Εγώ νομίζω ότι μόνο στα δύσκολα, εκεί που ζορίζεσαι, είναι που τεντώνεται η ψυχή και καλλιεργείται. Εγώ από μικρή είχα κυρίως την αίσθηση ότι η ζωή είναι αγώνας, γιατί υπάρχει η ανθρώπινη φύση. Αν δεν παλέψεις, δεν γίνεται. Νικάει ο νόμος της βαρύτητας. Το βλέπεις, παντού, στις σχέσεις, στις παραστάσεις, αρχίζουν καλά κι αν δεν βάλεις τον κόπο, αν δεν βάλεις όλο και περισσότερο κάρβουνο στην μηχανή, φθείρονται και νικάει ο νόμος της βαρύτητας. Με αυτή την έννοια είναι ένας αγώνας τα πράγματα, για να μπορέσεις να τα διατηρήσεις σε μια ποιότητα υψηλή και ευγενική –και ο χαρακτήρας μας.
Αν αφεθείς, και το βλέπω στον εαυτό μου, αν τον αφήσεις στα πρόχειρα, βγαίνει πολύ το εγώ, που είναι αδηφάγο. Οπότε τριβόμενος με τους άλλους, είναι ένας καθρέφτης σου, που αν θελήσεις, θα δεις τι αντανακλάται σε σχέση με τους άλλους ανθρώπους.
Ο,τι έχει ζήσει ο καθένας μας, είναι μοναδικό, είναι το ποίημά του, η περιουσία του. Εκεί μέσα είναι και το πεδίο της μάχης που έχει να δώσει –να γνωρίσει τον εαυτό, με τι έχει να παλέψει. Μοναδικό και ανεπανάληπτο, και το μόνο που έχουμε...
Αν δεν παλέψεις, δεν γίνεται. Νικάει ο νόμος της βαρύτητας
Μικρή είχα ασχοληθεί πολύ με το τι μου έκανε ο μπαμπάς μου, η μαμά μου κλπ. Τώρα βαριέμαι που τα σκέφτομαι. Το μόνο που σκέφτομαι είναι αυτό που έχω στα χέρια μου, το άθροισμα όλων αυτών που με έχουν απασχολήσει στην ζωή μου. Γιατί για να δω ποια είμαι είχα πάει κι εγώ σε ψυχολόγους, έψαχνα. Τώρα ούτε να το σκέφτομαι. Τώρα είναι το παρόν και να δω πως θα πορευτώ από εδώ και πέρα με ό,τι έχω στα χέρια μου, πως θα γίνω λίγο καλύτερος άνθρωπος. Έχω κι εγώ τον ασυμμάζευτο μέσα μου –να είμαι λίγο χρήσιμος, λίγο θετικός, σε μια καλή ευγενική επαφή με τους άλλους γύρω.
Δεν είχα σχέση με την τέχνη, ντρεπόμουν. Νομίζω ότι ο τρόπος που ήθελα και που μπορούσα να καταλάβω τον κόσμο, την θέση μου μέσα εκεί και τον εαυτό μου, ήταν εκφραζόμενη ποιητικά, μ΄ έναν τρόπο. Δεν το ανακάλυψα. Πρώτα πήγα στο Παρίσι να κάνω κάτι άσχετο –πολιτικές επιστήμες. Δεν είχα αίσθηση όμως, δεν ήξερα. Γνώρισα τον Σεβαστίκογλου, κάτι είδα... Αλλά και πάλι τίποτα. Η σύνδεσή μου με τον εαυτό μου και τον εσωτερικό μου κόσμο έγινε πολύ σιγά. Μετά πήγα στο Θέατρο Τέχνης, χωρίς να καταλάβω γιατί –έδωσα εξετάσεις, πέρασα απ΄ τους πρώτους. Στο δεύτερο έτος ήρθε ο Λαζάνης να μου πει, “είσαι λίγο σαν αφηρημένη, θέλεις να μείνεις εδώ ή μήπως όχι”... Κι αυτό κάπως με ξύπνησε, μου΄ κανε ένα κλικ, σαν χαστούκι και άρχισα να συμμετέχω περισσότερο, να δεσμεύομαι, να δίνομαι.
