Ο Μιχαήλ Άγγελος Βαρθακούρης από τότε που θυμάται τον εαυτό του βρίσκει γαλήνη στη θάλασσα. Ίσως γι' αυτό να αποτελεί και την αγαπημένη του «μούσα». Λίγες μέρες πριν την πρώτη του -επίσημη- ατομική έκθεση φωτογραφίας, με τίτλο «Πλην Πυρός» ο ίδιος μας μιλά για τη ζωή του, για τα καλοκαίρια στην Πάρο, τα παιδικά χρόνια, τη σχέση του με τους γονείς του, Γιάννη Πάριο και Σοφία Αλιμπέρτη, και τα όνειρά του για το μέλλον -τα οποία δεν αφορούν αυτόν, αλλά όσους αγαπά.
«Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα. Τα παιδικά μου χρόνια τα πέρασα Βούλα και Βάρη -καλοκαίρια και Πάσχα στην Πάρο. Νιώθω ότι η ζωή μου χωρίζεται σε δύο μέρη, στην πρωτεύουσα και το νησί.
Ήμουν τρομερά κωλόπαιδο μικρός. Ο Νικόλας ήταν κωλόπαιδο σαν έφηβος -με την καλή έννοια. Οπότε, δε συμβαδίσαμε ποτέ στην "κωλοπαιδοσύνη" μας. Ήμουν εγώ χάλια μικρός, ήταν ο Νικόλας ήρεμος. Όταν άρχισε ο Νικόλας να ξεσπάει, ηρέμησα εγώ. Ήμουν πολύ ζωηρός, θυμάμαι χαρακτηριστικά ιστορίες των γονιών μου, να μου λένε ότι δεν μπορούσαμε να πάμε να φάμε σε εστιατόριο, θα ενοχλούσα όλον τον κόσμο γύρω μου. Σου μιλάω για 5-6 ετών τώρα. Άνθρωπος που με γνωρίζει σήμερα θα πει συνήθως στη μάνα μου "τι καλό παιδί και τι ήρεμο που είναι ο Μιχαήλ" και εκείνη γελάει.
Έπαιζα χρόνια ποδόσφαιρο, σχεδόν κόντεψα να το πάω επαγγελματικά, όπως ο Νικόλας με το μπάσκετ. Έπαιζα πολύ καλά, είχα φτάσει και στον Παναθηναϊκό. Όμως, ένας τραυματισμός με έβγαλε εκτός για καιρό. Μετά έκατσα, ξεκίνησα το κάπνισμα και δεν το είδα πια τόσο σοβαρά. Δεν έκοψα την επαφή ποτέ, δηλαδή ακόμα θα παίξω αλλά όχι σε επαγγελματικό επίπεδο. Θα μπορούσα να πω ότι είναι το απωθημένο μου, αναρωτιέμαι πώς θα είχε εξελιχθεί η πορεία μου στο ποδόσφαιρο αν δεν είχα τραυματιστεί.
Το σχολείο δε μου άρεσε πολύ, δυστυχώς. Εγώ και ο κολλητός μου ήμασταν οι δυο που κατεβάζαμε τον μέσο όρο! Στο δημοτικό ήμουν σχετικά ήρεμος στην τάξη. Από το Γυμνάσιο και μετά όχι και τόσο… Φαντάσου ήμουν ο μοναδικός στο σχολείο μου που τον άλλαξαν τάξη, γιατί έκανα φασαρία. Μετά από αυτό, άλλαξε όλη μου η κοσμοθεωρία και ηρέμησα πολύ. Ήταν ένα σοκ, μάλλον κάποιο καμπανάκι χτύπησε μέσα μου, του τύπου "μήπως ρε μαλάκα κάνεις κάτι λάθος, γιατί άλλαξαν μόνο εσένα τμήμα;". Μετά, απλώς ηρέμησα. Δεν έγινα καλός μαθητής, απλώς δεν ενοχλούσα τους άλλους που ήθελαν να κάνουν μάθημα. Και αυτό έχει γίνει και μότο στη ζωή μου πια: να κάνεις ό,τι θες, αλλά ποτέ εις βάρος άλλων».