Σεμίνα Διγενή
Φωτογραφία: Προσωπικό Αρχείο Σεμίνας Διγενή
ΣΕΜΙΝΑ ΔΙΓΕΝΗ

Σεμίνα Διγενή: «Όταν κάποιες φορές, μεγαλώνω και νιώθω 100, η εφηβεία αντεπιτίθεται και τα νικάει όλα»


Ανεξάρτητη, δυναμική, οικεία και απόμακρη, σχεδόν αγοραφοβική, η Σεμίνα Διγενή έκανε την δημοσιογραφία σπίτι της και άφησε το σπίτι της μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Εφημερίδες, τηλεόραση, διαδίκτυο. Έχει δύο παιδιά. Και μόλις κυκλοφόρησε το καινούριο της βιβλίο.

«Ημουν ένα ονειροπαρμένο κορίτσι. Τα παιδικά μου χρόνια είχαν την ένταση του καραβανιού. Αλλάζαμε σπίτια συνέχεια, κάθε τόσο συσκευάζαμε κούτες και γεμίζαμε βαλίτσες και μπαούλα για μια νέα γειτονιά, εκεί που έκανα φίλους, εκεί τους έχανα, πότε σε υπόγειο, πότε σε μονοκατοικία, πότε σ΄ένα δυάρι εργατικής πολυκατοικίας, πότε σε δωμάτιο σε αυλή… Όταν ρωτούσα γιατί γινόταν αυτό, η μαμά μου έλεγε "για να μην βαριόμαστε", για "να γνωρίσουμε καλύτερα την Αθήνα". Εκεί γύρω στα 12 όμως, κατάλαβα ότι αυτό συνέβαινε γιατί μας έκαναν εξώσεις. Είχαμε μια μόνιμη δυσπραγία με τα ενοίκια, γιατί μεσολαβούσαν περίοδοι που ο μπαμπάς έφευγε, χανόταν. Αλλά κι όταν έμενε μαζί μας, το τελευταίο που τον απασχολούσε, ήταν να καταβληθεί το ενοίκιο. Έτσι γνώρισα τις γειτονιές του Βοτανικού, της Ακαδημίας Πλάτωνος, του Αγ. Παντελεήμονα, του Ρέντη, του Κολωνού και άλλες. Έτσι έχασα δεκάδες φίλους στους οποίους είχα υποσχεθεί να μη χωρίσουμε ποτέ. Έτσι μεγάλωσα με το όνειρο να έχω κάποτε ένα δικό μου σπίτι, από το οποίο να μη με διώξουν και να μην χρειαστεί να μετακομίσω. Αυτό επιτέλους, συνέβη το 1995, μετά από 20 χρόνια δουλειάς. Ζω ακόμη σ’αυτό».

Φωτογραφία: Από το προσωπικό Αρχείο της Σεμίνας Διγενή

«Μικρή είχα επινοήσει ένα κόλπο για να αντέχω τις συνεχείς αλλαγές των σκηνικών, με τις μεγάλες ταχύτητες. Πριν κοιμηθώ ονειρευόμουν –ξύπνια, πως ήμουν μωρό στο οικογενειακό σπίτι της Νέας Φιλαδέλφειας.
Δεν ξέρω τι μπερδεμένα πράγματα συμβαίνουν μέσα στα μυαλά των ανθρώπων και τι είδους συντηρητικά εκκρίνονται στα σκοτεινά δρομάκια των νευρώνων, ώστε να διατηρούνται ολοζώντανες οι μνήμες από τις πρώτες-πρώτες αγκαλιές, την πρώτη αίσθηση ασφάλειας.
Θυμάμαι, νομίζω, την πεποίθηση που είχα, ότι ήμουν ένα πανίσχυρο μωρό, που έβαζα τους κανόνες της ζωής όλων, στο σπίτι.

