Όλοι έλεγαν ότι ήταν το πιο όμορφο αγόρι της Αθήνας. Εκείνος όμως ήθελε να κάνει τους άλλους όμορφους. Ο Μπίλι Μπο ήταν μια ιδιαίτερη περίπτωση στην ελληνική μόδα, νεωτεριστής και καινοτόμος, από τους πρώτους που κατάφεραν να βγουν στο εξωτερικό, αλλά δυστυχώς το τραγικό του τέλος ήρθε πολύ νωρίς, ανακόπτοντας τη δημιουργική του πορεία.
Ο Βασίλης Κουρκουμέλης, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε το 1954 στα Καμίνια του Πειραιά και μεγάλωσε με τις τέσσερις αδερφές του σε ένα συντηρητικό περιβάλλον. Από μικρός ασφυκτιούσε κι όσο περνούσαν τα χρόνια, το μόνο που ήθελε ήταν να ξεφύγει από τη γειτονιά του.
Έτσι αποφάσισε να ασχοληθεί με τον χορό. Η πρώτη του δουλειά ήταν σε μια μπουάτ στην Πλάκα, πλάι στις αδερφές Μπρόγιερ. Στη συνέχεια πέρασε και στο θέατρο με χορογράφο τον Φώτη Μεταξόπουλο. Με τα πρώτα του χρήματα, γράφτηκε σε μια σχολή για να βελτιωθεί. Εκεί, έμελλε να συναντήσει τον άνθρωποι που του άλλαξε τη ζωή, τον Μάκη Τσέλιο.
Ήταν η εποχή που η Ελλάδα αναζητούσε τη νέα της ταυτότητα. Τα ταμπού και οι προκαταλήψεις αρχίζουν σταδιακά να καταρρίπτονται και ένας αέρας ελευθερίας πνέει, τουλάχιστον στο κέντρο της Αθήνας. Το Κολωνάκι είναι σημείο συνάντησης του «καλού κόσμου» και η Μύκονος του διεθνούς τζετ σετ. Ο Τσέλιος τότε, που ήταν κάποια χρόνια μεγαλύτερος από τον Βασίλη, έχοντας μαζέψει κάποια χρήματα από προηγούμενες δουλειές, αναγνωρίζει ότι αυτός ο νεαρός εκτός από εντυπωσιακά όμορφος, είχε μεγάλο ταλέντο στο σχέδιο.
Με δική του προτροπή γράφεται στη σχολή Βακαλό κι αργότερα στη Σχολή Βελουδάκη. «Ο Βασίλης είχε δύσκολα παιδικά χρόνια, όπως άλλωστε όλοι οι άνθρωποι τότε. Οι δρόμοι στις γειτονιές ήταν από χώμα και φαντάσου ότι ακόμα περνούσε ο νερουλάς. Γεννήθηκε τον Φεβρουάριο του 1954, Υδροχόος το ζώδιο. Την ημέρα που τον είδα πρώτη φορά, ξαφνιάστηκα. Είχε μια ιδιαιτερότητα, ήταν σαν ένα πριγκιπόπουλο σε λάθος περιβάλλον... Σαν να είχε γεννηθεί σε λάθος σπίτι», θα εξομολογηθεί αργότερα για τον αγαπημένο του φίλο.
Μαζί, εκτός από υπέροχα φορέματα, σχεδιάζουν και το μέλλον τους. Έτσι αποφασίζουν να ξεκινήσουν τη δική τους επιχείρηση, νοικιάζοντας έναν μικρό χώρο στην οδό Σόλωνος, στο Κολωνάκι, τον οποίο διαμόρφωσαν μόνοι τους.
Ψάχνοντας όνομα για την μπουτίκ τους, μια μέρα άκουσαν το τραγούδι «Billy Boy, Oh Billy Boy» της Caterina Valente κι έτσι τους προέκυψε το «Μπίλι Μπο», που θα γινόταν, εκτός από επωνυμία, και το καινούργιο όνομα του Βασίλη.
Μέσα σε έναν χρόνο, ο νεαρός σχεδιαστής ενθουσίασε τη δύσκολη πελατεία του Κολωνακίου, άλλα και τους κριτικούς, οι οποίοι τον θεωρούν πρωτοπόρο. «Εκείνη την εποχή ήταν της μόδας οι καμπάνες, τα στενά, χαμηλοκάβαλα παντελόνια. Εμείς κάναμε το παντελόνι κανονικά, με πιέτες και ρεβέρ. Η παραγωγή μας αποτελούνταν κατά 30% από αντρικά ρούχα και κατά 70% από γυναικεία. Προτείναμε μεγάλα πουλόβερ, αλλάζοντας τη μορφή και σε αυτό. Θεωρώ ότι είχε έρθει η στιγμή να αλλάξει η μόδα και το κάναμε πρώτοι εμείς. Είχε φύγει το '70, εμείς ανοίξαμε στις παρυφές του και ήμασταν επηρεασμένοι από αυτό μεν, αλλά δεν το ακουμπήσαμε» αφηγείται ο Τσέλιος, αναφερόμενος στα πρώτα τους χρόνια.