μπορώ να πω ότι ζήσαμε σ' ένα κλίμα καλλιτεχνικό, το περιβάλλον μας ήταν πιο λαϊκό, αλλά τους άρεσαν κάποια πράγματα, υπήρχε μια σύνδεση μέσα τους.

Την ιατρική την είχα διαλέξει μόνη μου, μου άρεσε. Ναι, ήμουν άριστη μαθήτρια. Μου άρεσε η βιολογία, η χημεία, τα μαθηματικά –λιγότερο η φυσική. Ημουν πολύ καλή στα μαθηματικά. Βασίζομαι στην επιστήμη. Από πολύ μικρή συνέδεα τα μαθηματικά με τη γλώσσα. Κοιτούσα τα αρχαία με την ίδια αγάπη που κοιτούσα τα μαθηματικά...

Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης

Το Θέατρο Τέχνης ήταν μια σαφής και μοναδική επιλογή. Ηταν πολύ συγκεριμένα όλα. Ακολουθώ, όσο γίνεται, το ένστικτό μου. Το ένστικτο είναι εγκέφαλος, ψυχολογία, πολλά μαζί, εκεί που νιώθεις οικειότητα –χωρίς να σημαίνει ότι είναι πάντα καλό. Σαν τον έρωτα. Με αυτή την έννοια δεν μπορώ να βρεθώ σε μέρος που νιώθω ξένη.

Δεν αφήνω τα πράγματα στην τύχη. Με τα χρόνια έμαθα να την εκμεταλλεύομαι πολύ όπως και το λάθος, το τυχαίο, την αναποδιά. Τα εμπιστεύομαι πια αυτά –δεν ξέρεις η αναποδιά από τι σε γλιτώνει.

Δεν αφήνω τα πράγματα στην τύχη. Με τα χρόνια έμαθα να την εκμεταλλεύομαι

Έμεινα στο Θέατρο Τέχνης μετά την Σχολή. Ημουν πολύ χαμηλών τόνων, δεν είχα κι αυτό με τις γνωριμίες. Εμεινα και από φόβο. Κι είχα ανάγκη να εργαστώ. Επρεπε να ξεκινήσω, και στο Θέατρο Τέχνης με είχαν μάθει, με ήξεραν, με αγαπούσαν. Κάποια στιγμή μετά από χρόνια, θυμήθηκα ότι ο Μίμης (σ.σ. Κουγιουμτζης) είχε αρνηθεί να με δώσει σε κάποιον θίασο –κι εγώ όταν το έμαθα, είχα τσαντιστεί, σκεπτόμενη με ποιο δικαίωμα το κάνει. Κι όμως, ήξερε που δεν με άφησε να πάω, με προστάτευσε, όπως και ο Λαζάνης, πολύ -εκείνος μου έδωσε πρώτος βήμα και χώρο. Εφυγα όταν αισθάνθηκα ότι πρέπει να μάθω κι άλλα πράγματα, να πλουτίσω την φαρέτρα μου. Για μένα έχει σημασία ότι άφησα τον χώρο ανοιχτό.

Πολλές φορές φεύγω όταν καταλαβαίνω ότι τα πράγματα δεν έχουν ροή. Εχω φύγει για να ανανεωθώ και να δω με άλλο μάτι τι χρειάζομαι. Δεν είναι δουλειά, δεν είναι επάγγελμα ακριβώς αυτό που κάνουμε –αν και χρειάζεται και το επαγγελματικό.

Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης

Φοβάμαι πολύ, είμαι άνθρωπος συνετός, παραήμουν κιόλας. Επαιρνα όμως παραδείγματα από ανθρώπους που είναι πιο ελεύθεροι. Είμαι περίεργη. Κι όταν πέφτω σε τέλμα κάτι με κάνει να πάω παραπάνω. Κι όταν σπάω τα μούτρα μου μ' αρέσει να βγάζω τα συμπεράσματά μου. Από πολύ μικρή έχω μάθει να επεξεργάζομαι τα της ημέρας ή τα της συνθήκης εκ των υστέρων για να βλέπω πως θα θέλω να είμαι και να προχωρώ. Και οργανώνομαι -και στην δουλειά...

Ο «Σασμός» και η Μαρίνα

Στη ζωή υπάρχουν αυτές οι πυκνώσεις και οι αραιώσεις. Κάποια στιγμή συμβαίνουν πολλά μαζί, καλά ή κακά, και μετά περνάνε, και κάθεσαι και σκέφτεσαι τι συνέβη. Τώρα είναι μια πύκνωση. Δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο αυτό που ζω τώρα, τόσα χρόνια έχω συνηθίσει τα φουσκώματα και τις μπουνάτσες. Χαίρομαι μ' αυτό που συμβαίνει.

