Ο Νικόλας Γιατρομανωλάκης γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στην Πάντειο, έκανε μεταπτυχιακά στο Harvard. Ασχολήθηκε με την πολιτική, ξεκινώντας από το «Ποτάμι». Μετά τις εκλογές του 2019 ανέλαβε πρώτα Γενικός Γραμματέας Σύγχρονου Πολιτισμού και στη συνέχεια υφυπουργός. Το 2022 θα γίνει 47 ετών. Εχει έναν σκύλο, τον Βρασίδα, μια γάτα, τον Πάτρικ. Αγαπάει τα ταξίδια, τα βιβλία, τις ταινίες, τη μαγειρική. Είναι ο πρώτος Έλληνας ανοιχτά gay που έχει αναλάβει κυβερνητική θέση.
«Είμαι παιδί του κέντρου. Το πρώτο μου σπίτι ήταν Τιμολέοντος Φιλήμωνος, κάτω από τον Λυκαβηττό. Ολα μου τα σπίτια, όλη μου τη ζωή –εκτός από τα χρόνια του εξωτερικού, είχαν σημείο αναφοράς τον Λυκαβηττό. Μ' αρέσει αυτή η πόλη, παρά τα προβλήματα που έχει.
Από τα παιδικά μου χρόνια θυμάμαι τις διακοπές μου, τα καλοκαίρια, στη Μήλο. Εχω ένα τέταρτο καταγωγής από εκεί, από την πλευρά της μητέρας μου. Μου' χει μείνει μια μικρή αγροικία στο νησί και πηγαίνω.
Μοναχοπαίδι, αστικής προελεύσεως, ήμουν το καλό παιδί, το φρόνιμο παιδί, το παιδί που διάβαζε μόνο του, ο καλός μαθητής. Δεν ήμουν ποτέ ιδιαίτερα αθλητικός. Τα πιο πολλά χρόνια πήγα σε ιδιωτικό σχολείο, πράγμα που σημαίνει ότι δεν ταυτιζόταν το σχολείο με την γειτονιά. Γυμνάσιο και Λύκειο πήγα στου Μωραΐτη, εκεί τελείωσα. Στην αρχή του δημοτικού πήγα στο 16ο και από την τρίτη δημοτικού στην Αηδονοπούλου. Είχα φίλους, ήμουν δραστήριος και στην μαθητική κοινότητα.
Κάποια στιγμή αυτό άλλαξε. Τέλη Γυμνασίου αρχές Λυκείου άλλαξα εγώ: Εγινα πιο κλειστός κι αυτό είχε να κάνει με πράγματα που τότε δεν καταλάβαινα αλλά καταλαβαίνω τώρα κι έχω αναλύσει, με πράγματα που ίσως έβλεπαν οι άλλοι κι όχι εγώ. Υπήρχαν συμμαθητές μου που έλεγαν “η αδελφή” κι εγώ δεν ήξερα καν τι σήμαινε αυτό. Μου πήρε χρόνο. Υπήρχε μια κοροϊδία, σ' αυτό το γνωστό εφηβικό επίπεδο –τα παιδιά γίνονται σκληρά. Κι αυτό μ' έκανε όχι επιθετικό αλλά σκληρό. Μ' έκανε να βλέπω τα άλλα παιδιά και να σκέφτομαι ότι η επίθεση είναι η καλύτερη άμυνα και πριν πουν κάτι αυτά θα τους πω κάτι εγώ.
Κοιτώντας πίσω δεν μ' άρεσε αυτό που γινόμουν, ήταν άσχημο. Ηταν σαν να πηγαίνω κάθε μέρα σε μια μάχη και να σκέφτομαι πως θα αμυνθώ και πως θα επιτεθώ. Ηταν κάτι που σχεδόν δεν είχε καν σημασία πως ξεκίνησε, ένας φαύλος κύκλος που απλώς υπάρχει, γίνεται μέρος της καθημερινότητάς σου κι εσύ, παιδί ακόμα, δεν ξέρεις πως θα το διαχειριστείς. Κι όλα αυτά σε μια εποχή και μια γενιά που δεν αισθανόμουν άνετα να τα συζητήσω ούτε στο σπίτι ούτε με φίλους. Τώρα είναι κάπως καλύτερα τα πράγματα. Ολο αυτό το πέρασα εντελώς μόνος μου. Ως μοναχοπαίδι είχα μάθει να διαχειρίζομαι πολλά πράγματα μόνος. Απλώς αυτή η κατάσταση με απομόνωσε ακόμα περισσότερο.
Είμαι από τους ανθρώπους που προχωράνε αλλά δεν ξεχνάνε
Οπότε από το σχολείο δεν είχα ωραίες και γλυκές αναμνήσεις. Είχα ανοιχτούς λογαριασμούς και τους έκλεισα πρόσφατα –πριν από επτά οκτώ χρόνια. Με κάλεσαν στου Μωραΐτη σε μια εκδήλωση για τις Ευρωεκλογές του '14. Εκπροσωπούσα το Ποτάμι. Εκεί έκλεισα τους λογιαριασμούς μου. Ηταν παρόντες κάποιοι παλιοί καθηγητές μου και ορισμένοι συμμαθητές μου.
Ευτυχώς ή δυστυχώς έχω καλή μνήμη, μνήμη ελέφαντα, θυμάμαι τα πάντα. Είμαι από τους ανθρώπους που προχωράνε αλλά δεν ξεχνάνε. Οχι δεν το λέω με την έννοια ότι “κρατάω” κάτι, γιατί, πρωτίστως, τα έχω βρει εγώ με τον εαυτό μου. Αυτό είναι πάντα το θέμα. Τότε δεν καταλάβαινα, δεν ήξερα εγώ ποιος ήμουν, που πήγαινα. Ενιωθα ότι δέχομαι μια επίθεση για κάτι με το οποίο εγώ ο ίδιος δεν είχα συμφιλιωθεί. Εγινε πριν μπορέσω να το επεξεργαστώ, οπότε όλο αυτό απλώς με μπέρδεψε ακόμα περισσότερο».