Η Μίρκα Παπακωνσταντίνου είναι ένας άνθρωπος γενναιόδωρος και ζεστός, με χιούμορ και αυτοσαρκασμό –όπως ακριβώς είναι και ως ηθοποιός. «Παιδί» του Ελεύθερου Θεάτρου και της Ελεύθερης Σκηνής, αγάπησε την επιθεώρηση αλλά και κάθε είδος θεάτρου. Γεννήθηκε στο Παγκράτι, μένει στον Βύρωνα.
«Το πατρικό μου ήταν στο Παγκράτι. Εκεί γεννήθηκα. Επί χούντας το έδωσαν για πολυκατοικία. Εγώ μένω στον Βύρωνα.
Ο πατέρας μου είχε ένα βαθύ χιούμορ. Κλασική περίπτωση του βασιλικού ναυτικού που καθαιρέθηκε, γιατί ήταν αριστερός. Η αδελφή μου τα έζησε περισσότερο, που είναι μεγαλύτερη. Ο πατέρας μου έχασε τα πάντα κι άρχισε από την αρχή. Έζησε την αντίφαση. Πήγε φυλακή. Κι εγώ άκουγα τις ιστορίες του, σκληρές, πικρές, που στο βάθος, όμως, είχαν χιούμορ. "Με έβλεπαν χτυπημένο" μου έλεγε "κι εγώ τους έλεγα ότι είχα πέσει από την σκάλα".
Όταν μετά ξαναπήρε τη στολή, τον ρωτούσα γιατί νιώθει τόση χαρά, τι είναι πια αυτή η στολή. Και μου έλεγε "δεν ξέρεις τι θα πει να έρχεται ένας κοντός αμόρφωτος επιλοχίας και να σου ξηλώνει τα γαλόνια". Πέντε φορές καταδικάστηκε εις θάνατον, πήγε φυλακή και στις τρεις από τις τέσσερις κουβέντες του έκανε αυτή την κίνηση -που του ξήλωναν τα γαλόνια... Γι' αυτό και η χαρά του, όταν αποκαταστάθηκε ήταν μεγάλη.
Το χιούμορ και τον αυτοσαρκασμό από τον μπαμπά μου τα πήρα. Είναι και όπλο και άμυνα και δύναμη, μεγάλη. Αρκεί να μην γίνεις γραφικός. Αν και πάντα γλιστράς λίγο, βέβαια.
Ήμουν ένα βαθιά εσωστρεφές, κομπλεξικό πλάσμα. Έλεγα ποιήματα στο δημοτικό και έβαζα τα κλάματα και έφευγα. Πήγαινα σπίτι μου και παραπονιόμουν στην μάνα μου. Η αδελφή μου ήταν ένα λαμπερό πλάσμα, πολύ όμορφη, κούκλα, ένα κανονικό κορίτσι. Για χρόνια ήμουν η αδελφή της Σίτσας. Μετά έγινε η αδελφή της Μίρκας. Τη ζήλευα, χόρευε, έλεγε ποιήματα... Κι εκείνη με περιφρονούσε. Η μάνα μου μού είχε τρελή αδυναμία.
Πώς τους ανακοίνωσα ότι θα γίνω ηθοποιός; Έπαιζαν χαρτιά στο σπίτι με ένα ζευγάρι φίλων, πόκα. Τελείωνα το σχολείο τότε. Κι όπως έπαιζαν, τους το είπα... "Θα πάω στη Δραματική" είπα μία και δύο φορές, για να με ακούσουν, ενώ συνέχιζαν το παιχνίδι τους. "Καλά σ' ακούσαμε" μου απάντησαν. "Και τι, θα βγαίνεις να λες λόγια στον κόσμο;" μου είπαν με μια λύπη στην έκφρασή τους. Βέβαια, σε παραστάσεις πηγαίναμε έτσι κι αλλιώς. Και πήγα στη δραματική σχολή του Θεοδοσιάδη. Το πρωί δούλευα σε μια διαφημιστική. Ξεκίνησα σιγά-σιγά, πολύ μαγκωμένα. Μετά, πήρα και υποτροφία. Διάβαζα πολύ και σιγά σιγά άρχισα να αισθάνομαι ωραία.
Ο πατέρας μου ήταν σαν τον Τζέρι Λούις στη σκηνή που τρώει ένα φασόλι με μεγαλοπρέπεια. Στο τραπέζι, ο πατέρας μου είχε πάντα τρία μαχαιροπήρουνα, ποτέ πλαστικό ποτήρι... Κι εγώ τον ακολουθούσα, τον θαύμαζα. Έτρωγε το πορτοκάλι με το πιρούνι».