Οσο για την αντίδραση του κόσμου, με συγκινεί, φυσικά. Νιώθω μεγάλη χαρά που αισθάνονται περήφανοι οι άνθρωποι με τη δουλειά μου.

Ημουν πολύ σκεπτική όταν ήρθε η πρόταση για τον “Σασμο”. Πήγα κυρίως για λόγους πρακτικούς, όπως και οι περισσότεροι ηθοποιοί του θεάτρου που βρεθήκαμε χωρίς χώρο και δουλειά. Το γεγονός ότι είχε ήδη γίνει η στροφή από τα κανάλια σε πιο θεατρικούς ηθοποιούς, με πιο κοινή γλώσσα, έπαιξε ρόλο.

Πήγα να συναντήσω τον σκηνοθέτη τον Κώστα Κωστόπουλο και την Μιράντα Ροσταντή που κάνει το κάστινγκ. Ο Κώστας μου είπε ακριβώς αυτά που ήθελα ν' ακούσω –ποιες είναι οι προκλήσεις, ποια είναι τα δύσκολα που θα έχω ν' αντιμετωπίσω, πρακτικά και καλλιτεχνικά. Κατάλαβα ότι έχω να κάνω μ' έναν έξυπνο άνθρωπο, που ξέρει τη δουλειά, την πιάτσα και θα συνεννοηθούμε. Και το γεγονός ότι μαζεύτηκε η παρέα που μαζεύτηκε, εμένα με ησύχασε και έτσι είπα το τελικό ναι.

Βούτηξα μέσα στην ιστορία με το κεφάλι. Επαιρνα την πρώτη ύλη, έβαζα κι εγώ το χέρι μου, αναγκαστικά, και κοίταξα να φτιάξω γερά θεμέλια στις σχέσεις μέσα στο γύρισμα –μ' όλους. Βρήκα τρομερή συνεργασία με μια από τις σκηνοθέτιδες, τη Ζωή Φίλιππα –όλοι πίνουν νερό στο όνομά της. Εγώ εξαιτίας της ανοίχτηκα τόσο πολύ –δουλεύει σαν να μην είναι καθημερινό. Γιατί εμείς οι ηθοποιοί του θεάτρου στεκόμαστε πάνω στη δραματουργία. Δουλέψαμε επίσης μαζί με την Χριστίνα (Χειλά-Φαμέλη) και την Ολγα (Δαμάνη) και φυσικά με τον Δημήτρη (Ημελλο), που συμβαίνει αυτό το μαγικό, οπότε όλο το υπόλοιπο πήρε τον δρόμο του. Κι έτσι σταμάτησα να ελέγχω –δεν βλέπω τι έχω κάνει και τι όχι, παρά δειγματοληπτικά. Αλλωστε δεν έχω τηλεόραση –ό,τι προλαβαίνω απ' το διαδίκτυο.

Γι' αυτές τις κορυφαίες σκηνές της σειράς πήγα –στο θέατρο τα κάνουμε σε καθημερινή βάση αυτά, και μάζευα υλικά. Ετσι δουλεύω, δηλαδή, με μοντέλα, με πραγματικούς ανθρώπους, κι αυτό με κρατάει. Κι όταν έχω να κάνω κάτι, ακόμα κι αν είναι δύσκολο ή γρήγορο, έχω την τεχνική μου και τους ανθρώπους μέσα μου που αναφέρομαι και αυτούς τιμώ.

Είχα και πολλές επιλογές, plan A, B, C, για τις σκηνές που χάνω τον "γιο" μου. Είχα και κοντινό μου πρόσωπο αγαπημένο και μακρινούς, αλλά και από δημόσια πρόσωπα (σ.σ. αναφέρεται στην Μάγδα Φύσσα), και από τη Στέλλα την Γκίκα που κάναμε μαζί την σκηνή –άντλησα από μια ιστορία που μου διηγήθηκε. Παίζει ρόλο και η στιγμή και ο χρόνος που έχεις: Ο χρόνος είναι πολύ σοβαρό πράγμα. Εγιναν πολύ γρήγορα αυτές οι σκηνές, τραγικά γρήγορα. Βιαζόμασταν πάρα πολύ. Η σκηνή του νεκροτομείου, ας πούμε, έπρεπε να γίνει πολύ γρήγορα –ήταν και η τελευταία. Γίνονται άλλωστε αποσπασματικά, οπότε πρέπει να έχεις έτοιμα τα υλικά σου. Απαραίτητη η καλή συνεννόηση μ' όλους.