Με σημαδεύουν πάντα οι μυρωδιές. Συχνά θυμάμαι πρώτα τη μυρωδιά κάποιου και μετά το ποιος είναι

Θυμάμαι και που δεν μπορούσα να περπατήσω κανονικά και, μόλις με άφηναν, από τις πολλές αγκαλιές, κάτω, εγώ πατούσα για λίγο στις μύτες, στηριζόμουν δηλαδή κυρίως στο μεγάλο δάχτυλο του ποδιού και μετά έπεφτα. Οι γιατροί έλεγαν πως χρειαζόμουν εγχείρηση στα πόδια. Τη γλίτωσα, όμως, επειδή αντέδρασε έντονα ο παππούς και προτίμησε να καλέσει έναν θρυλικό χειροπράκτη της περιοχής να αναλάβει δράση. Έτσι, μετά από λίγο καιρό, τελικά περπάτησα, εξαναγκασμένη να μειώσω δραματικά το αραλίκι στις οικογενειακές και φιλικές αγκαλιές. Τώρα που το ξανασκέφτομαι, ή αυτός ήταν πολύ καλός μάστορας ή με κατατρόμαζε έτσι όπως με άρπαζε (μ' εκείνο το αυστηρό βλέμμα) στα πελώρια χέρια του, κάνοντάς μου εκείνο το, δικής του έμπνευσης, μαγικό μασάζ».

«Τι σημασία έχει, θα μου πεις; Καμία. Αλλά εγώ αισθάνομαι ασφάλεια και σταθερότητα μέσα σ΄αυτές τις μνήμες. Όπως και με εκείνες, της εποχής που ήμουν μαθήτρια Τρίτης Δημοτικού και πήγαινα με τα πόδια από το σχολείο μου, της πλατείας Κουμουνδούρου, στην οδό Ερμού, που ήταν το κατάστημα του μπαμπά. Κανείς εκεί δεν με πρόσεχε μέσα στη χλαπαταγή της δουλειάς, κανείς δεν με ρωτούσε πώς τα πήγα στο σχολείο ή τι διάβασμα έχω γι' αύριο, γι' αυτό κι εγώ πάντα έφευγα και πήγαινα βόλτα. Κάθε απόγευμα το ίδιο. Μόνη μου. Περπατούσα ώρες και χάζευα τα πάντα σ' αυτή τη φαντασμαγορική –στα μάτια μου– γειτονιά. Σε όλη τη μαγική περιοχή, δηλαδή, από την Πανδρόσου και την Αθηνάς, μέχρι την Πειραιώς και την Αγίου Κωνσταντίνου».

«Τρελαινόμουν -όπως και τώρα που κάνω ακριβώς το ίδιο τουρ- να παρατηρώ τα πολύχρωμα παλιατζίδικα στο Γιουσουρούμ, τον κόσμο που έτρωγε με όρεξη στα μαγειρεία τριγύρω, τους φούρνους που πουλούσαν κουλούρια και πάντα μύριζαν ωραία. Ν' ακούω τα λαϊκά που αντιλαλούσαν από τα τσαγκαράδικα, τα μπακάλικα και τα μηχανουργεία της Παπανικολή, τους δυνατούς διαλόγους των οικοδόμων με τα αυτοσχέδια εφημεριδένια καπελάκια και των φωνακλάδων πωλητών στη λαϊκή αγορά, να χαιρετάω τις όμορφες κυρίες με τα φανταχτερά ρούχα στις εισόδους κάποιων σπιτιών μ' ένα κόκκινο φωτάκι στην Ευριπίδου (γνωριζόμασταν με όλες και πάντα με ρωτούσαν πώς πάει το σχολείο). Μ' άρεσε να ελέγχω από κοντά τις νέες αντίκες που έφερνε ο πάντα γελαστός κύριος Τζιλαλής, ο οποίος μού εξηγούσε με λεπτομέρειες την ιστορία της κάθε μιας και μ' ενημέρωνε για την αξία τους. Ήμουν μόνο εννέα χρονών, αλλά τόσο περήφανη για μένα. Τους ήξερα όλους!»

«Με σημαδεύουν πάντα οι μυρωδιές. Συχνά θυμάμαι πρώτα τη μυρωδιά κάποιου και μετά το ποιος είναι. Κάποτε μέναμε στου Ρέντη, απέναντι από ένα εργοστάσιο μπισκότων. Οι υπεύθυνοι μοίραζαν στη φτωχογειτονιά τα μπισκότα που έσπαγαν και δεν τα χρησιμοποιούσαν στις συσκευασίες. Έτσι κάθε φορά που περνάω απ έξω, γίνομαι πάλι 7 χρονών και νιώθω εκείνη την ασφάλεια της αγκαλιάς της γιαγιάς μου, συνδυασμένη με τη μυρωδιά και τη γεύση των μπισκότων. Για μένα, η μυρωδιά του γιασεμιού, είναι η μαμά μου. Του πράσινου σαπουνιού, η γιαγιά μου. Της γόμας, το σχολείο. Της νικοτίνης, ο μπαμπάς μου. Του Chanel 5, ο έρωτας. Του ταλκ η Κίρκη. Της φρουτόκρεμας ο Νικόλας».