Ξεκίνησα εκεί –έπαιξα σε 2-3 έργα. Και μετά με έπιασε η μεγάλη μανία να βγω έξω να κινδυνεύσω για να δω αν πραγματικά αξίζω κάτι –ή είμαι σε μια κλειστή προστατευμένη οικογένεια. Αποφάσισα να φύγω, όχι με ευκολία. Ο Κουν ήθελε να μείνω και συναισθηματικά δυσκολεύτηκα πολύ. Μ΄ έπαιρνε τηλέφωνο κι εγώ έκλαιγα –“δεν μπορώ κύριε Κουν”…
Δεν τον έζησα πολύ τον Κουν. Ήταν ένα δέος, υπήρχε η σκιά του. Κι εγώ τα πράγματα που αγαπώ έχω ανάγκη να αισθάνομαι ότι είναι υψηλά, έχουν κάτι ιερό κι έχει νόημα να αγωνιστείς για να το φτάσεις και τότε στο θέατρο Τέχνης υπήρχε αυτό. Κάτω απ΄ τη σκιά του Κουν υπήρχε ότι το θέατρο είναι ιερό, υψηλό και είναι τιμή σου να συμμετέχεις. Και πρέπει να κάνεις κόπο για να το φτάσεις. Τώρα δεν ξέρω αν υπάρχει γύρω μας -σε κάποιους ναι, αλλά όχι διάχυτο πια. Απαιτεί μια αφοσίωση που τώρα είναι πολύ δύσκολη, γιατί υπάρχει ένας μεγάλος αγώνας και μόχθος επιβίωσης.
Πάντα έχω μια πλευρά αναρχοαυτόνομη, ένα είδος εξημερωμένης αγριάδας, το οποίο περιέχω -κι όταν χρειάζεται μπορεί να βγει.
Υπάρχει ένας τωρινός τρόπος ανθρώπων αφιερωμένων στο θέατρο –το εύχομαι, γιατί αυτό είναι το θέατρο. Στις μέρες μας για να πεις ότι είναι τέχνη κι όχι απλώς διασκέδαση, πρέπει να είναι ένας τόπος ποιητικός, εκρηκτικός, με ανθρώπους αφοσιωμένους. Το καλό θέατρο, το ουσιαστικό, δεν είναι εύκολο πράγμα, θέλει αφιέρωση. Στο Παρίσι, στον Βιτέζ το έζησα αυτό. Για να δω τα όρια της τέχνης. Πήγα και είδα παραστάσεις που στην Ελλάδα δεν είχαν φτάσει –Μνουσκίν, Βιτέζ, Σερό, Στρέλερ. Πού μπορεί να φτάσει το θέατρο. Ακριβώς επειδή ήταν ένα κομμάτι τόσο σημαντικό για μένα, είχα μια σχέση όχι εύκολη. Δεν ήταν ότι στρογγυλοκάθησα –άλλες φορές ασφυκτιούσα, άλλες ευγνωμονούσα, ένας χώρος με πολλές παραμέτρους. Κουραστική, λυτρωτική, όχι μια στρωτή ευθεία που με πήγε. Μια σχέση αγάπης και μίσους, με ρουφούσε. Ήμουν πιστή, πάρα πολύ.
”Εγώ έχω θέατρο”, αυτή την φράση έλεγα πάντα. Το έκανα με συνέπεια, δόθηκα –είμαι δοσμένη. Αλλά επειδή με ρουφούσε πάρα πολύ, ένα άλλο μου κομμάτι έμενε ατροφικό κι αυτό με πονούσε. Και ώρες ώρες μου δημιουργούσε μια καταπίεση. Το κομμάτι της ζωής μου, της καθημερινότητάς μου. Έτσι έγινε. Όταν δοθείς έτσι στο θέατρο, σε ρουφάει, δεν σου αφήνει περιθώρια. Τουλάχιστον εγώ δεν είχα πολλά περιθώρια για άλλα πράγματα. Αλλά δεν μετάνιωσα ποτέ. Ο,τι έχει συμβεί είναι το ποίημά μου, αυτό μου ανήκει. Δεν με απασχολούν καθόλου σκέψεις αν θα μπορούσα να έχω κάνει κάτι άλλο. Ούτε σκέφτομαι το παρελθόν, παραστάσεις που έχω παίξει. Ούτε την αίσθηση του χρόνου, της χρονολογίας. Αντιθέτως αισθάνομαι ότι περιέχω όλα αυτά, τους ανθρώπους που έχουν φύγει, τους φίλους, τις παραστάσεις που έπαιξα –σαν DNA. Τους φέρω.