Ο σνομπ, ο ψυχρός, ο αργός και ο γρήγορος
Μ.Ρ.: «Όταν πρωτοσυνάντησα τον Θανάση σκέφτηκα “πόσο σνομπ είναι αυτός”. Μου φάνηκε, αν και δεν ήταν αλήθεια, ότι με έβλεπε λίγο υπεροπτικά».
Θ.Π.: «Οχι δεν ήταν έτσι. Εγώ από την φύση μου δεν είμαι ανοιχτός άνθρωπος. Κι ο Μιχάλης επειδή είναι ηθοποιός είχε μάθει αλλιώς. Εγώ ήμουν τελείως άσχετος με τον χώρο. Ετυχε κι έγραψα κάποια νούμερα κι ούτε φανταζόμουν ποτέ ότι θα κάνω αυτά τα πράγματα».
Μ.Ρ.: «Κι εγώ στο βάθος ψυχρός άνθρωπος είμαι».
Θ.Π.: «Ψυχροί είμαστε και οι δύο».
Μ.Ρ.: «Στην πρώτη συνάντηση πήγα εγώ στο σπίτι του Θανάση. Γράψαμε νούμερα για την Αννα, ένα σόλο και ένα ντουέτο. Οχι, δεν μιλήσαμε για μας, δεν είμαστε άνθρωποι που μιλάμε για μας. Τώρα βέβαια στα τριάντα τέσσερα χρόνια που έχουν περάσει, τα έχουμε πει όλα. Τότε όχι… Αλλωστε νομίζω ότι πιο πολύ μαθαίνεις κάποιον όταν μιλάει για κάτι άσχετο παρά όταν μιλάει για τον εαυτό του, που μπορεί να τα καλλωπίζει κιόλας. Και κατευθείαν αρχίσαμε να γράφουμε. Το κυκλώσαμε σε μια πρώτη φάση, είπαμε τι αστεία να βάλουμε, τα σημειώσαμε και προχωρήσαμε».
Μ.Ρ.: «Εγώ γράφω. Το χέρι το δικό μου γράφει».
Θ.Π.: «Οχι πάντα. Στην αρχή έγραφα κι εγώ αλλά με εξόρισε γιατί με θεωρεί αργό κι επειδή έβαζα και τόνους».
Μ.Ρ.: «Αυτή είναι η μεγάλη μας διαφορά. Αν κι εγώ θα είμαι ενοχλητικός στον Θανάση, αλλά για τον γρήγορο ο αργός δεν αντέχεται».
Θ.Π.: «Για κάποιο λόγο τα γούστα μας ταίριαζαν. Για κάποιο λόγο δεν είπε η Αννα στην Δήμητρα να γράψει μ΄έναν από εμάς. Στο “Κανάλι της Βαγγελίτσας” που δουλεύαμε τότε κι εμείς και η Δήμητρα, γράφαμε ο καθένας τα δικά του. Οταν μείναμε οι δυό μας, σκεφτήκαμε να γράψουμε μαζί».
Μ.Ρ.: «Σαν χαρακτήρες είμαστε η ανατολή κι η δύση, αλλά στα θέματα τα αισθητικά και τα ιδεολογικά ήμασταν πάρα πολύ κοντά, κάπου στο 75-80%. Τώρα πια είμαστε στο 99%.
Θ.Π.: «Μας αρέσουν τα ίδια πράγματα δηλαδή. Θυμάμαι στην αρχή πήγαμε να δούμε με την Βαγενά την παράσταση που είχαν κάνει “Τα Παιδιά του Εθνικού” όπου είχε γράψει κι ο Μιχάλης. Μετά όταν συναντηθήκαμε με τον Μιχάλη, χωρίς να το ξέρω, του είπα ποια νούμερα μ΄άρεσαν, κι ήταν τα δικά του».
Διάρκεια και επιτυχία
Μ.Ρ.: «Τίποτα δεν σκεφτήκαμε στη ζωή μας, παρά ελάχιστα πράγματα, και ευτυχώς. Γύρω στα 28 ένιωθα ότι μπήκα σ΄ένα ασανσέρ, πάτησα ένα κουμπί και ανέβαινα. Εγώ γύρω στα 40 μου άρχισα λίγο να συνειδητοποιώ τι γίνεται, στα 47 μου κορυφώθηκε -είχαμε κάνει και τους “Μπαμπάδες” και το “Βίρα τις Αγκυρες” και το “Safe Sex”, ήμασταν 3 στα 3».
