Πηγαίνοντας στο Πανεπιστήμιο στην Θεσσαλονίκη ένιωσα ότι είμαι στον Παράδεισο. Στα κενά ανάμεσα στα μαθήματα είχα την δυνατότητα να παρακολουθώ φιλοσοφία και ψυχολογία. Ήταν μέσα στις αναζητήσεις μου.
Οταν χρειάστηκε να πάρω μεταγραφή στην Αθήνα, με έπιασε πανικός βλέποντας το κτιριακό και για να ισορροπήσω μέσα μου την απώλεια της Θεσσαλονίκης άρχισα να ασχολούμαι με την τέχνη. Ηθελα μια φυγή. Από εκεί ξεκίνησε λοιπόν… Εδωσα εξετάσεις στην Δραματική του Θεάτρου Τέχνης, αλλά στο δεύτερο έτος άλλαξα και πήγα στην σχολή του Κατσέλη. Εκεί τελείωσα, έχοντας κάποιους συνταρακτικούς καθηγητές. Με την Αλέκα Κατσέλη είχα μια συγκρουσιακή και υπέροχη σχέση. Ο Πέλος Κατσέλης, μεγάλη μορφή.
Τελειώνοντας την σχολή πήγα διακοπές στην Σίκινο, στο πουθενά. Υπήρχε μόνον ένα τηλέφωνο, στο ταχυδρομείο. Κάποια στιγμή πήρα την μάνα μου και μου είπε ότι με ψάχνει η Κατσέλη. Τότε σκεφτόμουν να φύγω στον Καναδά για μεταπτυχιακά στο ψυχόδραμα… Πήρα την Κατσέλη και μου είπε ότι με ψάχνει η Ξένια Καλογεροπούλου. Της τηλεφωνώ και με ενημερώνει για το έργο και τον ρόλο. Θα επέστρεφα Παρασκευή από την Σίκινο. Το Σάββατο, μου είπε η Ξένια, να πάω στο θέατρο Παρκ να βρω τον Σταμάτη Φασουλή για να πάρω το κείμενο. Ηταν για τον “Οδυσσεβάχ”, το 1981… Μου είπε να πάω την Δευτέρα για οντιστιόν στο θέατρο Αθηνά. Ήταν εκεί η Ξένια, ο Σταμάτης και η Πέπη Οικονομοπούλου που θα έκανε την γοργόνα. Βιαζόμουν κιόλας γιατί το μεσημέρι έφευγε το πλοίο. “Να μας πάρεις τηλέφωνο την Πέμπτη” μου είπε η Καλογεροπούλου “θα έχουμε αποφασίσει”. Δεν τους πήρα…. Κάποια στιγμή που πήρα πάλι την μάνα μου από το νησί, μου είπε ότι με ψάχνει η Ξένια. “Γιατί δεν μας πήρες;”, μου είπε. “Σκέφτηκα κάτι πολύ απλό”, απάντησα, “πως εάν με θέλετε θα με βρείτε όπου και να πάω, αν δεν με θέλετε γιατί να σας φέρω σε δύσκολη θέση…”. Ετσι ξεκίνησα, με τον “Οδυσσεβαχ”. Ετσι γνώρισα το θέατρο, την Ξένια, τον Σταμάτη…
Για μένα η Αμαλία είναι ένα πρόσωπο υπέρτατης αγάπης και σεβασμού
«Δεν ήμουν όμορφος. Ισως να μην ήταν κοινή η εμφάνισή μου, όχι ιδιαίτερα ελληνική. Είχα μια κορδέλα στο κεφάλι, στα μαλλιά. Θυμάμαι τον Γιώργο Πάτσα, που με βοήθησε και σαν σκηνοθέτης στα πρώτα μου βήματα και δεν το ξεχνώ, ότι μου έβαλε κορδέλα στον Οδυσσεβάχ. Εχει σημασία να αναφέρουμε τις ευγνωμοσύνες μας κι εγώ έχω πολλούς που ευγνωμονώ και γι΄ αυτό αισθάνομαι πλούσιος.
