Ο Μάξιμος Μουμούρης κατάγεται από την Κέρκυρα και την Ιταλία. Αγάπησε πολύ το μπάσκετ αλλά τελικά διάλεξε το θέατρο, σαν κάτι από μέσα του να τον οδηγούσε εκεί. Ανθρωπος ευγενής, εκπέμπει μια ήπια δύναμη, μια ισορροπία. Παντρεμένος με την βουλευτή Νάντια Γιαννακοπούλου, έχει τρεις κόρες.
«Γεννήθηκα στην Αργυρούπολη, και γύρω στα οκτώ μου μετακομίσαμε στον Καρέα –εκεί μένω. Η καταγωγή μου είναι απ΄την Κέρκυρα και την Ιταλία. Ο πατέρας μου έφυγε απ΄το νησί νωρίς, ταξίδεψε, λίγο τυχοδιώκτης. Γνώρισε την μητέρα μου στην Ιταλία και την έφερε μαζί του. Από εκεί μετέφεραν και την δουλειά –ανταλλακτικά αυτοκινήτων, την οποία και ανέπτυξαν εδώ. Εχω έναν μεγαλύτερο αδελφό. Την μητέρα μου την έχασα αρκετά μικρός.
Εγώ έπαιζα μπάσκετ, έπαιζα στον Πανιώνιο δέκα χρόνια, σε υψηλό επίπεδο, πρωταθλήματα και τέτοια. Πώς μπλέχτηκα με το θέατρο; Θυμάμαι έκανα ένα ταινιάκι ως εργασία μιας φίλης μου που ήταν στην σχολή Σταυράκου. Και κάτι έγινε εκεί, χωρίς να μπορώ να το ορίσω, κάτι συνέβη και αποφάσισα ότι θα δώσω σε δραματική. Παράλληλα συνέχιζα το μπάσκετ. Ο πατέρας μου δεν μ' εμπόδισε –ίσως πίστευε ότι δεν θα τα κατάφερνα. Γιατί συγχρόνως ήμουν και στην δουλειά μαζί του.
Το μπάσκετ ήταν κάτι που αγαπούσα πάρα πολύ και δεν πίστευα ποτέ ότι θ΄αφήσω. Οταν μπήκα στην σχολή, τον πρώτο χρόνο, έκανα και τα δύο παράλληλα, αλλά στον δεύτερο μου είπαν ότι πρέπει να διαλέξω. Και ομολογώ, πολύ εύκολα, διάλεξα το θέατρο και δεν μετάνιωσα ποτέ. Εκανα κάτι που αγαπώ επάγγελμα.
Παραστάσεις δεν βλέπαμε παιδιά –με το σχολείο, ίσως, μία-δύο φορές. Κάτι άλλο με τράβηξε στο θέατρο, κάτι από μέσα μου. Στην Δραματική άρχισα να παρακολουθώ παραστάσεις, κι αυτό ήταν ένα ακόμα μεγάλο μάθημα για μένα.
Μετά την δραματική έκανα την Καλών Τεχνών στο Ναύπλιο, για να συμπληρώσω και το θεωρητικό κομμάτι και μετά ένα μεταπτυχιακό στο Πάντειο, πιο τεχνοκρατικό, για πολιτιστική διαχείριση. Κι έτσι έκλεισε ο κύκλος.
Η πρώτη μου δουλειά ήταν με την Ερση Πίττα, την δασκάλα μου, στον Αδειο Χώρο του Εθνικού -ποιήματα του Καβάφη με σώμα. Μετά ήρθε ο Τερζόπουλος, ύστερα ο “Ηχος του όπλου” της Αναγνωστάκη κι εκεί άρχισα να καταλαβαίνω τι γίνεται –ήμουν στο δεύτερο έτος της σχολής.