Ο Φλωράκης με έμαθε να μη φοβάμαι κανέναν

«Δημοσιογραφία τότε σήμαινε ταξίδι στην ελευθερία την περιπέτεια και την γνώση. Πρώτα εργάστηκα ως δημοσιογράφος και μετά σπούδασα.
Ξεκίνησα μαθήτρια ακόμη, να συνεργάζομαι με τα περιοδικά “Γυναίκα” και “Φαντάζιο”, μετά από ενα πρώτο βραβείο σε μαθητικό διαγωνισμό. Το βραβείο μου το έδωσε ο σπουδαίος Αντώνης Σαμαράκης. Μετά πήγα μαθητευόμενη στην “Ελευθεροτυπία”, ύστερα από μεσολάβηση του οικογενειακού μας φίλου Αλέκου Παναγούλη. Είχα δασκάλους τον Φιλιππόπουλο, τον Φυντανίδη, τον Γερμανό, τον Κομίνη, τον Απέργη, τον Σκούρα.. Στο μισθολόγιο της “Eλευθεροτυπίας”, μπήκα μετά από ένα χρόνο, με αφορμή την αποκλειστική συνέντευξη που είχα πάρει από τον Καντάφι, στο παλάτι του στην Λιβύη.
Λίγα χρόνια μετά, έφυγα για σπουδές Ηλεκτρονικής Δημοσιογραφίας στη Ρώμη και Πολιτικών Επιστημών στη Σιένα και έγινα μέλος της Ένωσης Ξένων Ανταποκριτών στην Ιταλία. Εκεί στη Stampa Estera γνώρισα τον Φελίνι, τον Τονιάτσι, την Βερτμίλερ, τον Σεγκόβια, τον Γκάσμαν, τον Μπέργκερ, τον Κράξι…»

Mε τον Χάρι Κλυν/Φωτογραφία: Eurokinissi

«Ξεκίνησα το 1982 στην τηλεόραση, με ρεπορτάζ στο δελτίο Ειδήσεων και συμπαρουσίαση της εκπομπής "Σάββατο μία και μισή", με τον Χρήστο Οικονόμου και τη Νίτσα Λουλέ-Θεοδωράκη. Έχω διασώσει -ιστορικής σημασίας- αποσπάσματά της στο κανάλι μου στο youtube το Semina Digeni official. Αυτό είναι το πρόσφατο εγχείρημά μου και με ενδιαφέρει πολύ. Προς το παρόν περιέχει εκπομπές που έχω κάνει και δεν υπάρχουν ούτε στην ΕΡΤ ούτε στα άλλα κανάλια που δούλεψα. Ναι, κρατούσα αρχείο –από την αρχή…

«Στην τηλεόραση αντιμετώπιζα την κάθε στιγμή με πάθος και ευθύνη. Έκανα ό,τι μπορούσα για να κάνω καλά τη δουλειά μου. Τα λάθη που έκανα, συνέβησαν γιατί μια περίοδο δούλευα τόσο πολύ, που υπήρχαν στιγμές που δεν είχα χρόνο ούτε να σκεφτώ. Όμως ήταν πολύτιμα. Με δίδαξαν όσα, ούτε ξέρει ούτε μπορεί, να διδάξει η επιτυχία».

