η Μαριάννα Κάλμπαρη
Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Μαριάννα Κάλμπαρη -«Η ψυχολογική βία, για να κάνουμε θέατρο, ήταν νόμος στην εποχή μου»


Η Μαριάννα Κάλμπαρη δεν γνώρισε τον Κάρολο Κουν αλλά διαποτίστηκε απ΄τις ιδέες και τις σκέψεις του για το θέατρο. Από τότε που μπήκε στην Δραματική του Θεάτρου Τέχνης δεν ξανάφυγε. Την τελευταία δεκαετία έχει αναλάβει και την καλλιτεχνική διεύθυνση, ενώ παράλληλα μεταφράζει, σκηνοθετεί και παίζει. Είναι η πρώτη γυναίκα στο τιμόνι του Θεάτρου Τέχνης και μια απ΄τις πρώτες σε θέση ευθύνης στον χώρο του πολιτισμού και των τεχνών. Ξέρει πολύ καλά τι θα πει και οικογένεια και καριέρα. Είναι χωρισμένη, έχει δύο παιδιά.

«Ανέλαβα καλλιτεχνική διευθύντρια του Θεάτρου Τέχνης το 2014 –διαδέχθηκα τον Διαγόρα Χρονόπουλο, εκείνος με πρότεινε. Φέτος μπαίνω στην 10η χρονιά, κλείνω δεκαετία.

»Ξεκινώντας δεν είχα σκεφτεί καθόλου αυτό που σκέφτηκα μετά, απ΄τα σχόλια που γράφτηκαν, δηλαδή, γυναίκα επικεφαλής στο Θέατρο Τέχνης. Το συνειδητοποίησα όμως και έτσι κατάλαβα τι σημαίνει στην ελληνική κοινωνία σήμερα γυναίκα σε θέση ευθύνης και πόσο δύσκολη είναι η πρόσβαση των γυναικών σε θέσεις ευθύνης. Το θέατρο το λειτουργούν κυρίως γυναίκες –και στο παρελθόν γυναίκες ήταν θιασάρχες και πρωταγωνίστριες. Κι όμως, τα τελευταία πενήντα χρόνια, οι γυναίκες το λειτουργούν αλλά οι άνδρες παίρνουν τις αποφάσεις, την ευθύνη, χαράσσουν τον δρόμο. Κι αυτό είναι κάτι που συμβαίνει όχι μόνον στην ελληνική κοινωνία αλλά και σε χώρες που προσπαθούν, με τις ποσοστώσεις. Κι εκεί οι περισσότερες θέσεις ευθύνης είναι στους άνδρες.

»Ομολογώ ότι επειδή είχα την τύχη να μεγαλώσω σε μια οικογένεια που δεν έκανε καθόλου διαχωρισμούς, είμαστε τέσσερα αδέλφια, τρία κορίτσια κι ένα αγόρι, δεν υπήρχε καθόλου αυτό στο κεφάλι μου, Είναι κάτι που άρχισα να καταλαβαίνω βγαίνοντας απ΄το σπίτι μου και κυρίως τα τελευταία χρόνια. Από τότε που απέκτησα και τα παιδιά, συνειδητοποιώ όλο και περισσότερο πράγματα που δεν περνούσαν καν από το μυαλό μου όταν ήμουν μικρότερη.

»Ημασταν μια αγαπημένη οικογένεια και παραμένουμε, αν και έχουμε χάσει τον μπαμπά, προ πενταετίας. Είμαστε δεμένοι –τ΄αδέλφια με την μητέρα μας και τώρα και με τα δικά μας παιδιά.


Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης

»Ξεκίνησα από μικρή ηλικία ως παιχνίδι με τ΄αδέλφια μου, να κάνω παραστάσεις, να γράφω κείμενα, να σκηνοθετώ. Οταν μετά στο Λύκειο έπαιξα με την θεατρική ομάδα του σχολείου, κατάλαβα ότι αυτό θέλω. Ηθελα όμως να πάω και στο Πανεπιστήμιο. Σπούδασα στην Σορβόννη, φιλολογία εξειδικευμένη στην επικοινωνία. Παράλληλα πήγα στο στούντιο του Βουτσινά, σε μια σχολή για να καταλάβω τι είναι το θέατρο. Γυρίζοντας στην Αθήνα ήθελα να ξεκινήσω απ΄το μηδέν, ήθελα να το κάνω στην μητρική μου γλώσσα και ήθελα να πάω το Θέατρο Τέχνης.

