Η Μαρίνα Σάττι έχει κερδίσει ίσως την πιο απαιτητική πίστα της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Έχει βρει τη φωνή της, ένα στιλ μόνο δικό της, που δεν μοιάζει με κανένα.
Από τα πανηγύρια στα χωριά της Κρήτης, στις αίθουσες του Εθνικού Ωδείου και από εκεί στο prestigious Berklee της Βοστώνης, από τα αραβικά τραγούδια και την κρητική λύρα στις όπερες του Μότσαρτ και την jazz, με ένα σύντομο αλλά επιτυχημένο πέρασμα από τις μεγάλες θεατρικές σκηνές της Αθήνας, η ταλαντούχα μουσικός επέστρεψε στις ρίζες της και έφτιαξε μια μουσική που χωράει μέσα της όλες τις αναφορές της.
Λίγες μέρες μετά την εκρηκτική συναυλία της στον Κήπο του Μεγάρου και πριν ανέβει στη σκηνή της Μονής Λαζαριστών για να παρουσιάσει το πρώτο άλμπουμ της “YENNA”, η μουσικός και τραγουδίστρια αφηγείται τη ζωή της στο Bovary και μιλά για την παράδοση, τα παιδικά της καλοκαίρια στο Σουδάν, την αγάπη της για τη μουσική και την αξία του να πατάς "στοπ" και να ακούς πραγματικά τον εαυτό σου.
«Οι γονείς μου γνωρίστηκαν στην Αθήνα. Κάτι που έμαθα σχετικά πρόσφατα, είναι ότι ο πατέρας μου, όταν έφυγε από το Σουδάν για να σπουδάσει, πέρασε πρώτα από τη Ρωσία και τη Βουλγαρία. Δεν του άρεσε, έφυγε και κατέληξε στην Αθήνα. Δούλεψε ένα χρόνο για μάθει τη γλώσσα και μετά άρχισε να σπουδάζει στην Ιατρική. H οικογένεια της μαμάς μου έχει καταγωγή από τη Μικρά Ασία. Οι παππούδες μου γεννήθηκαν στην Κρήτη και γνωρίστηκαν σε μια προσφυγική γειτονιά στο Ηράκλειο. Η γιαγιά μου η Μαρίνα, από την οποία πήρα το όνομά μου, έχει μια φοβερή ιστορία. Οι γονείς της γιαγιάς μου ήταν μορφωμένοι και εκείνη επρόκειτο να σπουδάσει. Όμως, πέθανε ο πατέρας της όταν ήταν 9 χρονών και έτσι άφησε το σχολείο και ξεκίνησε να δουλεύει σε ένα κλωστοϋφαντουργείο. Πριν καν ενηλικιωθεί, έπιασε τον εργοστασιάρχη και του είπε “εγώ δεν θέλω να είμαι υπάλληλος, δώσε μου λίγο εμπόρευμα να το πουλήσω και θα σου φέρω τα χρήματα πίσω”. Έτσι, άρχισε να πουλάει ρούχα παράλληλα με το κλωστοϋφαντουργείο, και όταν μάζευε τα χρήματα, τους τα πήγαινε από μόνη της. Ο εργοστασιάρχης είπε μια μέρα στον επιστάτη “όταν έρχεται η Μαρίνα, θα της δίνεις ό,τι ζητάει και εκείνη όταν έχει τα χρήματα θα τα φέρνει από μόνη της, την εμπιστευόμαστε”. Αυτό οδήγησε στη δημιουργία ενός μαγαζιού με ρούχα και υφάσματα, που το είχαν οι παππούδες μου και το έζησα και εγώ όλα τα χρόνια που πέρασα στην Κρήτη».
«Εγώ γεννήθηκα στην Αθήνα. Πήγα σε αγγλόφωνο σχολείο, όπου μπορούσες να επιλέξεις και μια δεύτερη γλώσσα -εγώ έκανα αραβικά. Οι συμμαθητές μου εκεί ήταν κυρίως παιδιά διπλωματών που άλλαζαν χώρα συχνά. Έτσι, έκανα όλη την πρώτη δημοτικού στα αγγλικά το πρωί και το απόγευμα στα ελληνικά, με τη μητέρα μου στο σπίτι. Στη δευτέρα δημοτικού, κατεβήκαμε στην Κρήτη και συνέχισα σε ελληνικό δημοτικό. Έχω επίσης φοβερές αναμνήσεις από τις οικογενειακές διακοπές στο Σουδάν, όπου πηγαίναμε κάθε καλοκαίρι και παίζαμε».