Ο χρόνος; Ποιος πιστεύει στον χρόνο; Εγώ έχω αποφασίσει πως είμαι μόνον 20

«Δεν υπήρχε περίπτωση τα κορίτσια της μεταπολίτευσης, να αντιμετωπίσουμε δυσκολίες λόγω φύλου, χωρίς να μπορούμε να τις διαχειριστούμε. Όχι μόνο δεν καταλάβαινα τίποτε, αλλά πάντα με έστελναν και στα πιο δύσκολα, αλλά και επικίνδυνα ρεπορτάζ. Μιλάμε για ένα άλλο σύμπαν, τότε που ξεκίνησα. Είχαμε ίνδαλμα την Οριάνα Φαλάτσι κι ήμασταν τότε, όλες ατρόμητες!
Μέσα στα χρόνια ο χώρος άλλαξε, έγινε ένας άλλος πλανήτης, για όλους, εκεί γύρω στο 2007-΄08. Δεν είχε πια η τηλεόραση το οξυγόνο που χρειαζόμουν και δεν ήξερα (ούτε είχα πια διάθεση) να αποκωδικοποιήσω την νέα εποχή που ξημέρωνε στα ΜΜΕ. Η τηλεοπτική γη δεν μου φαινόταν εύφορη, ένιωθα πως περιπλανιόμουν άσκοπα σε μια άγονη γραμμή κι η νομάς μέσα μου φώναξε να φύγουμε, να ψάξουμε άλλο τόπο.
Ετσι το 2009, δραπέτευσα και ξεκίνησα από το μηδέν στο διαδίκτυο. Και 10 χρόνια μετά, πάλι από την αρχή, νέα περιπέτεια, η συγγραφή.»


Φωτογραφία: Από το προσωπικό Αρχείο της Σεμίνας Διγενή

«Έρωτας, οικογένεια, παιδιά: Αυτά είναι η πολύτιμη περιουσία μου και τα φυλάω μόνο για μένα. Αυτά δεν τα άγγιξε, ούτε θα επιτρέψω να τα αγγίξει ποτέ κανείς. Και κάποια τηλεοπτική περσόνα, που επεχείρησε το 2004, με χυδαίο τρόπο να τα πειράξει, το πλήρωσε -με σύμμαχό μου τη Δικαιοσύνη- πολύ ακριβά. Η προστασία τους είναι ο μόνος λόγος για να γίνω ύαινα. Είναι άποψη, στάση ζωής. Η μάνα μου με είχε εκπαιδεύσει να μην εκθέτω τίποτα προσωπικό -ειδικά μετά την τηλεόραση, αυτό έγινε απόλυτο».

Είμαι αγοραφοβική από πέντε χρόνων, ανοιχτή μόνο με τους δικούς μου ανθρώπους

«Μετράω εκατοντάδες ώρες εκπομπών, χιλιάδες πρόσωπα, αμέτρητα ξενύχτια στα στούντιο και στα μοντάζ. Όσοι δούλεψαν μαζί μου ξέρουν από πρώτο χέρι ότι όσους συνεργάτες κι αν είχα, κατέληγα να κάνω στο τέλος τα πάντα. Εννοώ και τη σκηνοθεσία και το μοντάζ. Έφευγαν το βράδυ από τη δουλειά και όταν επέστρεφαν το πρωί, ήμουν ακόμη εκεί.
Κάποιες φορές, μάλλον άξιζε και τον κόπο. Συναντήθηκα με σπουδαία πλάσματα, έγιναν κάποιες ωραίες δουλειές. Αν και τώρα σκέφτομαι πως η ζωή, περνούσε δίπλα μου εκείνη την εποχή και εγώ την αγνοούσα. Μέγα σφάλμα!»

«Τι μου έμαθαν; Ο Χορν να μη μ’εγκαταλείπει το χιούμορ και στις πιο δύσκολες στιγμές. Ο Τσαρούχης ν’ αγαπάω το ρεμπέτικο. Ο Γκάσμαν να εμπιστεύομαι τα νέα παιδιά. Η Βουγιουκλάκη να είμαι πεισματάρα όταν θέλω πολύ κάτι. Ο Χατζιδάκις να διαβάζω πριν μιλήσω. Ο Φλωράκης να μη φοβάμαι κανέναν. Ο Καντάφι να μην εμπιστεύομαι τους δημοσιογράφους. Ο Ρίτσος να μην επιτρέπω την αδικία. Ο Νταλάρας να μην υποχωρώ στιγμή, πριν πετύχω το στόχο. Ο Γερμανός να μην αφήνω περιθώριο στον τηλεθεατή ν’αλλάξει κανάλι. Τα παιδιά του Τσε Γκεβάρα να μην ξεχνάω πως ο κόσμος πρέπει ν αλλάξει. Ο Κατράκης και η Έλλη Αλεξίου να μην παραιτούμαι από το όνειρο.Ο Παύλος Σιδηρόπουλος να μη χαθώ σε σκοτάδια. Η Μούσχουρη να είμαι γενναιόδωρη. Η Μελίνα να το εννοώ όταν γελάω. Η Δανδουλάκη να μην πάρω ποτέ πίσω τα κιλά που έχασα».