»Απ΄το σπίτι μου υπήρχε η αντίρρηση της γνωστής ανασφάλειας που έχει αυτή η δουλειά. Δεν είχαν άδικο ούτε έλεγαν κάτι που δεν ισχύει. Δεν μ΄εμπόδισαν αλλά ούτε ήταν υποστηρικτικοί τον πρώτο καιρό. Πολύ γρήγορα όμως έγιναν άκρως υποστηρικτικοί και τους το οφείλω αυτό και τους ευχαριστώ γιατί έπαιξε μεγάλο ρόλο. Αυτή η δουλειά θέλει υποστήριξη, και δεν μιλάω μόνον για την οικονομική.

»Πάντα μ΄ενδιέφερε το θέατρο συνολικά όχι μόνον το τι θα κάνω εγώ. Ενοιωσα από νωρίς την ανάγκη όχι μόνον να παίξω. Γιατί η πληρότητα που σου δίνει η σκηνή, αυτές τις ελάχιστες στιγμές που καταφέρνεις να το νοιώσεις είναι μεγάλη κινητήριος δύναμη. Απ΄την άλλη όμως από νωρίς κατάλαβα ότι θέλω να λέω τα πράγματα με τους δικούς μου όρους, να λέω τις δικές μου ιστορίες, με τον τρόπο μου. Στο μυαλό μου ένα είναι το θέατρο.

»Τον Κουν δεν τον πρόλαβα, παραστάσεις του είχα δει. Είναι όμως σαν να τον γνωρίσαμε, εμείς που βρεθήκαμε στο Θέατρο Τέχνης αμέσως μετά από εκείνον. Ηταν πολύ έντονο το αποτύπωμά του, σαν να΄ταν εκεί. Εγώ πρόλαβα το κόκκινο τριαντάφυλλο πάνω στην καρέκλα του, στο γραφειάκι του. Δάσκαλοί μου ήταν ο Λαζάνης, ο Κουγιουμτζής, η Ρένη Πιττακή, τρία χρόνια. Αυτή η ιερότητα του χώρου ήταν πολύτιμη, μ΄επηρέασε, μας επηρέασε.

Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης

»Η εποχή έχει αλλάξει τελείως. Κι είναι μεγάλη η πρόκληση και για το Θέατρο Τέχνης αλλά και για οτιδήποτε έχει μια ιστορικότητα, και ειδικά η ιστορία ενός που κατάφερε να συγκεντρώσει γύρω του τόσους φωτισμένους ανθρώπους. Ηταν ένα έργο συνόλου. Είναι φοβερό πως οι μεγάλοι πνευματικοί άνθρωποι, οι μεγάλοι καλλιτέχνες βρίσκουν έναν μαγικό τρόπο να συναντώνται σ΄όλες τις εποχές.

»Όταν γιορτάσαμε πέρυσι τα ογδόντα χρόνια του θεάτρου σκέφτηκα ότι με τον Κουν λειτούργησε 45 και μετά, χωρίς, 35. Φτάνουμε σιγά-σιγά στα ίδια χρόνια. Αυτό από μόνο του λέει πολλά. Όταν κάτι ξεκινάει και διαγράφει μια τόσο δυνατή πορεία, οι άνθρωποι που προσπαθούν να το κρατήσουν και να το συνεχίσουν, περνάνε από σαράντα κύματα.
»Ήταν δύσκολη η εποχή που το ανέλαβα αλλά απ΄την άλλη είχε περάσει αρκετός χρόνος. Είναι πια σαφές ότι κανείς δεν είναι Κουν, κανείς δεν μπορεί να συγκριθεί με τον Κουν, ούτε υπάρχει συνεχιστής του. Υπάρχει αυτό που έφτιαξε και που οφείλει να συνεχίσει να υπάρχει γιατί σ΄αυτόν τον τόπο πρέπει να υπάρχουν κάποια πράγματα που να΄χουν μια ιστορία –από κάπου να ξεκινάνε και κάπου να συνεχίζουν. Δεν χρειάζεται να τα καταργούμε όλα και ν΄αρχίζουμε συνέχεια απ΄το μηδέν. Πρέπει να υπάρχουν κάποιες σταθερές. Στο θέατρο υπάρχει το Εθνικό, το ΚΘΒΕ κι εμείς.

»Βεβαίως και είναι ένας τίτλος το Θέατρο Τέχνης. Ήταν το Θέατρο Τέχνης Κάρολου Κουν, τώρα δεν υπάρχει ο Κουν. Δεν είναι μόνον τίτλος όμως. Σημασία έχουν οι συναντήσεις κάποιων ανθρώπων σε μια δεδομένη στιγμή.

