Η Νίκη Κάρτσωνα είναι ένα από τα λεγόμενα «χρυσά» κορίτσια του ελληνικού μόντελινγκ. Με αμέτρητα εξώφυλλα και αναρίθμητες συνεργασίες με τα πιο γνωστά brands, έζησε την πιο glamorous και πληθωρική εποχή των εγχώριων media, αλλά δεν κοιτάζει πίσω. Όπως, άλλωστε, λέει και η ίδια, οι εποχές έχουν αλλάξει και οφείλουμε να προσαρμοζόμαστε. Πλέον είναι επιχειρηματίας, χαρούμενη μαμά και σύζυγος και μόλις ξεκίνησε την πρωτοβουλία «Fashion For A Reason» που προσφέρει βοήθεια σε κορίτσια που έχουν ανάγκη, ώστε να πραγματοποιήσουν τους στόχους τους.
«Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Καλαμάτα, μέχρι τα 11, όταν ήρθα στην Αθήνα ως μέλος της Εθνικής Ομάδας της ρυθμικής γυμναστικής. Έμενα στους ξενώνες του Ολυμπιακού Σταδίου, όπως έμεναν και όλα τα κορίτσια που ήταν από την επαρχία -και όχι μόνο. Είχα μία στρατιωτική, πειθαρχημένη ζωή μέχρι τα 17 μου. Στο ενδιάμεσο είχα φύγει μια δυο φορές από την ομάδα γιατί δεν άντεχα, αλλά πάντα επέστρεφα εκεί.
Αυτό που ξέρω από τις αδερφές μου είναι ότι, μικρή ήμουν κλόουν! Μπορεί κι αυτό να ήταν μια άμυνα, βέβαια. Πολλές φορές σε μία οικογένεια κάποιο από τα παιδιά παίρνει αυτόν τον ρόλο, να προσπαθήσει να ελαφρύνει την κατάσταση και να κάνει τους άλλους να γελάνε. Μεγαλώνοντας, το κατάλαβα αυτό. Ναι, ήμασταν μία οικογένεια με αρκετά προβλήματα, αλλά και πολύ αγαπημένη. Θα έλεγα ότι ήταν παράλληλα δύσκολα αλλά και ωραία τα παιδικά μου χρόνια. Είχαμε μία πολύ δυναμική μαμά και έναν πολύ καλό μπαμπά.
Κάποια στιγμή, η μητέρα μου παίρνει την απόφαση να χωρίσει, έχοντας τρία παιδιά. Μια πολύ δύσκολη απόφαση και για τις δύο πλευρές. Σκέψου, σε μία επαρχία εκείνες τις εποχές, τι σήμαινε αυτό για μια γυναίκα. Πολύ δύσκολα τότε έλεγες ότι οι γονείς μου έχουν χωρίσει. Ένιωθες την έλλειψη του πατέρα στο σπίτι.
Έτσι, λοιπόν, πιστεύω ότι ήμουν ένα παιδί που εξαιτίας αυτής της άμυνας, έκανα τους άλλους να γελάνε, γιατί ήθελα γύρω μου να είναι όλοι πάντα χαρούμενοι.
Και με τους δυο γονείς μου κράτησα εξαιρετικές σχέσεις. Η μητέρα μου ποτέ δεν μας απομάκρυνε από τον πατέρα μου, αλλά ούτε εκείνος απομακρύνθηκε ποτέ. Τώρα που έχει φύγει από τη ζωή συνειδητοποιώ ακόμα πιο έντονα πόση αγάπη είχε για μας. Ο πατέρας μου ήταν ένας πολύ απλός άνθρωπος, η μητέρα μου ήταν μία πολύ δυναμική γυναίκα. Ήταν δύο αταίριαστοι άνθρωποι. Θεωρώ ότι, αν ο ένας είχε βρει το κουμπί του άλλου θα μπορούσαν να είχαν βρει και τη συνταγή για μία ωραία σχέση».