Μετά είναι κι αυτός ο ανεκπλήρωτος έρωτας με τον “Αντώνη”, αυτή η μετάθεση, η ματαίωση. Αλλά γελάμε πολύ με τον Δημήτρη, με λέει κλόουν. Νομίζουν ότι είμαι σοβαρή στο γύρισμα, ενώ ακριβώς πριν και ακριβώς μετά γελάω πολύ. Για να χαλαρώνω μάλλον. Δεν αντέχεται αλλιώς. Φορτίζω για εκείνη την στιγμή.

Αυτός ο έρωτας θα καταλήξει μαζί; Δεν ξέρω, δεν με νοιάζει το happy end... Αυτά τα αποφασίζουν εκείνοι που γράφουν. Δεν το πολυψάχνω, εμένα με ενδιαφέρει η στιγμή και τι κάνω πάνω στον καμβά που μου δίνεται –αυτό με αφορά.

Δεν πιστεύω πολύ στον έρωτα, πια. Και δεν το λέω γιατί έχω απογοητευτεί

Δεν πιστεύω πολύ στον έρωτα, πια. Και δεν το λέω γιατί έχω απογοητευτεί. Τον θαυμάζω, αυτήν τη φωτιά, αυτή την τρέλα, σαν να έχεις πάρει ναρκωτικά –σχεδόν ορμονικό, που είναι υπέροχο να το ζεις, αλλά δεν πιστεύω ότι μπορεί να κρατάει. Κι εγώ δεν θα' θελα να κρατάει –ίσως είναι και θέμα ηλικίας. Μ’ ενδιαφέρει να ερωτεύομαι πολλά πράγματα, όχι μόνο τους ανθρώπους. Και τώρα εκτιμώ πολύ την αγάπη, πώς χτίζεται, πώς φτιάχνεις δεσμούς, πώς αλλάζεις, πώς δέχεσαι. Είναι άλλα τα στοιχήματα. Οπότε, αυτό έχει περάσει σε δεύτερη μοίρα για μένα, δεν με καλύπτει.

Ωστόσο, νεότερη, το ακολουθούσα πάντοτε –έχω περάσει και όμορφα και άσχημα στον έρωτα, όπως όλοι. Όσο πιο έντονα ερωτεύεσαι τόσο πιο έντονα πονάει όταν τελειώνει. Αλλά δεν νιώθω ότι το έχω πληρώσει –δεν συμφωνώ καθόλου μ' αυτή την αυτολύπηση για τη γυναίκα και τον έρωτα. Σαν να συντηρούμε μια μυθολογία αυτοπαθητική.

Το θέατρο ήταν ένας έρωτας για μένα. Πάντα υπήρχε μέσα μου αυτό το κομμάτι, από μικρή, με μάγευε σαν θεατή. Με πήγαινε η μαμά μου, της άρεσε πολύ. Μου άρεσε και ο χορός και η μουσική. Αλλά το θέατρο εμπεριέχει τα πάντα και την επικοινωνία μέσω του λόγου. Μου άρεσε πάντα η γλώσσα, είχα μεγαλύτερη ευκολία στον γραπτό λόγο. Προτιμούσα να γράφω γράμματα, δεν είχα το θάρρος να μιλήσω, μέχρι μεγάλη. Κι έτσι ήταν ένα στοίχημα να κερδίσω την δια λόγου επικοινωνία, χωρίς να ντρέπομαι. Σε ενθουσιάζει να μπαίνεις σε θέματα και κλίματα που δεν είναι χειροπιαστά, πεζά, της καθημερινότητας, ή με τα προσωπεία που έχουμε συνηθίσει να συνδιαλεγόμαστε κοινωνικά και να είμαστε μαζί με άλλους. Και να προσπαθείς να ζυμώνεσαι πάνω σε ένα θέμα που θέλει άλλου είδους σκέψη. Γιατί το θέατρο είναι και ο Απόλλωνας και ο Διόνυσος, και δομική σκέψη και μέθεξη, και να φτιάχνεις και να διαλύεις. Και κόλαση και παράδεισος μαζί –γιατί εξαρτάσαι από τους άλλους, δεν είσαι ελεύθερος.

Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης

Ψυχολογικοί νομίζω ότι ήταν οι λόγοι που με οδήγησαν ν' αφήσω την ιατρική για το θέατρο. Υπήρξαν ζητήματα που μ' έκαναν ακόμα πιο εσωστρεφή κι αυτό με κούρασε. Χρειαζόταν να βγω προς τα έξω και να μην είμαι με ένα βιβλίο στο χέρι, μόνιμα. Δεν ήμουν μόνη, αλλά είχα αυτή την εσωστρέφεια που δεν την επιλέγεις. Είχα φίλους, τον αδελφό μου και γενικά το σπίτι μας ήταν ανοιχτό. Εζησα γειτονιά, κάτω, στον δρόμο.

Οι κοινωνικοί ρόλοι και τα στερεότυπα -γάμος, παιδιά, οικογένεια, πώς ντύνεσαι, τι θα πουν οι άλλοι: Ενιωθα συνέχεια και παντού μεγάλη πίεση και καταπίεση, την οποία σιγά-σιγά τα τελευταία χρόνια αρχίζω και πετάω από πάνω μου. Τα στερεότυπα βρίθουν.

Από μια ηλικία και μετά, η γυναίκα περισσότερο αλλά και ο άντρας, πρέπει να υπακούν σε στερότυπα. Το γήρας είναι παροπλισμένο, είναι μια κακώς εννοούμενη έννοια, σαν διάολος, ενώ είναι η απαραίτητή μας βάση για να πάμε παρακάτω, είναι η εμπειρία. Κι όμως τους βάζουμε στην άκρη, τους αφήνουμε μόνους τους –αλλά οι μεγάλοι άνθρωποι είναι θησαυρός όπως και τα μικρά παιδιά.

Προσπέρασα τα πενήντα. Μ' αρέσει όμως γιατί βρίσκω άλλοθι απέναντι στον εαυτό μου για να απελευθερώνομαι και νιώθω πολύ πιο κοντά σ' αυτό που είμαι μέσα μου.

Δεν έχω κάνει ποτέ άλματα αν δεν έχω πρώτα συνθλιβεί. Δεν έχω κάνει ποτέ υπέρβαση αν πριν δεν έχω φτάσει στον βυθό, δεν έχω διαλυθεί και καεί. Κι εκεί που ξαναφυτρώνω σκέφτομαι ότι πεθαίνεις ή ζεις όπως θες –προσφάτως μου συνέβη κάτι ακραίο. Ημουν πολύ κοντά στο να πεθάνω –ψυχικά, σωματικά, και είπα όχι. Ενιωθα ότι ερχόταν όλο αυτό, ότι μέσα μου κάτι παραιτείται. Και δεν είχε να κάνει με το συλλογικό αλλά με κάτι προσωπικό...

Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης

Κι από ένα μικρό ατύχημα είδα λίγο αυτό που λένε τον Χάρο από κοντά –και εκεί συνειδητοποίησα ότι δεν έχω φτιάξει εγώ τα πράγματα. Γιατί είχα αφεθεί πολύ καιρό στο τυχαίο, χωρίς στόχευση. Δεν είχα για ποιον λόγο και το σώμα δεν είχε κίνητρο. Σώθηκα όμως και μετά χάρηκα τόσο πολύ που πάτησα γερά και συνήθλα. Ηταν μια στιγμιαία συνάντηση με τον θάνατο, εγώ το είδα και κατάλαβα ότι δεν είμαι έτοιμη. Και αντέδρασα. Νοιώθω τρομερά τυχερή που επανήλθα. Και θέλησα αυτή τη χαρά να μην την ξεχάσω αλλά να την διοχετεύσω. Πιστεύω ότι όλα είναι ζήτημα ιδέας, παρά την αντικειμενική συνθήκη που υπάρχει.

Γι΄αυτό η τέχνη έχει αξία. Η τέχνη γενικά έχει ακριβώς αυτό τον στόχο. Της θεραπείας και της εκπαίδευσης αυτού του είδους, να φτιάχνει συλλογικότητες, γιατί μόνος του δεν μπορεί να επιβιώσει κανείς, όπως δεν μπορεί να επιβιώσει και σε μια ανοργάνωτη κοινωνία –έτσι είναι ανυπόφορη η ζωή. Είναι πιο φοβιστική η ανοργάνωτη κοινωνία ανθρώπων απ' τη ζούγκλα. Και το άλλο είναι αυτή η συντήρηση και η αυτοΐαση, η προσαρμογή στις συνθήκες με σκέψη και παραδείγματα, να παίρνεις απ' τους άλλους, σαν σκυταλοδρομία».

Τηλεόραση: «Σασμός», Δευτέρα-Πέμπτη, 21.00 (Alpha)

Θέατρο: «Αντιγόνη» του Ανούιγ σε σκηνοθεσία Μαρίας Πρωτόπαππα. Στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης Κάρολος Κουν, από 18/2. 





SHARE