Ενώ μιλούσαμε, η Παναγιώτα Βλαντή κοίταξε έξω. «Δεν μου αρέσει που βραδιάζει νωρίς. Είμαι του καλοκαιριού» μου είπε με χαμόγελο. Σε έναν τόσο όμορφο -μέσα και έξω- άνθρωπο, με αβίαστο γέλιο και θετική διάθεση, δε θα μπορούσε κανείς να φανταστεί πιο ταιριαστή εποχή.
«Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα, στα Σεπόλια. Μετά αλλάξαμε σπίτι και πήγαμε Θρακομακεδόνες. Η πρώτη μου ανάμνηση από το σπίτι που μεγάλωσα ήταν η αυλή, όπου παίζαμε εκεί σαν παιδιά. Παίρναμε το λάστιχο και βρέχαμε εγώ και η αδερφή μου η μια την άλλη. Από τα παιδικά μου χρόνια θυμάμαι πολύ παιχνίδι, πάρα πολλή αγάπη και ανεμελιά. Είχα πολλούς φίλους, κορίτσια και αγόρια.
Ήμασταν δεμένη οικογένεια, αλλά όχι με την έννοια της τυπικότητας και της αυστηρότητας, γιατί ήταν πολύ νέοι οι γονείς μου όταν μας έκαναν. Ήταν σαν να μεγάλωνα με δύο γονείς-έφηβους. Η μαμά ήταν πιο αυστηρή, ο μπαμπάς πιο χαλαρός. Με την αδερφή μου έχουμε δυο χρόνια διαφορά και είχαμε έντονη σχέση. Πολύ αγαπημένες αλλά και με πολλούς τσακωμούς.
Ήμουν πάρα πολύ καλή μαθήτρια και πολύ επιμελής. Είχα μια δυσκολία να πάω στην πρώτη τάξη γιατί δεν ήθελα να αποχωριστώ τη μαμά μου. Αφού πέρασε ο καιρός, έγινα μια μαθήτρια πάρα πολύ σχολαστική, επιμελής και τυπική. Λίγο σπασικλάκι! Αγαπούσα πολύ το σχολείο. Μου άρεσε πολύ η ιστορία, τα νέα και τα αρχαία ελληνικά, γενικά τα θεωρητικά μαθήματα. Δεν είχα καλή σχέση με τα μαθηματικά, αλλά μου άρεσε η βιολογία και η φυσική.
Θυμάμαι τον πρώτο μου έρωτα. Ήταν ο Κώστας. Πρέπει να ήμουν 5-6 χρονών. Έπαιξα και ποδόσφαιρο για εκείνον. Ο οποίος δε με πρόσεξε ποτέ νομίζω. Αλλά τον θυμάμαι πολύ τρυφερά. Και μετά πάλι στο Γυμνάσιο ερωτεύτηκα, πάλι χωρίς ανταπόκριση. Λίγο πριν τελειώσω το Λύκειο, γύρω στα 18, άρχισα να φλερτάρω ουσιαστικά και στη δραματική σχολή έκανα την πρώτη μου σοβαρή σχέση.