Αν μια φωνή έχει ταυτιστεί με το ρεμπέτικο τραγούδι, αλλά και τη μεταπολεμική Ελλάδα αυτή είναι της Σωτηρίας Μπέλλου.
Με τη δωρική της ερμηνεία, ντυμένη πάντα αυστηρά, έγινε η πρώτη γυναίκα που «έπιασε» καρέκλα στο λαϊκό πάλκο -πράγμα που μέχρι τότε ήταν αποκλειστικά ανδρικό προνόμιο- και πάντα με το τσιγάρο στο χέρι τραγούδησε τον πόνο ενός ολόκληρου λαού, που προσπαθούσε να επουλώσει τα τραύματά του.
Η Μπέλλου γεννήθηκε στις 22 Αυγούστου 1921 στο χωριό Χάλια της Χαλκίδας. Οι γονείς της είχαν μπακάλικο και, επειδή δούλευαν πολλές ώρες, την ανατροφή της, όπως και των τεσσάρων αδερφών της, ανέλαβε ο ιερέας παππούς της. Η Σωτηρία μεγάλωνε, ακούγοντας του εκκλησιαστικούς ύμνους, αποκτώντας στενή σχέση με τη βυζαντινή μουσική, κάτι που αργότερα χρησιμοποίησε στον τρόπο που ερμήνευε τα τραγούδια της. Αν και εγγονή παππά, η ίδια περιγράφει τον εαυτό της ως «διαβολάκι». Άτακτη και απείθιαρχη, σκάρωνε συνέχεια πλάκες και έκανε πάντα το δικό της, μα όταν οι χωριανοί δεν άκουγαν την καμπάνα έτρεχε, από πόρτα σε πόρτα για να τους μαζέψει στην εκκλησία.
Ήταν δεκαεφτά χρονών όταν στον κινηματογράφο είδε την «Προσφυγοπούλα» με τη Σοφία Βέμπο. Περνούσε ώρες μπροστά στον καθρέφτη της αντιγράφοντας τις κινήσεις της μεγάλης τραγουδίστριας. Οι γονείς της γελούσαν με τα καμώματά της, όταν όμως τους ανακοίνωσε ότι ήθελε να κατέβει στην Αθήνα και να βγει στο πάλκο, αντέδρασαν αρνητικά.
Για να ξεφύγει από τον έλεγχό τους, το 1938 παντρεύτηκε τον Βαγγέλη Τριμούρα, ο οποίος εργαζόταν ως ελεγκτής στα λεωφορεία. Άνδρας βίαιος και κακοποιητικός, ο Τσιμούρας συχνά την χτυπούσε. Μάλιστα, όταν για πρώτη φορά έμεινε έγκυος, εξαιτίας του ξύλου που έτρωγε, απέβαλε. Εκείνη έκανε υπομονή μέχρι που έμαθε ότι την απατούσε. Τότε την έπιασε τρέλα: πάνω σε έναν καβγά, του έριξε βιτριόλι στο πρόσωπο και κατέληξε στη φυλακή. Στο Εφετείο αργότερα η ποινή της μειώθηκε από 3,5 χρόνια σε 6 μήνες και αφέθηκε ελεύθερη, όμως το στίγμα της φυλακισμένης την κυνηγούσε. Η οικογένειά της τη θεωρούσε «ντροπή» και η κοινωνία την είχε περιθωριοποιήσει. Τότε ήταν που οργανώθηκε στην Αριστερά.
Την 28η Οκτωβρίου 1940, μην αντέχοντας πια τον αποκλεισμό και την κακομεταχείριση των δικών της, αποφάσισε να κατέβει στην Αθήνα, όπου και πέρασε όλη την περίοδο του πολέμου. Οι συνθήκες μέσα στην Κατοχή ήταν δύσκολες και η Σωτηρία Μπέλλου για να επιβιώσει έκανε ένα σωρό δουλειές: πουλούσε τσιγάρα, κουβαλούσε δέματα, έπλενε πιάτα... Μερικές φορές με την κιθάρα της τραγουδούσε σε μικρά ταβερνάκια, κάνοντας τον κόσμο να ξεχνάει τους καημούς του. Σπίτι δεν είχε και κοιμόταν στα βαγόνια των τρένων.
Ταυτόχρονα, ως αγωνίστρια και μέλος της Αντίστασης, μετέφερε μηνύματα και οργάνωνε παράνομα συσσίτια, μέχρι που συνελήφθηκε από τους Γερμανούς. Στα περιβόητα κρατητήρια της Οδού Μέρλιν βασανίστηκε για μέρες μέχρι που κατέληξε στη φυλακή, αλλά δεν λύγισε.
Μετά από την απελευθέρωση, έπιασε δουλειά ως τραγουδίστρια στην ταβέρνα του Καλλέργη στα Εξάρχεια. Εκεί ένα βράδυ του 1947 την άκουσε ο θεατρικός συγγραφέας Κίμων Καπετανάκης και τη σύστησε στον φίλο του Βασίλη Τσιτσάνη. Ο «δάσκαλος» εντυπωσιάστηκε από τη φωνή της και της πρότεινε να συνεργαστούν. Έτσι μπήκαν στο στούντιο και ηχογράφησαν μια σειρά από τραγούδια, που έγιναν μεγάλες επιτυχίες, όπως το «Συννεφιασμένη Κυριακή», «Τα Καβουράκια», το «Όταν πίνεις στην ταβέρνα» και το «Κάνε λιγάκι υπομονή». Η δηλωμένη ανοιχτά κομμουνίστρια Μπέλλου είχε αρχίσει να αποκτάει φανατικό κοινό, αλλά και εχθρούς. Μέχρι που το 1948 μια ομάδα φανατικών ακροδεξιών μπήκαν στο μαγαζί και της ζήτησαν να πει το τραγούδι «Του αητού ο γιος». Εκείνη αρνήθηκε και οι φασίστες χίτες την ξυλοκόπησαν, αποκαλώντας τη «Βουλγάρα». Κανείς, ούτε καν ο Τσιτσάνης, δεν σηκώθηκε από την καρέκλα του να την υπερασπιστεί.
Από τότε, εκείνη άρχισε να συνεργάζεται και με άλλους μεγάλους συνθέτες, όπως τον Γιάννη Παπαϊωάννου, τον Γιώργο Μητσάκη, τον Απόστολο Καλδάρα, τον Σταύρο Ξαρχάκο, τον Δημήτρη Λάγιο, τον Μανώλη Χιώτη και πολλούς ακόμα.