Στέλιος Μάινας
Στέλιος Μάινας/ Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Στέλιος Μάινας: «Πρώτα είπα “ναι” στον “Σασμό” και μετά είδα τη σειρά»


Ο Στέλιος Μάινας προτιμά τους καλούς ήρωες. Τους βρίσκει πιο ενδιαφέροντες υποκριτικά. Να όμως που στον «Σασμό» παίζει έναν κακό, έναν εγκληματία. Και τον δυσκολεύει. Ισως γιατί και ο ίδιος είναι ένας άνθρωπος θετικής αύρας, ένας καλλιτέχνης με ευαισθησίες που έχει κερδίσει την αγάπη του κοινού. Φέτος κάνει παράλληλα θέατρο, παίζει στο «Dogville» του Λαρς Φον Τρίερ, γράφει για θέματα που του γεννούν ερωτήματα. Και μαζί μιλάμε γι΄αυτά και γι΄άλλα πολλά.

Συνεργασίες οικογενειακού τύπου

«Χρόνια τώρα, δύο είναι τα κριτήριά μου: Το έργο και οι συνεργάτες. Τα έργα είναι εκεί και περιμένουν, δεν θα πάθουν τίποτα. Οι συνεργασίες μένουν. Θέλω να αισθάνομαι οικογένεια στην σκηνή, όχι να΄ναι ένα περιβάλλον απλώς επαγγελματικό. Θέλω να΄χω εμπιστοσύνη στους ανθρώπους κι αυτοί σε μένα.

Δεν έχω κάνει ποτέ δουλειά που να μην αισθάνομαι καλά εγώ -μπορεί να μην μου βγει, αλλά θέλω να βρίσκομαι σ΄ένα περιβάλλον προστατευμένο, γιατί νιώθω εκτεθειμένος και απροστάτευτος. Οπως όλοι οι ηθοποιοί. Θέλω να είμαι ελεύθερος και άνετος στις συνεργασίες μου.

Το “Dogville” είναι από γραφής ένα σενάριο, θεατρικό. Το έργο έχει πάρει δάνεια απ΄τον Μπρεχτ και ακολουθεί μια συγκροτημένη πορεία, γι΄αυτό και έχει αποτέλεσμα. Μαζί με τη θεματολογία του, που είναι πολύ επίκαιρη, παρ΄όλο που έχει γραφτεί πριν είκοσι χρόνια, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Οι Δανοί, όπως ο Λαρς Φον Τρίερ, είναι Σκανδιναβοί με μια μεσογειακή αύρα».

Οι «ανάγκες» της σκηνής

«Εχω ανάγκη της ειλικρίνειας στη σκηνή και εκτός -του ενός επιπέδου και πάνω. Θέλω να μιλάμε κοινή γλώσσα. Για μένα το πιο σημαντικό είναι η συνομιλία, γιατί πιστεύω ότι αυτό είναι που μεταφέρεις σαν άτομο στη ζωή σου. Είτε το θέλεις είτε όχι επί σκηνής δείχνεις ποιος είσαι, δεν μπορείς να κρυφτείς.

Αυτό που εγώ προσφέρω είναι ένα μικρό εσώτερο προσωπικό μου κομμάτι που είναι αληθινό και το ίδιο θα΄θελα απ΄τους υπόλοιπους. Δεν το απαιτείς, το επιζητάς. Γι΄αυτό και νιώθω καλύτερα στις καλές συνεργασίες. Αισθάνομαι σε πολλά θέατρα σαν στο σπίτι μου, κι αυτό το οφείλω στους ανθρώπους».

Dogville

Ορια και «απόσυρση»

«Μεγαλώνοντας υπάρχει μια φυσική κόπωση υλικού. Το υλικό κάποια στιγμή θέλει απόσυρση, εγώ δηλαδή, ή αγρανάπαυση. Γι΄αυτό και δεν είμαι φανατικός της εργασίας, δεν είμαι εργασιομανής. Δουλεύω προφανώς για βιοπορισμό αλλά όχι μόνο. Κι όταν μπορώ με τα λιγότερα να επιβιώσω, κάνω στην άκρη. Γενικότερα είμαι άνθρωπος που εύκολα κάνω στην άκρη.

Είμαι ευγνώμων για την εργασία που έχω κάνει, ευγνώμων γι΄αυτό που μου έχει δοθεί κι ένα κομμάτι το οφείλω στους συναδέλφους μου. Εμείς οι ηθοποιοί βρίσκουμε δουλειά απ΄τους φίλους και τους συναδέλφους μας. Οταν χαίρεις εκτίμησης, σε σκέφτονται...