Ήξερα αυτούς που με γοήτευαν όπως ήξερα ότι δεν ήμουν αδιάφορος αλλά δεν ξέρω τι βαθμό αυτοεκτίμησης είχα σ΄αυτό το επίπεδο, όχι ιδιαίτερο πάντως. Ούτε ξέρω αν αυτή η αυτοεκτίμηση κερδίζεται. Μεγάλος εραστής; Οχι, ούτε κατά διάνοια, ποτέ δεν το θεώρησα, ούτε ήταν η κατεύθυνσή μου. Το να είσαι λίγο γοητευτικός μέσα από αυτό που είσαι ή που κάνεις, ναι, είναι κάτι άλλο. Με θυμάμαι να κάνω κάτι τρέλες, να είμαι σε ένα πάρτι και να διαβάζω το βιβλίο μου στην γωνία, σαν για να διαφοροποιηθώ. Να γίνω μύγα μέσα στο γάλα κι αυτό να αποτελεί πυλώνα έλξης, δεν αποκλείεται να το έχω χρησιμοποιήσει ασυνείδητα κάποια στιγμή…».
Θέατρο είδα για πρώτη φορά στην Πέμπτη γυμνασίου, τον Μίμη Φωτόπουλο στον “Καλό Στρατώτη Σβέικ”. Μου άρεσε πολύ, άσκησα και κριτική. Σαν να είχα μια εμπλοκή, χωρίς να το ξέρω, ενώ υπήρχε κι άλλος ένας πυλώνας που είχε να κάνει με την θεατρικότητα. Ηταν μια εκπομπή στο ραδιόφωνο που λεγόταν “Η Ραδιοφωνική Βιβλιοθήκη”, κάθε βράδυ, στο Δεύτερο. Κι εγώ, κάθε βράδυ, ό,τι κι αν έκανα, το διέκοπτα για να την ακούσω. Πήγαινα στο δωμάτιο μου, έσβηνα τα φώτα, χωνόμουν κάτω από το σκέπασμα και μέσα στο απόλυτο σκοτάδι την άκουγα στο τρανζίστορ. Δεν ήθελα να βγω από την μαγεία του συμβάντος και πολλές φορές κοιμόμουν για να μην χαθεί η ατμόσφαιρα».
«Από τότε που τελείωνα την σχολή ήξερα ότι ήθελα να κάνω ομάδα. Δεν είχα γνωρίσει ακόμα τη Αμαλία (σ.σ. Μουτούση), ήμασταν τα ίδια χρόνια στις σχολές, αλλά εκείνη στο Θέατρο Τέχνης. Μια φορά, καλοκαίρι, ξεκίνησα με δύο φίλες από την Αίγινα και με ένα βαρκάκι να πάμε στην Επίδαυρο να δούμε τις “Τρωάδες” του Κουν. Η Αμαλία, δεν την ήξερα, έπαιζε στον Χορό. Σχεδόν ναυαγήσαμε –φτάσαμε με σπασμένο τιμόνι και την ουρά στα σκέλια. Οι δύο φίλες έφυγαν κατευθείαν για την Αθήνα. Έμεινα μόνος και με λεωφορείο πήγα Επίδαυρο να δω τη παράσταση. Επέστρεψα στην Αίγινα με άλλο σκάφος που έσερνε το βαρκάκι μου –ντροπή -ήμουν σαν δαρμένη γάτα.
Γνώρισα την Αμαλία μέσω της Αντζελας Μπρούσκου, με την οποία ήδη δούλευα. Είχαμε φτιάξει ομάδα με την Μαρία Σταύρακα (από το Τέχνης) και την Ρενάτα Παπακώστα (από το Εθνικό) και άλλους. Από τότε λεγόταν “Διπλούς Ερως”. Ενάμιση χρόνο μετά ήρθε η Αμαλία.
Ναι, κατά βάση όλα τα χρόνια δούλευα και δουλεύω με ομάδα. Κάποιες φορές συνεργάστηκα ως ηθοποιός σε έργα και παραστάσεις ή κατ΄εξαίρεση έπαιξα σε δικές μου. Με την Αμαλία ήμασταν μαζί ήδη οκτώ χρόνια όταν παντρευτήκαμε, στο Λονδίνο. Αφού χωρίσαμε συνεχίσαμε να δουλεύουμε μαζί. Για μένα η Αμαλία είναι ένα πρόσωπο υπέρτατης αγάπης και σεβασμού. Κι έτσι μπορέσαμε να διαχειριστούμε μια τόσο βαθιά προσωπική κρίση ενώ δουλεύαμε –ουδείς το κατάλαβε».