Με τον Καντάφι/Φωτογραφία: Από το προσωπικό Αρχείο της Σεμίνας Διγενή

«Ποτέ δεν είπα ότι πέτυχα. Μάλιστα στους “Απείθαρχους” υπάρχει και σχετικό κεφάλαιο που επιβεβαιώνει ("Παντελώς ανέτοιμη για ευτυχία") με πόση αμηχανία και συστολή, υποδεχόμουν όσα έμοιαζαν με επιτυχία.
Αποτυχία θεωρώ όλα όσα με βοήθησαν να πάω υγιής, γειωμένη και ισορροπημένη παρακάτω».

«Κατέβηκα υποψήφια με το ΚΚΕ γιατί αισθάνθηκα υποχρέωσή μου να κάνω κάτι. Οι μόνοι που έλεγαν τα πράγματα με το όνομά τους ήταν εκείνοι και καθώς είχα υπάρξει σ΄αυτόν τον χώρο στα νιάτα μου, το έκανα.
Για μένα δεν υπάρχει μετά την δημοσιογραφία. Πάντα, όλα, μαζί της. Δεν μπορώ να είμαι κάτι, οτιδήποτε, χωρίς αυτήν.
Αν είμαι οικεία και απόμακρη, μια γνωστή, άγνωστη; Ναι, ναι. Η Γκρέτα Γκάρμπο!!!!! Είμαι αγοραφοβική από πέντε χρόνων, ανοιχτή μόνο με τους δικούς μου ανθρώπους.

Ο χρόνος; Ποιος πιστεύει στον χρόνο; Εγώ έχω αποφασίσει πως είμαι μόνον 20 και επιπλέον αισθάνομαι ώριμη. Κι όταν υπάρχουν κάποιες λίγες φορές, που μεγαλώνω ξαφνικά και νιώθω 100, πάλι μετά από λίγο η εφηβεία αντεπιτίθεται και τα νικάει όλα -με ξαναφέρνει στα ίσα μου. Εξουδετερώνει και τα χρόνια και τις ταυτότητες και τις ρυτίδες, όλα.

Ο ενθουσιασμός, η δίψα, η περιέργεια τροφοδοτεί μια ανεξάντλητη πηγή νεότητας, χωρίς χρονικούς περιορισμούς. Εξάλλου, έχω τυφλή εμπιστοσύνη στον Αινστάιν, που έχει πει ότι "χρόνος δεν υπάρχει, είναι μια ανθρώπινη επινόηση και εξυπηρετεί μόνο ανθρώπινες ανάγκες”».


«Οι Απείθαρχοι» (εκδόσεις Κάκτος)

«Με τους “Απείθαρχους” ήθελα πολύ να βρω έναν τρόπο να  “συναντήσω” όσους με απασχόλησαν βαθιά κι ας μας χώριζαν αιώνες. Σκέφτηκα να στήσω, μέσα στο “μεταιχμιακό” σύμπαν μιας εξαϋλωμένης ουτοπικής πόλης, μέσα σε έναν ολοζώντανο κόκκινο ουρανοξύστη, με δυνατότητες επιλογής εποχών, συναισθημάτων και περιοχών, μια ανθρώπινη συλλογικότητα, με όλους εκείνους, που θα ήταν ικανοί να εμπνεύσουν αφηγήματα και να συνυπάρξουν σε νέες ζωές και ιστορίες: Μπόουι, Λένιν, Νίνου, Αϊνστάιν, Μπέρνχαρντ, Μονρόε, Κοτοπούλη, Προυστ, Αττίλας, Γουαινχάουζ, Λαμπέτη, Βέγγος, Σαραμάγκου, Φρόιντ, Σιδηρόπουλος, Γουίλιαμς, Γώγου, Πικάσο, Βάρναλης, Κομπέιν, Βασιλειάδου, Χόκινγκ κ.ά.
Κάτι σαν παράξενη Βαβέλ, όπου περιέργως όλοι συνεννοούνται άψογα. Ακόμη και μέχρι το αναπάντεχο τέλος».





SHARE