Η Ουμ Καλσούμ ήταν μια ιδιαίτερη περίπτωση στη μουσική: μπορούσε να τραγουδήσει σε τρεις φωνητικές κλίμακες, ενώ οι παλμικές δονήσεις της φωνής της έφταναν τις 4.000 το δευτερόλεπτο. Γι’ αυτό και την ονόμασαν «αηδόνι» και έγινε η αγαπημένη καλλιτέχνις του αραβικού κόσμου -και όχι μόνο.
Γεννήθηκε σε μια φτωχική συνοικία διακόσια χιλιόμετρα έξω από το Κάιρο. Το όνομα «Ουμ» που σημαίνει «μητέρα» το πήρε από την κόρη του Μωάµεθ, μιας και ο πατέρας της ήθελε να εξευµενίσει τον προφήτη και να κερδίσει την προστασία του, όπως πίστευε. Ο ίδιος ήταν ψάλτης ισλαμικών θρησκευτικών ύμνων, οπότε η Ουμ από μικρή είχε επαφή με τη μουσική.
Τα σχολικά της χρόνια δεν ήταν εύκολα, γιατί είχε χαρακτήρα αντισυμβατικό και ανυπότακτο. Συχνά ερχόταν σε προστριβές με τους δασκάλους της, οπότε γρήγορα αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τις σπουδές της. Με δική της απαίτηση, ξεκίνησε να τραγουδά με τον πατέρα της στα πανηγύρια, για ένα πιάτο μαχαλμπέγια -ένα παραδοσιακό γλυκό της Αιγύπτου- και μια γκαζόζα. Αργότερα βέβαια έγινε η πιο ακριβοπληρωμένη τραγουδίστρια της εποχής της.
Το κοινό παραληρούσε για την εξαίσια φωνή της και γρήγορα η φήμη της εξαπλώθηκε. «Πάνω από την Ουμ Καλσούμ είναι μόνο ο Θεός», λένε άλλωστε οι Άραβες όταν μιλούν για την αγαπημένη τους τραγουδίστρια. Σε ηλικία δώδεκα χρονών δίνει την πρώτη της συναυλία που γίνεται από τις πρώτες μέρες sold out και φεύγει για την πρωτεύουσα. Εκεί αφοσιώνεται στη μελέτη της μουσικής και κυρίως στην ερμηνεία των τραγουδιών.
Η συνάντησή της με τον κορυφαίο Αμπντέλ Ουαχάμπ την οδηγεί στην πρώτη της επαγγελματική ηχογράφηση. Οι δυο τους έγιναν καλοί φίλοι, και ο δίσκος που κυκλοφόρησε το 1924 πούλησε μισό εκατομμύριο αντίτυπα. Αργότερα βέβαια η συνεργασία τους αλλά και η προσωπική τους σχέση έμελλε να διαλυθεί.