Η βάναυση κακοποίηση της Ελένης Τοπαλούδη παγώνει τις σκέψεις και τις ψυχές μας, καθώς ακόμα και σήμερα δεν μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε τη βαρβαρότητα που επέδειξαν οι δολοφόνοι της.
Μέσα σε αυτά τα σχεδόν 3,5 χρόνια που μεσολάβησαν από τη δολοφονία της κόρης της, η Κούλα Αρμουτίδου έδωσε μαθήματα αξιοπρέπειας, δύναμης και υπερηφάνειας. Παρά τον αβάσταχτο πόνο της τραγικής απώλειας που βιώνει, ύψωσε από την πρώτη στιγμή το ανάστημά της προκειμένου να παλέψει για τη μνήμη, αλλά και τη δικαίωση της κόρης της. Έχοντας πάντα δίπλα της συμπαραστάτη της τον σύζυγό της και πατέρα της Ελένης, Γιάννη Τοπαλούδη, πρόσφατα δήλωσε πως δεν θα δεχτεί μείωση της ποινής των δολοφόνων της κόρης της και πως «θα τα φέρω όλα τούμπα εγώ, η μάνα της Ελένης».
Θα ήθελα να ξεκινήσουμε τη συζήτησή μας μαθαίνοντας λίγα πράγματα για εσάς. Γνωρίζουμε πως είστε νηπιαγωγός και αυτό που έχουμε αντιληφθεί είναι ότι είστε ένας άνθρωπος που είχε –και που έχει και σήμερα- πολλή αγάπη και τρυφερότητα μέσα του. Θέλετε να συμπληρώσουμε την εικόνα σας με κάποια βιογραφικά στοιχεία;
Γεννήθηκα το 1963, από γονείς ποντιακής καταγωγής, στο νοσοκομείο των Σερρών. Την περίοδο εκείνη ο πατέρας μου ήταν μετανάστης στη Γερμανία. Τη μάνα μου την έπιασαν οι πόνοι της γέννας στην πλατεία του χωριού, στην Αναγέννηση Σερρών. Είχαν έρθει κάποιοι υπάλληλοι για μια βλάβη που είχαν οι κολώνες της ΔΕΗ και η συννυφάδα της τους παρακάλεσε να την πάρουν και να την πάνε στο νοσοκομείο –έτσι και έγινε. Τα αδέρφια μου, με τα οποία είχα 12 και 15 χρόνια διαφορά ηλικίας, ήδη πήγαιναν Γυμνάσιο στην Ηράκλεια Σερρών, 13 χιλιόμετρα απόσταση από το σπίτι μας. Ήμουν το στερνοπούλι. Ο πατέρας μου είχε χάσει τον δικό του πατέρα όταν ήταν μόλις 2 ετών. Πέθανε το 2011 και δούλευε μέχρι το τέλος της ζωής του, 86 ετών. Βιοπαλαιστής, εργάτης -όπου έβρισκε δουλειά πήγαινε. Κατάγομαι από φτωχή οικογένεια, αλλά δεν στερήθηκα ποτέ τίποτα. Κάθε φορά που πήγαινε ο πατέρας μου στις Σέρρες του ζητούσα να μου φέρει και ένα βιβλίο. Αυτός αναρωτιόταν «δεν σου φτάνουν αυτά που διαβάζεις στο σχολείο και θέλεις και άλλα;». Δεν το καταλάβαινε. Ήταν αγράμματος, όπως και η μαμά μου. Λόγω φτώχειας και ανέχειας δεν είχαν τελειώσει ούτε το Δημοτικό, πήγαν μέχρι την Ε’ τάξη. Αγαπούσαν όμως τη γνώση. Μας έστειλαν και τους τρεις μας στα σχολεία και τα φροντιστήρια, και έτσι γίναμε κάτι σε αυτήν τη ζωή.
Καταλαβαίνω πως μπορεί τα οικονομικά της οικογένειας να ήταν δύσκολα, αλλά πως δεν στερηθήκατε την τρυφερότητα και τη στοργή…
Δεν στερήθηκα απολύτως τίποτα, ούτε απωθημένα έχω στην ψυχή μου πως κάτι μου έλειψε. Ίσα ίσα, ήμουν σε καλύτερη μοίρα από όλα τα παιδιά του σχολείου μου. Οι γονείς μου δουλεύανε τα χωράφια τους, τη γη τους, είχαν ζώα, αρμέγανε… Ο μπαμπάς μου δούλευε στην οικοδομή -ή βαρούσε μέχρι και νταούλι σε γάμους και ποντιακά γλέντια που τον πλήρωναν. Έτσι δεν αισθάνθηκα ποτέ πως μου έλειψε το χαρτζιλίκι ή το ρούχο… Και η μαμά μου με μεγάλωσε με τόσο μεγάλη αξιοπρέπεια που μου έλεγε πάντα «το καλύτερο του άλλου, το χειρότερο το δικό σου. Δεν θα γέρνεις το βλέμμα σου με παράπονο σε κάτι που έχει μια συμμαθήτριά σου που δεν το έχεις εσύ. Εσύ έχεις άλλα που αυτοί δεν τα έχουνε». Και πράγματι, ποτέ δεν ζήλεψα κανένα παιδί, ούτε θεωρούσαν πως υπερέχουν σε κάτι. Στη ζωή μου έχω ζηλέψει μόνο ανθρώπους που σπουδάσανε, ασχολήθηκαν με τη γνώση, που μαθαίνανε γλώσσες και ξέρουν να μιλούν τέλεια ελληνικά. Αυτά θαύμαζα στη ζωή μου. Ποτέ το χρήμα ή τις περιουσίες. Και αυτές τις αξίες μετέδωσα και στα παιδιά μου. Το χρήμα είναι το μέσο να ικανοποιούμε τις ανάγκες μας, αλλά δεν είναι ο αυτοσκοπός μας.
O σύζυγός σας επίσης είναι εκπαιδευτικός. Φαντάζομαι έχετε κοινές αναφορές και αξιακό κώδικά, σωστά;
Ναι, ο Γιάννης είναι δάσκαλος. Μεγάλωσε σε μια οικογένεια εξαιρετικά εργατικών ανθρώπων, μπορώ να πω πως οι γονείς του είναι οι πιο εργατικοί άνθρωποι της Ελλάδας –δεν λέω του Δήμου, γιατί θα τους περιόριζα πολύ. Δουλεύανε μόνοι τους μπαχτσέ 14 στρεμμάτων, είχαν φυτώρια που τα φροντίζανε σαν παιδιά τους για να πουλήσουν στις λαϊκές του Διδυμότειχου και της Αλεξανδρούπολης. Αυτοδημιούργητοι άνθρωποι που δούλευαν από τα ξημερώματα μέχρι τα άγρια μεσάνυχτα. Στο σπίτι του Γιάννη, όταν ήρθα στο Διδυμότειχο στα 33 μου, βρήκα μια δεύτερη οικογένεια. Έναν χρόνο αργότερα γέννησα την κόρη μου. Η πεθερά μου με αγκάλιασε σαν παιδί της. Σε όλες μας τις ανάγκες ήταν παρούσα, όπως και στα εγγόνια τους. Την Ελένη ο παππούς της την χαρτζιλίκωνε και αυτή του έλεγε «παππού πολλά μου δίνεις…» και αυτός της απαντούσε «όχι, είσαι φοιτήτρια και πρέπει να έχεις παράδες!». Ο γιος μου έχει το όνομα του, Πέτρος. Ελένη έλεγαν την πεθερά μου, αλλά από σύμπτωση αυτό ήταν και το όνομα της μάνας μου.