Μεγαλώσαμε σε μια κοινωνία που ο δάσκαλος μπορούσε να δώσει ένα χαστούκι στον μαθητή. Σήμερα ευτυχώς έχουν αλλάξει τα πράγματα και ευτυχώς μιλάμε. Από εδώ και στο εξής, τελείωσε. Εννοείται ότι από τότε που ανέλαβα δεν επιτρέπω το παραμικρό.

»Υπάρχει η Δραματική Σχολή, οι χώροι, που κρατάνε τους ανθρώπους δημιουργώντας μια ισχυρή φιλοσοφία. Ακόμα κι αν έρθει απ΄έξω κανείς θα επηρεαστεί. Αλλά δεν υπάρχει πια μια σταθερή ομάδα όπως τότε. Αν όμως είχαμε μια πάγια χρηματοδότηση κι ήμασταν όπως το Εθνικό –όχι με τα ίδια ποσά, και μπορούσαμε να κρατήσουμε μια ομάδα δημιουργών, θα ήταν αλλιώς. Θα μπορούσαν έτσι οι άνθρωποι να δοκιμάσουν και να δοκιμαστούν, ώστε να βγει, ίσως κάτι σπουδαίο. Χρειάζονται οι προϋποθέσεις για ν΄αφοσιωθούν. Οσο δεν υπάρχουν δεν θα γίνει τίποτα σπουδαίο πουθενά. Θα υπάρχουν κάποιες ευτυχείς συγκυρίες αλλά δεν θα είναι συστηματικά. Το θέμα είναι τι θέατρο θέλουμε. Πολύ ή καλό;

»Σήμερα το Θέατρο Τέχνης δεν χρωστάει πουθενά. Απλώς κάθε χρόνο είναι ο ίδιος τρόμος –αν θα τα καταφέρουμε. Αυτό όμως είναι και κομμάτι του θεάτρου, γενικώτερα. Πιστεύω ότι η χρηματοδότηση θα δώσει την δυνατότητα στο θεάτρο ν΄απογειωθεί. Εχουμε χορηγούς αλλά τα ποσά είναι μικρά ή δίνονται για συγκεκριμένες παραγωγές. Το θέμα είναι να΄χουμε κάποιον που θα συμπορεύεται μαζί μας -το ψάχνουμε κάθε χρόνο. Χρειάζεται μια άλλη πολιτική, να δοθούν κίνητρα στους χορηγούς. Είναι ζωτικό για το μέλλον και το παρόν του θεάτρου.

»Το μεγάλο προσόν του Θεάτρου Τέχνης είναι η διαρκής τροφοδότηση απ΄τους νέους κι αυτό είναι κάτι που μας κρατά σε σύνδεση με το τώρα.


Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης

»Για ένα θέατρο, όπως το Θέατρο Τέχνης, πιστεύω ότι πρέπει να θίγονται όλα τα θέματα που μας αφορούν, αλλά όχι μόνον μέσα από παραστάσεις, αλλά και μέσα από δράσεις. Στόχος μας είναι να μετουσιώνουμε όλες τις ανησυχίες μας σε θεατρική πράξη είτε από νέα κείμενα είτε απ΄τον τρόπο που διαβάζουμε τα παλαιά. Η τέχνη είναι ο δρόμος μας. Αλλά πέρα απ΄τις παραστάσεις το θέατρο είναι ένας χώρος συνάντησης, όπου οι άνθρωποι μπορούν να μιλάνε, να προβληματίζονται, να “συγκινούνται” από ιδέες και συναισθήματα. Κι όλο αυτό μπορεί να εμπλουτίσει την ίδια την τέχνη.

»Προσπαθώ, πιο οργανωμένα τα τελευταία χρόνια, το θέατρο να΄χει και μια ισχυρή δράση εκτός των παραστάσεων. Υπάρχει ένα κοινό που αγαπά πολύ τις εκδηλώσεις. Αλλά το θέμα είναι να προσελκύσεις τον θεατή, τον φίλο του θεάτρου, και νάρθει να μιλήσουμε, ν΄ακούσει σκέψεις, απόψεις, που θα οδηγήσουν σε ζυμώσεις και, εν συνεχεία, σε μια καλλιτεχνική δράση. Μαζί με την Ανοιχτή Σκηνή έρχεται και το Φυτώριο, ένας χώρος όπου όλοι όσοι δεν είναι επαγγελματίες, μπορούν να γνωρίσουν, ν΄αγαπήσουν και να δοκιμαστούν πάνω στο θέατρο, πάντα σε σχέση με το ρεπερτόριο του Τέχνης. Για ν΄ανοίξει μια συζήτηση.