Πάντα περιμένω το τηλέφωνο να χτυπήσει. Δεν έχω περάσει στο “κάνω δουλειές”. Ακόμα κι όταν προτείνω έργο σ΄έναν επιχειρηματία δεν σκέφτομαι ποτέ τον εαυτό μου και με κοιτάνε καχύποπτα, μπας και κάτι κρύβω. Τίποτα δεν κρύβω, το εννοώ. Κι όταν ανεβαίνει ένα έργο που αγαπάω χαίρομαι -είτε παίζω εγώ είτε όχι».

Ενας αγαπητός ηθοποιός

«Ως ηθοποιός έχεις τα εργαλεία σου, επί σκηνής και εκτός σκηνής, στη ζωή σου. Κι ο κόσμος καταλαβαίνει. Η έκθεση ενός ηθοποιού, όταν υπερβαίνεις τον ρόλο σου, είναι μια εκμετάλλευση προς το κοινό. Αυτό για μένα δεν πρέπει να το εκμεταλλευτείς ποτέ. Με ρωτάνε γιατί δεν ασχολούμαι με την πολιτική –γι΄αυτό ακριβώς, για να μην εκμεταλλευτώ την είσοδό μου στο σπίτι του κοινού. Αυτό, ο κόσμος το εκτιμάει. Δεν μπαίνω στο σπίτι του απροειδοποίητα, μπαίνω ως ενός σημείου. Κι αυτό πιστεύω ότι μετράει στον κόσμο. Τίποτ΄άλλο.

Σ΄άλλα πράγματα είμαι καλός, σ΄άλλα δεν είμαι, είμαι μέτριος, κακός κάποιες φορές. Δεν πετυχαίνω πάντα στη δουλειά μου. Δεν είμαι ηθοποιός κατ΄ανάγκην αλλά κατ΄επιλογήν. Θα μπορούσα να κάνω κι άλλα πράγματα στην ζωή μου. Γράφω, θα μπορούσα να κάνω και χειρονακτικά πράγματα. Βρέθηκα στον χώρο της υποκριτικής και έμεινα. Εχω κάνει, νομίζω, μια πολύ σεμνή και διακριτική πορεία».

Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης

Η σημασία του κοινού

«Ενας ηθοποιός πρέπει να σέβεται το κοινό, να το τιμά και να κρατάει τις αποστάσεις του χωρίς να παίρνει πόντους απ΄το γεγονός ότι έχει ακροατήριο».

Η επιτυχία, απ΄το θέατρο στην τηλεόραση

«Οταν εγώ βγήκα στην τηλεόραση και κάναμε επιτυχίες, έπρεπε να περάσουν χρόνια για να αποβάλλουμε αυτή την μανιέρα που σου δημιουργούσε η τηλεόραση. Επρεπε να βγάλεις από πάνω σου την υπογραφή της. Για χρόνια η δημοφιλία μέσα από ρόλους με απασχόλησε ώστε να φύγει από πάνω μου –όχι ως κακό, αλλά ως στοιχείο αναγνωριστικό. Αυτό έχει μια λογική. Ο κόσμος μέχρι να σου δώσει ονοματεπώνυμο, σε περνάει από μια κρισάρα. Σε ξέρει ως ρόλο. Θα περάσει χρόνος για να σου δώσει ονοματεπώνυμο.

Ξεκίνησα απ΄το Δημοτικό Θέατρο Καλαμάτας, έμεινα τρία χρόνια, έφυγα, πήγα στο Δημοτικό της Λάρισσας, δούλεψα μετά στις θεατρικές σκηνές του κέντρου της Αθήνας, είχα ήδη κάνει τον “Λιποτάκτη” στο σινεμά, αλλά η πρώτη αναγνωρισιμότητα στο ευρύ κοινό έγινε απ’τους “Μεν και δεν”, το 1992. Τριάντα χρόνια...

Η επιτυχία τότε δεν μ΄άγγιξε, και δεν το λέω κομπάζοντας. Για να σ΄αγγίξει κάτι πρέπει να είσαι απ΄ την φύση σου έτσι. Εμένα απ΄τη φύση μου δεν μπορούσε ποτέ να με παρασύρει η αίγλη και η λάμψη μιας επιτυχίας. Χάρηκα -αλίμονο. Αλλά αυτό έχει μια χρονική στιγμή, γρήγορη, που περνάει. Κι αυτό πρέπει να το ξέρεις απ΄την αρχή –όλο αυτό έχει μια ματαιότητα και μια πλάκα».

Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης

«Οι μεν και οι δεν»

«Ολο αυτό είχε στηθεί από τον Χάρη Ρώμα και την Αννα Χατζησοφιά, στον Antenna –κι είναι η μόνη μου δουλειά εκεί, όλες οι άλλες ήταν στο Mega. Ηταν ένα προσωπικό στοίχημα της Μαραγκουδάκη, διευθύντριας του ελληνικού προγράμματος τότε. Ο Ρώμας έκανε οντισιόν, πήγα, δεν γνωριζόμασταν. Με πρότεινε η Αννα Χατζησοφιά, που με ήξερε απ΄το Θεσσαλικό. Εκανα την οντισιόν και με πήραν –όπως κι η Τζόις Ευείδη. Ετσι έγινε. Η Αννα Κουρή και ο Ρώμας ήταν ήδη. Είχαν πάρει πριν ένα άλλο ζευγάρι αλλά προτού ξεκινήσουν τα γυρίσματα κι ενώ είχαν ξεκινήσει τα δοκιμαστικά, θέλησαν να κάνουν καινούργια οντισιόν.

Εμείς, τότε, είχαμε μια μεγάλη τύχη, και πρέπει να το λέμε: Πέτυχα στην δουλειά έναν πατέρα και μια μάνα, τον Γιώργο και την Ελβίρα Ράλλη. Παραγωγοί που δεν υπάρχουν σήμερα –πηγαίναμε στο στούντιο το πρωί κι είχαν ήδη ανάψει τα φώτα, ήταν ήδη εκεί. Φεύγαμε εμείς στις έξι, κι εκείνοι έμεναν ως το βράδυ. Ηταν άνθρωποι που αγαπούσαν την δουλειά τους όχι τα λεφτά».

Κι ύστερα ήρθε το «Αμόρε»

«Ημουν πολύ τυχερός που γνώρισα τον Γιάννη Χουβαρδά και τα πρώτα παιδιά του θεάτρου του Νότου –μια αντίστοιχη ιστορία με το Θέατρο Τέχνης της δεκαετίας του ΄50. Δεν έχω περάσει καλύτερα καλλιτεχνικά απ΄το Αμόρε. Και η ανταπόκριση του κόσμου, και η δυναμική του θεάτρου και τα νέα πράγματα που έφερε, και το πρωτοριακό στοιχείο και οι ηθοποιοί, το ήθος, το επίπεδο, η ποιότητα των ανθρώπων... Οποτε με φωνάζουν κάποιοι άνθρωποι από εκεί, από τότε, πάω τρέχοντας.

Πιστεύω ότι ο Γιάννης Χουβαρδάς είναι σημαντικό κεφάλαιο. Ξεκίνησα με μια οντισιόν για μια παράσταση που θα πήγαινε στην Αμερική –την “Ιφιγένεια” με το θέατρο Λα Μάμα. Μου προκύπτει όμως η τηλεόραση και αποφασίζω να την κάνω –είχα και μωρό παιδί. Κι όμως ο Γιάννης κρατάει το τηλέφωνό μου και τρία χρόνια αργότερα με φωνάζει για τη “Δωδέκατη νύχτα” του Σαίξπηρ -μετά ήρθε το “Ολος ο Σαίξπηρ σε μια ώρα” κι όλα τ΄άλλα…».

Στην εποχή του «Σασμού»

«Είχα να κάνω τηλεόραση απ΄το “Νησί”. Με πήρε τηλέφωνο ο Καραγιάννης, ο παραγωγός απ΄τον “Σασμό”, πριν τελειώσει η πρώτη σεζόν...

Εγώ δεν είχα δει επεισόδια, παρά φευγαλέα, για να δω φίλους και συναδέλφους που έχω δουλέψει μαζί –όπως η Ολγα Δαμάνη, η Μαρία Πρωτόπαππα, ο Ορφέας Αυγουστίδης, φίλους που εκτιμώ και αγαπώ...

Δεν είπα αμέσως ναι -είπα όχι, γιατί είχα ήδη κλείσει για το “Dogville” στο θέατρο. Καθημερινό με θέατρο, δεν γίνεται. Επανήλθαν όμως, μετά από αρκετό καιρό, η παραγωγή, το κανάλι, και ευτυχώς επέμειναν. Κουράστηκα πολύ κατά τη διάρκεια των προβών και των γυρισμάτων, αλλά δικαιώθηκαν οι άνθρωποι και έτσι αισθάνομαι και μια υποχρέωση.

