Η Ρούλα Πατεράκη διαθέτει με ιδιαίτερη, ξεχωριστή, θεατρικότητα –και στο θέατρο και στην ζωή. Ίσως γιατί ξεκίνησε παιδί στο σανίδι, ίσως γιατί το θέατρο κυλούσε στο αίμα της. Γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη. Στην Αθήνα ζει απ΄το 1987. Έχει κάνει δύο γάμους, έχει έναν γιο και εγγόνια. Κι αυτό που επιθυμεί είναι να φανταστεί όλα αυτά που δεν θα προλάβει να ζήσει…
«Δεν ξεκίνησα εγώ το θέατρο, μ΄ έστειλαν οι γονείς μου όταν ήμουν δέκα χρόνων. Αν μεγάλωνα μπορεί να μην έκανα θέατρο. Με έστειλαν ως παιδί θαύμα. Το σχολείο τους το πρότεινε. Καλώς έκαναν, κακώς, δεν ξέρω. Δεν πέρασα και καλά. Ήταν κι η εποχή δύσκολη για τις γυναίκες. Ήμουν σαν την μύγα μέσα στο γάλα.
Ήταν μορφωμένοι άνθρωποι οι γονείς μου, είχαν και την οικονομική δυνατότητα. Δεν ήμασταν στερημένοι τότε. Ο παππούς μου ήταν ένας διάσημος πολιτικός. Σαν οικογένεια είχαμε την σειρά μας. Γεννήθηκα στην Θεσσαλονίκη, αργότερα εγκατασταθήκαμε στην Αθήνα. Ο πατέρας μου ήταν διευθυντής της Τράπεζας της Ελλάδας και η μητέρα μου δικηγόρος -στο τμήμα της ίδιας τράπεζας. Εκεί γνωρίστηκαν όταν ήταν νέοι, παντρεύτηκαν. Ο πατέρας μου ήταν χωριάτης, από τα Σφακιά της Κρήτης, αυτοδημιούργητος. Η μητέρα μου ήταν η κόρη του Μηνά Πατρίκιου, με τα γαλλικά, με τα έτσι και τ΄αλλιώς της. Η αδελφή μου κι εγώ μεγαλώσαμε σ΄ένα περιβάλλον και πολιτικά προχωρημένο –ο παππούς μου ήταν ο κόκκινος δήμαρχος της Θεσσαλονίκης. Ο πατέρας μου ήταν καπιταλιστής –ξεκίνησε πολύ φτωχός και ανήλθε. Διχασμένη οικογένεια.
Σαν παιδί το θέατρο δεν το έβλεπα ούτε καλό ούτε κακό. Έπρεπε να το κάνω, σαν δουλειά. Δεν δυσκολευόμουν, αλλά μου έτρωγε πολλές ώρες, στερήθηκα φίλους, παρέες, αυτά που έκαναν τ΄άλλα παιδιά. Ήμουν 10-12 χρόνων κι έπαιζα θέατρο. Ο πρώτος μου ρόλος ήταν ο Ισαάκ στην “Θυσία του Αβραάμ”, και με πείραξε, με επηρέασε. Δεν ήταν ευχάριστο να θυσιάζουν ένα παιδί. Μετά το συνήθισα. Ούσα ηθοποιός αργότερα, σπούδασα. Όταν μεγάλωσα άρχισαν να μου λείπουν πράγματα από το γνωστικό πεδίο. Δεν ξέρω τι θα είχα κάνει αν δεν έκανα θέατρο. Οφείλω πολλά στον δάσκαλό μου τον Κυριαζή Χαρατσάρη –όχι στον Κοπανά, όπου ήμουν ένα μικρό διάστημα στην Δραματική Σχολή του στο Μακεδονικό Ωδείο Θεσσαλονίκης. Γιατί σύντομα οι γονείς μου με πήγαν στην σχολή του Χαρατσάρη. Με επηρέασε πάρα πολύ. Είναι ο μόνος δάσκαλος που έχω, όχι στο θέατρο, στην ζωή. Πολύ ιδιαίτερος.
Εγώ δεν καταλάβαινα τι θα πει ταλέντο. Για μένα το θέατρο ήταν ένα μέρος της πραγματικότητάς μου, της ζωής μου. Πιθανόν να είχα ταλέντο, μάλλον θα είχα, αλλιώς γιατί να επιμένουν όλοι. Δεν πιστεύω ότι εσύ ο ίδιος το καταλαβαίνεις.
Σε αυτό που είχε δίκιο ο Χαρατσάρης για μένα ήταν ότι στην αρχή αυτό θα καταλαμβάνει πάρα πολύ χώρο και θα γίνει κάτι σαν ενοχή και θα ψάχνω, θα μελετάω. Εκείνη την εποχή ήταν σπάνιο ενώ όλα τα παιδιά ήταν στην τάξη, εμένα με έντυναν και με στόλιζαν και με έστελναν στο θέατρο. Οι άλλοι με κοιτούσαν παράξενα. Και είχε πει ο Χαρατσάρης ότι αυτό σήμαινε ότι είχα έναν χαρακτήρα που αργότερα θα μου δημιουργούσε μεγάλες ευθύνες, ηγετικές. Ότι θα΄πρεπε ν΄αποδείξω ότι η κοπάνα απ΄το μάθημα άξιζε τον κόπο και δεν γινόταν μόνο επειδή οι δικοί μου είχαν τα μέσα να το κάνουν σε σχέση με τα πιο φτωχά παιδιά. Κι ότι αυτό θα με κάνει να μελετήσω πολύ. Πράγματι, επιβεβαιώθηκε.
Από πολύ νωρίς άρχισα να έχω αυξημένες απαιτήσεις από μένα, σε σημείο βασανιστικό. Δεν ήταν και πολύ ευτυχισμένη η κατάσταση. Ως νέος άνθρωπος στερήθηκα πολλά.
Όταν ήμουν μικρή, νόμιζα, επειδή είχα και τα λεφτά, ότι είναι φήμες οι κοινωνικές διαφορές ανάμεσα σε μια γυναίκα κι έναν άνδρα. Όταν ήθελα κάτι, έβαζα τα λεφτά μου και το΄παιρνα. Δεν χρειαζόταν να χτυπάω πόρτες στα υπουργεία. Όταν χάθηκαν τα λεφτά και χρειάστηκε να χτυπήσω πόρτες, είδα ότι οι γυναίκες δεν έχουμε την ίδια θέση με τους άνδρες. Το κατάλαβα πολύ αργά κι έμεινα με αυτή την ανωριμότητα. Τώρα –εδώ και κάποια χρόνια δηλαδή, ξέρω ότι ως γυναίκα αδικήθηκα υπερβολικά στην Ελλάδα. Όταν έχασα τα λεφτά μου και χτύπησα μια πόρτα, έκανα μια αίτηση εννοώ, είδα ότι η σειρά των ανδρών μπήκε μπροστά, σ΄όλα τα επίπεδα.