Ντόροθι Πάρκερ
Φωτογραφία: AP Images
ΝΤΟΡΟΘΙ ΠΑΡΚΕΡ

Ντόροθι Πάρκερ: Η μελαγχολική ακτιβίστρια που υπερασπίστηκε μέχρι τέλους τις γυναίκες και τους μετανάστες


Αν η Ντόροθι Πάρκερ ζούσε σήμερα, σίγουρα θα ήταν μεγάλο όνομα: οι βιτριολικές ατάκες της, το σπινθηροβόλο χιούμορ της και η τόλμη της να σχολιάζει θέματα ταμπού, πράγμα που την εποχή της ήταν «ντροπή» για μια γυναίκα, σήμερα, την εποχή των social media, θα την είχαν κάνει αυτό που λέμε «viral».

Βέβαια, η φοβερή Ντόροθι Πάρκερ που αναστάτωσε τη δεκαετία του ’30 και του ‘40 ήταν κάτι παραπάνω από μια εκκεντρική περσόνα. Συγγραφές, κριτικός, ευθυμογράφος και έντονα πολιτικοποιημένη, υπερασπίστηκε τα δικαιώματα των γυναικών, τάχθηκε κατά του ρατσισμού, και ήταν μια από τις διανοούμενες που έκρουσε τον κώδωνα του κίνδυνου για τον αντισημιτισμό των Ναζί.

Γεννήθηκε στις 22 Αυγούστου του 1893 σε μια μεσοαστική οικογένεια, όμως έζησε δύσκολα παιδικά χρόνια, καθώς έχασε τη μητέρα της σε ηλικία μόλις πέντε ετών. Ο πατέρας ξαναπαντρεύτηκε, όμως στα εννιά της πέθανε και η μητριά της, την οποία ποτέ της δεν αποκάλεσε μητέρα. Λίγο αργότερα, ο θείος, της ο Μάρτιν, που τον αγαπούσε ιδιαιτέρως, χάθηκε στο ναυάγιο του Τιτανικού. Η Ντόροθι πέρασε ώρες στις αποβάθρες γυρεύοντας να μάθει νέα του, μέχρι που αναγκάστηκε να αποδεχτεί την αλήθεια και να στηρίξει τον πατέρα της σε αυτό το νέο πένθος.

Φωτογραφία: AP Images

Από μικρή αντιλήφθηκε την αδικία του κόσμου και αποφάσισε να την πολεμήσει με το κοφτερό της πνεύμα και τις βιτριολικές της ατάκες, που πάντα είχαν στόχο τους δυνατούς. Το επώνυμό της το πήρε από τον πρώτο της σύζυγο, τον Έντιν Ποντ Πάρκερ, χρηματιστής στο επάγγελμα, που ήταν αλκοολικός και εθισμένος στη μορφίνη. Οι δυο τους παντρεύτηκαν το 1917 και χώρισαν το 1928, η ίδια ωστόσο κράτησε το όνομά του.

Από πολύ μικρή ηλικία έγραφε ποιήματα και στα είκοσι ένα δημοσιεύτηκε ένα από αυτά για πρώτη φορά στο περιοδικό «Vanity Fair». Ο διευθυντής, που κάποια μέρα, θα την πήγαινε για τσάι στο Plazza και θα την απέλυε με ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα, επειδή τόλμησε να γράψει μια αρνητική κριτική για τον Ντέιβιντ Μπελάσκο, μεγάλο όνομα τότε στο θέατρο, ήταν εντυπωσιασμένος από την προσωπικότητά της. Λίγους μήνες αργότερα προσελήφθη από τη «Vogue».

Τη δεκαετία του '20 αποτέλεσε κεντρική φιγούρα της Στρογγυλής Τραπέζης του Algonquin, θρυλικής λέσχης συγγραφέων, κριτικών και καλλιτεχνών που συναντιούνταν καθημερινά στο ξενοδοχείο Algonquin του Μανχάταν. Διηγήματά της δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό «New Yorker», ενώ από το 1927 ανέλαβε τη στήλη βιβλίου του περιοδικού. Η πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο «Enough Rope» δημοσιεύτηκε το 1926 και τέσσερα χρόνια αργότερα εκδόθηκε η πρώτη της συλλογή διηγημάτων. Τις δεκαετίες που ακολούθησαν έγραψε ποιήματα, διηγήματα και θεατρικά, και κέρδισε μια υποψηφιότητα για Όσκαρ, για τη συμμετοχή της στο σενάριο της ταινίας «A Star is Born» (1937).

Φωτογραφία: AP Images

Ο λογοτεχνικός κόσμος, αν και δεν συμπαθούσε τον ακραίο χαρακτήρα της, δεν μπορούσε να μην αναγνωρίσει τις συγγραφικές της ικανότητες. Η ίδια όμως πάντα ασχολούταν με την πολιτική, ώσπου αποφάσισε να περάσει και στην ενεργό δράση. Στόχος της ήταν να αναδείξει φλέγοντα κοινωνικά ζητήματα, προκαλώντας πονοκέφαλο στο σύστημα. «Αν θες να μάθεις τι πιστεύει ο Θεός για τα χρήματα, απλά κοίταξε τους ανθρώπους που τα έδωσε», έλεγε συχνά ….

Χαρακτηριστική ήταν η στάση της στην υπόθεση των αναρχικών Νίκολα Σακό και Μπαρτολομέο Βαντσέτ, που εκτελέστηκαν στις Η.Π.Α, κατηγορούμενοι για μια δολοφονία που ποτέ δεν διέπραξαν και για την οποία δεν υπήρξαν τα ελάχιστα αποδεικτικά στοιχεία. Ωστόσο εκτελέστηκαν, κυρίως για τις πολιτικές απόψεις τους, αλλά και για το γεγονός ότι ήταν μετανάστες. Η Πάρκερ είχε τοποθετηθεί δημόσια υπέρ τους κι είχε πείσει αρκετούς δημοσιογράφους να κάνουν το ίδιο. Παράλληλα συμμετείχε σε πορείες, όπου και είχε συλληφθεί.