«Δεν ξέρω ακριβώς τι σκεφτόταν η γειτονιά και τα σόγια, αλλά στην αρχή τα πράγματα ήταν πιο δύσκολα. Δηλαδή, η μαμά μου πήγε στην Αθήνα να σπουδάσει και επέστρεψε με έναν άνθρωπο που ήταν μαύρος στο δέρμα και είπε “αυτός είναι ο μέλλοντας σύζυγός μου”. Το έχω ξαναπεί, αλλά αυτή ήταν η πρώτη φορά που η γιαγιά μου έβλεπε μαύρο άνθρωπο από κοντά. Το σκέφτομαι σήμερα και λέω “πόσο respect στη μαμά μου, τι θεότητα!”. Σχόλια υπήρχαν ναι, μου έχει πει ιστορίες η μητέρα μου ότι, στην αρχή, περπατούσε ο πατέρας μου στο δρόμο και έβγαιναν κάποιοι στα μπαλκόνια και έλεγαν πράγματα. Η αλήθεια είναι όμως ότι ο κόσμος γενικώς «λέει». Απλώς επειδή ο μπαμπάς μου ήταν πολύ καλός γιατρός, έκανε θεραπεία πόνου και βοηθούσε κόσμο από όλη την Κρήτη, όχι απλά ήταν περιθωριοποιημένος, αλλά θυμάμαι κόσμο να τον ευχαριστεί και να τον ευγνωμονεί. Θυμάμαι ότι δεν έπαιρνε και χρήματα σε κάποιες περιπτώσεις, οπότε μας καλούσαν συνέχεια σε διάφορα χωριά να μας κάνουν το τραπέζι».
«Πολύς κόσμος έχει ακούσει σχόλια για την εμφάνιση ή τη συμπεριφορά του, αλλά αυτό που σε πειράζει είναι αυτό για το οποίο εσύ ο ίδιος αισθάνεσαι μια ανασφάλεια. Τώρα που με ρωτάς, θυμάμαι ότι τα χρόνια του σχολείου, εκτός από το χρώμα του δέρματός μου, μου έλεγαν και για τα σιδεράκια μου. Στο λύκειο που διάβαζα, πήρα 20 κιλά -έχω ακούσει σχόλια και για αυτό. Και όχι απαραίτητα πάντα κακοπροαίρετα. Και στη δουλειά το έχω ακούσει «να χάσεις μερικά κιλά». Αυτό όμως που θυμάμαι περισσότερο, που μου έμενε εμένα, είναι τα σχόλια για αυτό που με διαφοροποιούσε ουσιαστικά, αυτό που δεν μπορούσα να αλλάξω: την καταγωγή μου, το επίθετό μου. Όλοι στην Κρήτη είναι «-άκης» και εγώ ήμουν Σάττι, και το έγραφα με γιώτα. Αυτό ήταν το κομμάτι στο οποίο διέφερα πραγματικά από τους άλλους».
«Με τη μουσική ξεκίνησα από νωρίς. Ο μπαμπάς μου είχε κάποια όργανα στο σπίτι -ένα πληκτράκι και κρουστά. Πρέπει να είχε κάποια κλίση σε αυτό, θυμάμαι κάποιες φορές έπιανε ένα τουμπερλέκι που είχαμε στο σπίτι και έπαιζε. Εγώ έπαιζα στο πιανάκι, έβγαζα διάφορα τραγούδια και τα έλεγα στη μαμά μου, η οποία με πήγε στη δασκάλα πιάνου. Στο σχολείο δεν ήμουν σε κάποιο συγκρότημα. Υπήρχαν δύο μπάντες -η μία έπαιζε ελληνική ροκ και η άλλη ξένη. Εγώ ήλπιζα να μπω σε κάποια αλλά σήμερα καταλαβαίνω ότι δεν υπήρχε περίπτωση -ήταν μόνο αγόρια που έπαιζαν ροκ. Τότε δεν τραγουδούσα ακόμα, αντίθετα με έβαζαν να παίζω πιάνο και να συνοδεύω τις άλλες τραγουδίστριες. Θυμάμαι ότι κάποια στιγμή πήρα μέρος σε έναν μαθητικό μουσικό διαγωνισμό και είχα αποφασίσει εκτός από το να παίξω πιάνο, να τραγουδήσω. Τότε, μια καθηγήτριά μου, μου είπε ότι θα ήταν καλύτερα να πάω μόνο ως πιανίστα. Σκέφτηκα τότε ότι ίσως τελικά δεν έχω τόσο καλή φωνή. Παράλληλα, έλεγα συνέχεια ότι θέλω να γίνω ηθοποιός, το είχα καραμέλα. Τότε η μαμά μου μου πρότεινε να δώσω για την αρχιτεκτονική, και εγώ σκέφτηκα ότι θα ήταν η τέλεια ευκαιρία να πάω στην Αθήνα να σπουδάσω ηθοποιός».
«Μέχρι τη δευτέρα γυμνασίου ήμουν άριστη μαθήτρια. Μετά χώρισαν οι γονείς μου και τα παράτησα λίγο και ήμουν πολύ μάγκισσα.Έβγαινα, ακόμα και καθημερινές, πήγαινα στο φροντιστήριο και γυρνούσα τρεις ώρες μετά. Παράλληλα, όπως και πάντα στη ζωή μου, είχα και μια πειθαρχία. Δεν έχω καπνίσει ποτέ στη ζωή μου, ούτε τότε ούτε ποτέ. Αυτό που λες ότι βγαίνει στη μουσική μου, έρχεται από την ίδια μου τη ζωή. Έχω κάνει κλασικό τραγούδι, θα πάω να ακούσω μια όπερα και θα συγκινηθώ και μετά στο αμάξι θα βάλω χιπ χοπ στη διαπασών. Ίσως έχει να κάνει με το ότι μεγάλωσα σε ένα σπίτι ανοιχτό, ότι από την πρώτη δημοτικού μάθαινα την ύλη σε τρεις γλώσσες, ότι η μητέρα μου παντρεύτηκε τον πατέρα μου».