Ήταν όμορφος, γοητευτικός, το καταγάλανό του βλέμμα μαγνήτιζε την κάμερα, οπότε ο Πολ Νιούμαν είχε όλα τα φόντα να γίνει μεγάλος σταρ. Όμως εκείνος διαψεύδοντας ακόμα και τους δασκάλους του απέδειξε ότι μπορούσε και καλύτερα: έγινε ένας μεγάλος ηθοποιός.
Ο Πολ Λέοναρντ Νιούμαν, όπως ήταν ολόκληρο το όνομά του, γεννήθηκε στις 26 Iανουαριου 1925 στην πολιτεία Οχάιο. Οι γονείς του διατηρούσαν ένα κατάστημα αθλητικών ειδών. Ο πατέρας του ήταν Εβραίος και η μητέρα του προερχόταν από οικογένεια Σλοβάκων Καθολικών. Εκείνος όμως αποκαλούσε τον εαυτό του «Εβραίο» υποστηρίζοντας πως αποτελεί «μεγαλύτερη πρόκληση».
Όταν αποφοίτησε από το λύκειο το 1943, γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο του Οχάιο. Υπηρέτησε στο Ναυτικό κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, στις επιχειρήσεις στον Ειρηνικό Ωκεανό. Εστάλη στο πρόγραμμα V-12 του Γέιλ με την ελπίδα να γίνει δεκτός ως πιλότος. Δυστυχώς όμως ένας γιατρός τον διέγνωσε με αχρωματοψία. Τα όνειρά του -ευτυχώς για όλους- μπήκαν στο πάγο. Η ζωή είχε αποφασίσει για εκείνον, γλιτώνοντάς τον ουσιαστικά από μια αποστολή αυτοκτονίας στην Οκινάουα. Μετά από τον πόλεμο, ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Κολέγιο Κένυον, απ’ όπου αποφοίτησε το 1949. Αργότερα σπούδασε υποκριτική στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ και στο Actors’ Studio της Νέας Υόρκης υπό την εποπτεία του Λη Στράσμπεργκ, όπου μυήθηκε στην «Μέθοδο». Ο μεγάλος δάσκαλος τη υποκριτικής διέκρινε σε αυτόν ταλέντο, έλεγε μάλιστα ότι θα μπορούσε να γίνει σαν τον Μάρλον Μπράντο, αλλά κατά τη γνώμη του ήταν τόσο όμορφος που αυτό θα αποτελούσε τροχοπέδη.