Θ.Π.: «Εμείς πηγαίνουμε όπου μας πάει η ζωή. Οταν γράφαμε τους “Μπαμπάδες” μας είπε ο Σταμάτης για το “Βίρα”. Ποτέ δεν έχουμε πει ότι θα κάνουμε κάτι οπωσδήποτε. Η πρόταση του Σταμάτη για θέατρο ήρθε κι εμείς το μόνο που είχαμε σκεφτεί ήταν ότι θάβουν τον μπαμπά με το λόττο… Και μου λέει ο Μιχάλης “θα πάω στον Σταμάτη να του το πω”. Τι θα του πεις; Εγώ ντρεπόμουν. Και πήγε και του το είπε και λέει ο Σταμάτης φέρτε και το υπόλοιπο, σας περιμένω. Και μου λέει ο Μιχάλης τώρα πρέπει να βρούμε και την ιστορία».
Μ.Ρ.: «Το κουκούτσι κάθε ιδέας ένας από τους δύο θα το πει, δεν θα το πούμε ταυτόχρονα και οι δύο. Από εκεί και πέρα αρχίζει και χτίζεται σιγά-σιγά, με συζήτηση. Τώρα πια, και με το βάθος του χρόνου, μπορώ να πω ποια είναι δικά μου, τα καθαρά αυτοβιογραφικά. Αν μια φράση την έλεγε η μαμά μου, δεν μπορεί, δικό μου θα΄ναι».
Θ.Π.: «Είναι φορές που μου θυμίζει ο Μιχάλης ότι κάποιες ατάκες είναι δικές μου».
Μ.Ρ.: «Υπάρχει ένα καλό στον Θανάση κι εμένα, ότι προσηλωνόμαστε πολύ στα πρακτικά, και στη δουλειά μας -πρακτικό είναι η πλοκή. Ολο το άλλο λειτουργεί ασυνείδητα. Φυσικά κάτι δικό μας βγαίνει σε κάθε δουλειά. Η “Αττική Οδός” ή το “Ποια Ελένη” είναι πιο αυτοβιογραφικά, με την έννοια του ψυχισμού, από τους “Μπαμπάδες”. Οι Μπαμπάδες είναι ένα έργο δεξιοτεχνίας -όχι ότι δεν έχει ψυχή. Με τους “Μπαμπάδες” μας παρουσιάστηκε ένα τεράστιο πρόβλημα, γιατί βγαίναμε από λατρεμένους ήρωες που αγαπούσαμε πολύ…
Θ.Π.: «...και στους “Μπαμπάδες” αναρωτιόμασταν αν τους ήρωες τους αγαπούσαμε;»
Μ.Ρ.: «Γιατί δεν τους συμπαθούσαμε καθόλου. Κι αυτή ήταν η πρώτη μας συναισθηματική διαδικασία. Ως τότε το πράγμα γλιστρούσε, αγαπούσαμε και ταυτιζόμαστε με τους ήρωες. Η επιτυχία δεν με αγχώνει, με αγχώνει αυτό που έρχεται μετά. Οταν γίνει μια επιτυχία τι να με αγχώσει; Η αποτυχία με αγχώνει».
Θ.Π.: «Το καλύτερο είναι να το βλέπεις, να το χαίρεσαι και να το ξεχνάς».
Μ.Ρ.: «Οντως, σκορπισμένες μέσα στον χρόνο οι επιτυχίες είναι πολλές».
Θ.Π.: «Οταν είδε ο Μιχάλης το “Safe sex” θυμάμαι μου είπε “συγνώμη αυτό θα κάνει εισιτήρια”;».
Μ.Ρ.: «Και πήρα τον διανομέα και του είπα να τη βγάλει με όσες πιο πολλές κόπιες μπορεί γιατί αποκλείεται να κάνει δεύτερο σαββατοκύριακο».
Θ.Π.: «Την επιτυχία δεν την ξέρεις, δεν την περιμένεις».
Μ.Ρ.: «Αυτό το “κάτι” εγώ πιστεύω ότι είναι το timing με την ανάγκη του κοινού. Θεωρώ ότι την δουλειά την κάνεις εσύ, την επιτυχία την κάνει το κοινό. Πρέπει εκείνη την στιγμή να συναντηθούν δύο πράγματα: Το αίτημα του κοινού και η δουλειά που κουβαλάει αυτό το αίτημα εκείνη την στιγμή».