»Πώς στήνεται το ρεπερτόριο; Τα πράγματα τρέχουν τόσο πολύ, η κοινωνία αλλάζει τόσο πολύ, που συχνά νοιώθεις ότι κάτι χάθηκε απ΄την δύναμη που είχε μια ιδέα στη αρχή της. Ολα μετατίθενται πολύ γρήγορα, το μυαλό μας, τα ήθη μας, οι προτεραιότητές μας, τα πάντα. Γίνονται άλματα κι αυτό μ΄απασχολεί πολύ. Αλλά ο τρόπος που το διαβάζει ο καλλιτέχνης επηρεάζεται απ΄την κοινωνία.

»Απ΄τα Τέμπη και μετά η κοινωνία έχει σοκαριστεί πολύ –ακολούθησαν κι οι πλημμύρες. Τείνουμε να ξεχνάμε τα κακά, αυτά που μας ανησυχούν, γιατί αλλιώς θα τρελαθούμε. Απ΄την άλλη είναι βέβαιο ότι η ελληνική κοινωνία, με τις παθογένειές της, δεν θ΄αλλάξει αν οι άνθρωποι ξεχνάνε συνεχώς. Ανθρώπινο είναι να ξεχνάμε και να ξεπερνάμε, αλλά δεν μπορεί σημαντικά πράγματα να μην αφήνουν πάνω μας κάτι, να μην μας ταρακουνάνε, να μην μας οδηγούν σε μια αντίδραση. Κι αυτό ίσως, με τέτοιες δράσεις, να κρατήσει ζωντανό όχι αυτό που μας τραυματίζει αλλά αυτό που μας αφήνει.

Είναι φυσιολογική ακόμα κι η υπερβολή όταν κάτι αλλάζει και μέχρι να βρεθεί η ισορροπία. Πρέπει να προστατεύσουμε εκείνους που δεν μπορούν ν΄αντιδράσουν.

»Δύσκολος ο συνδυασμός οικογένειας και δουλειάς. Οταν ανέλαβα το Θέατρο Τέχνης τα παιδιά μου ήταν μικρά, τριών και έξι χρόνων. Είχα βέβαια υποστήριξη αλλά παρ΄όλα αυτά δεν έφτανε. Κλέβεις χρόνο απ΄το ένα για τ΄άλλο. Και τελικά δεν είσαι πουθενά. Πρέπει να πάρεις απόφαση ότι για κάποια περίοδο το βάρος πέφτει στην δουλειά και μετά στα παιδιά. Είχα τους δικούς μου, τον μπαμπά τους, είχα βοήθεια και υποσήριξη απ΄όλους.

»Δεν είχα ενοχές. Θεωρώ ότι πρέπει να κυνηγάμε τα όνειρά μας και να ζούμε την ζωή μας. Τα παιδιά έρχονται για να την ολοκληρώσουν, είναι κομμάτι τους. Αλλά πως περιμένει σήμερα η ελληνική κοινωνία να κάνει μια γυναίκα παιδιά χωρίς καμία υποστήριξη; Ειδικά στην Αθήνα, μια πόλη τόσο αφιλόξενη.

»Το πιο σημαντικό είναι, ό,τι κι αν κάνεις, να΄χεις χρόνο για τα παιδιά. Ηθελα να΄μαι πάντα στις γιορτές τους στο σχολείο, δίπλα τους. Εκείνα βέβαια μπορούν καλύτερα να πουν αν ήμουν παρούσα.

»Ένας χωρισμός είναι πάντα μια δοκιμασία και για την οικογένεια και για τα παιδιά. Ωστόσο πάντα μοιραζόμαστε την ευθύνη. Το θέμα είναι πως αντιμετωπίζεις τις δυσκολίες και τι μήνυμα περνάς, στην πράξη, στα παιδιά. Και βέβαια η αγάπη. Η αγάπη να είναι πάντα εκεί και άνευ όρων –η πιο πολύτιμη αποσκευή. Για μένα ήταν το πιο σημαντικό στην ζωή μου, μου έδωσε δύναμη.


Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης

»Η βία, κυρίως η ψυχολογική, ως τρόπος να κάνουμε θέατρο ήταν ένας νόμος στην δική μου εποχή. Θεωρείτο δεδομένο ότι παράγει αποτέλεσμα. Διαφωνούσα γιατί δεν μπορούσα να το διαχειριστώ αν και το βίωσα πολλές φορές και με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Αλλά δεν μπορούσαμε να το αρθρώσουμε. Αν δεν το άντεχες ήταν σαν να μην κάνεις γι΄αυτή την δουλειά. Και δεν αναφέρομαι ούτε στην αυστηρότητα ούτε στους κανόνες και τα όρια, που είναι απαραίτητα. Αλλο όμως αυτό κι άλλο σου ασκώ βία γιατί ξέρω ότι αποδίδει. Ηταν ένας τρόπος επιβολής. Ο τρόπος της ευγένειας, της υπομονής θέλει χρόνο και προσπάθεια. Με την βία κερδιζόταν χρόνος και ενέργεια για να φτάσεις στο αποτέλεσμα. Αλλά δεν λειτουργούσε και σ΄όλους. Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν εγκαταλείψει το θέατρο γι΄αυτόν τον λόγο. Οσο για την σεξουαλική παρενόχληση που υπάρχει ακόμα, παντού, όχι μόνον στο θέατρο, είναι μια κατάχρηση εξουσίας.

»Μεγαλώσαμε σε μια κοινωνία που ο δάσκαλος μπορούσε να δώσει ένα χαστούκι στον μαθητή. Σήμερα ευτυχώς έχουν αλλάξει τα πράγματα και ευτυχώς μιλάμε. Από εδώ και στο εξής, τελείωσε. Εννοείται ότι από τότε που ανέλαβα δεν επιτρέπω το παραμικρό. Η νεώτερη γενιά σ΄αυτά τα ζητήματα είναι κάθετη. Κι είναι φυσιολογική ακόμα κι η υπερβολή όταν κάτι αλλάζει και μέχρι να βρεθεί η ισορροπία. Πρέπει να προστατεύσουμε εκείνους που δεν μπορούν ν΄αντιδράσουν.

»Θέλω τώρα στο Θέατρο Τέχνης, στην Ανοιχτή Σκηνή που θα ξεκινήσουμε σύντομα, να προσεγγίσω θεματικές που σχετίζονται με το θέμα της βίας. Η νέα γενιά υπερασπίζεται την ορατότητα και λέει “θέλουμε να είμαστε αυτοί που θέλουμε εμείς, όχι αυτοί που θα μας πείτε".


Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης

»Η ελληνική κοινωνία είναι μια βαθειά πατριαρχική κοινωνία και τα πράγματα έχουν αλλάξει επιφανειακά, στην κουβέντα. Ακόμα υπάρχει πολύ μακρύς δρόμος. Κάθε μέρα ανακαλύπτω όλο και περισσότερα πράγματα που δεν έβλεπα. Πρέπει να ξεβολευόμαστε, κι ας μην μας αρέσει.

»Για το μέλλον έχω σκεφτεί πολλά. Όνειρό μου είναι να δίνεται η σκυτάλη του Θεάτρου Τέχνης για πάντα. Κι αυτό θα' θελα ν΄αφήσω σαν προίκα, την επιβίωση και την βιωσιμότητά του -για πάντα.

»Ένας τρόπος να διαχειριστεί κανείς το παρελθόν, να το διασώσει και να το αξιοποιήσει, χωρίς να στέκεται εμπόδιο στο παρόν, είναι και η ίδρυση του Μουσείου. Το κομμάτι του Μουσείου έχει δρομολογηθεί απ΄το Υπουργείο Πολιτισμού. Ξεκίνησε από ένα δικό μας αίτημα προς το ΥΠΠΟ ώστε να διασωθεί το αρχειακό υλικό, η κληρονομιά –κοστούμια, αντικείμενα, μάσκες που είναι σε αποθήκες. Η υπουργός είχε την πρωτοβουλία να μας δώσει τον χώρο, Διοσκούρων 7, για να εκθέσουμε αυτά που θα σώσουμε. Θέλει πολλή δουλειά αλλά μπορεί να γίνει πολύ ωραίος αυτός ο χώρος. Παράλληλα θα γίνει και η ψηφιακή καταγραφή του υλικού του Θεάτρου Τέχνης.

»Δεν θα πάψω ποτέ να ενδιαφέρομαι για το Θέατρο Τέχνης. Μ΄ενδιαφέρει το θέατρο γενικώς αλλά μ΄απασχολεί πολύ και η ταυτότητα του σύγχρονου πολιτισμού –ακόμα περισσότερο του θεάτρου. Αυτό ήταν ο οδηγός για τον Κουν, ο λαϊκός εξπρεσιονισμός, η αναζήτηση της ελληνικής ταυτότητας. Τι σημαίνει σήμερα ελληνικό θέατρο και μάλιστα στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Γι΄αυτό είναι σημαντικός ο Κουν, γιατί έδωσε ταυτότητα στην εποχή του. Να ένας πολύτιμος στόχος για το Θέατρο Τέχνης και για όλους μας».





SHARE