Σε μια λιγότερο γνωστή υπόθεση, που αφορούσε οχτώ νέους έγχρωμους, που κατηγορήθηκαν για τον βιασμό δύο λευκών γυναικών στην Αλαμπάμα άδικα, εκείνη σύστησε επιτροπή για την υπεράσπισή τους. Άλλωστε, λίγο μετά από τον θάνατό της έγινε γνωστό πως είχε αφήσει μια ολόκληρη περιουσία στον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ για τον αγώνα των Αφροαμερικανών.

Φωτογραφία: AP Images

Στην μακρά πολιτική της διαδρομή, πραγματοποίησε εκτός των άλλων δείπνα ενίσχυσης των αντιφασιστών διαδηλωτών και βοήθησε τους μετανάστες από την Ισπανία λόγω του εμφυλίου πολέμου. Είχε επισκεφθεί μάλιστα τη χώρα, όπου και παρέμεινε για αρκετό καιρό καταγράφοντας τον αγώνα των Δημοκρατικών ενάντια στη δικτατορία του Φράνκο, μαζί με τον τότε σύντροφό της και πρώην ηθοποιό Άλαν Κάμπελ.

Αν και οι περισσότεροι μελετητές του έργου της, δεν την κατατάσσουν ανάμεσα στα φεμινίστριες της εποχής, εκείνη πάντα έγραφε κείμενα υπέρ της χειραφέτησης των γυναικών, προτρέποντας τις αναγνώστριές της να ζήσουν όπως και οι άντρες. Με χιούμορ, αιχμηρό πάντα, καυτηρίαζε και το πατριαρχικό σύστημα και παρακινούσε τις γυναίκες να έχουν τη δική τους ταυτότητα.

Η Πάρκερ είχε το χάρισμα να κερδίζει το κοινό με τις ομιλίες της, όμως σαν άνθρωπος ήταν μάλλον ψυχρή και απόμακρη. Ο αρθρογράφος και σεναριογράφος Γουάτ Κούπερ είχε γράψει σε άρθρο του ένα χρόνο μετά από τον θάνατό της, ότι είχε την τάση να σκέφτεται αρνητικά για το οτιδήποτε.

Φωτογραφία: AP Images

Ούτε όμως για τον εαυτό της είχε την καλύτερη εικόνα. «Ποτέ δεν θα επιτύχω τίποτα, αυτό μου είναι απολύτως ξεκάθαρο. Ποτέ δεν θα γίνω διάσημη. Ποτέ δεν θα συμπεριληφθεί το όνομά μου με μεγάλα γράμματα στο ρόστερ Αυτών Που Κάνουν Πράγματα. Δεν κάνω τίποτα. Ούτε ένα πράγμα. Παλιότερα έτρωγα τα νύχια μου, αλλά ούτε αυτό δεν κάνω πια» είχε πει, πράγμα που δηλώνει την έλλειψη αυτοπεποίθησης που την κατέτρυχε.

Τον Μάιο του 1939 η Πάρκερ ίδρυσε μαζί με άλλους συγγραφείς (Ντάσιελ Χάμετ, Λίλιαν Χέλμαν, Άλμπερτ Μαλτς κ.α.) το περιοδικό Ισότητα «για την υπεράσπιση των δημοκρατικών δικαιωμάτων, ενάντια στον αντιση­μιτισμό και το ρατσισμό». Επίσης, είχε κάνει τατουάζ ένα μικρό μπλε αστέρι κοντά στο αγκώνα της, ως ενθύμιο μιας μεθυσμένης νύχτας στη δεκαετία του ‘30.

Το 1942, συνεργάστηκε ως σεναριογράφος με τον Άλφρεντ Χίτσκοκ στην ταινία Σαμποτέρ.

Προς το τέλος της ζωής της, αφού είχε πιει θάλασσες από αλκοόλ και είχε αποπειραθεί αρκετές φορές να αυτοκτονήσει, άρχισε να παίρνει τακτικά τσάι με τους εναπομείναντες θαυμαστές της. Η ευφυΐα της, όπως συχνά συμβαίνει με τους έξυπνους ανθρώπους, δεν αναγνωριζόταν. Έμοιαζε ξεπερασμένη σε μια εποχή που ανθούσε η beat generation, που η ίδια όμως δεν ήθελε να ακολουθήσει. Για αρκετά χρόνια ζούσε μόνη με τον σκύλο της σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου στο Μανχάταν.

«Δεν ανήκε πουθενά. Ήταν η ανεξαρτησία του μυαλού και του πνεύματός της που την έκαναν να ξεχωρίζει», είχε πει η Αμερικανίδα θεατρική συγγραφέας και στενή της φίλη Λίλιαν Χέλμαν.

Πέθανε ολομόναχη και ξεχασμένη από όλους το 1967. Για διάφορους λόγους, οι στάχτες της παρέμειναν σ’ ένα συρτάρι μέχρι τον Οκτώβριο του 1988, οπότε ο Benjamin Hooks του NAACP έδωσε εντολή να δημιουργηθεί ένας μικρός επιμνημόσυνος κήπος στις κεντρικές εγκαταστάσεις του Οργανισμού στη Βαλτιμόρη. Το επικήδειο απόφθεγμα που είχε ζητήσει η ίδια ήταν χαρακτηριστικό του πικρού της χιούμορ της: «Συγχωρείστε μου τη σκόνη»….





SHARE