Ο ρόλος ήρθε σε τέταρτη μοίρα –προτεραιότητα έχουν οι συνεργάτες. Υπάρχουν και δύο εξαιρετικοί σκηνοθέτες, η Ζωή Φίλιππα και ο Γιάννης Σαμπάνης...

Μετά, αφού είπα το ναι, έκατσα και είδα κάποια επεισόδια και κατάλαβα γιατί αρέσει στον κόσμο. Γιατί έχει αμεσότητα, ρεαλισμό, και γιατί έχει το παραμύθι. Ο κόσμος έχει ανάγκη την παραμυθία –το είχε πει αυτό ο Παπαδιαμάντης όταν έγραφε την ‘Φόνισσα”, έχει ανάγκη να ταξιδέψει, ν΄αφεθεί. Κι αυτό είναι το βασικό προσόν του “Σασμού”, μαζί με την καλή και προσεγμένη παραγωγή –σαν μεγάλου μήκους ταινία, όπου όλοι δίνουν ένα κομμάτι του εαυτού τους. Θαυμάζω τον Ημελλο, τη Μαρία, τον Ορφέα, τον Λάλο....

Και με υποδέχτηκαν σαν να΄μαι ο συγγενής που έχει γυρίσει απ΄τα ξένα. Κάθισα στο τραπέζι σαν να τρώγαμε και χθες μαζί, πολύ σημαντικό για μένα αυτό».

Ο Στέλιος Μάινας στον «Σασμό»

Ηρωες και ρόλοι, οι καλοί και οι κακοί

«Είναι ένα καθαρά αρνητικό πρόσωπο ο Παύλος Βρουλάκης. Προσπαθώ να του δώσω τα καλά στοιχεία, αν έχει. Δεν μου είναι εύκολο να παίζω έναν εγκληματία, γιατί εγκληματίας είναι –δολοφονίες οργανώνει. Για μένα είναι πολύ άσχημο αυτό. Μου ήταν πολύ πιο εύκολο να κάνω τον Γιώργη στο “Νησί”. Αλλά αυτή είναι η δουλειά μας...

Προσπαθώ να προσθέσω διάσταση στον Παύλο, γιατί το΄χουν ανάγκη οι αρνητικοί ήρωες για να μην γίνουν μονόμπατοι. Δεν ξέρω τι θα κάνει παρακάτω, πως θα εξελιχθεί ο χαρακτήρας του –τώρα ξαναβρίσκομαι με την πρώην γυναίκα μου, εγώ ο εγκληματίας κι εκείνη η εισαγγελέας. Αυτό που βλέπει ο κόσμος στην τηλεόραση έχει στοιχεία της πραγματικότητας αλλά δεν είναι η πραγματικότητα. Αναγνωρίζεις στοιχεία αλλά ως εκεί. Είναι η παραμυθία, που λέγαμε.

Θα προτιμούσα να κάνω έναν θετικό χαρακτήρα, κυρίως για την δική μου προσέγγιση. Εχει περισσότερο ενδιαφέρον για μένα ο καλός –ο κακός είναι ευκολότερο. Ο καλός είναι χλιαρός, η καλοσύνη έχει κάτι που μοιάζει με ουδετερότητα. Για να μεταφέρεις την καλή ενέργεια και να μην είναι χλιαρή ή αδιάφορη, θέλει υποκριτική δεινότητα. Κι εμένα αυτό μ΄ενδιαφέρει περισσότερο, αυτό είναι το δύσκολο. Χρειάζεται μεγαλύτερη προσπάθεια να παίξεις τον καλό.

Εμένα δεν μου προτάθηκε να παίξω τον Γιώργη στο “Νησί”. Ηταν όχι μόνον δική μου επιλογή αλλά δική επιμονή –με είχαν καλέσει για τον Δήμαρχο. Αν δεν παίξω τον Γιώργη, δεν έρχομαι, τους είπα... Μα ο Γιώργης δεν έχει λόγια, μου΄πε τότε ο Παπαδουλάκης, ο σκηνοθέτης. Αυτό μ΄αρέσει εμένα, του απάντησα. Επέμεινα και δικαιώθηκα. Δεν ήθελα να κάνω απλώς έναν ψαρά, αλλά ένα πρόσωπο βιβλικό, έναν Νώε.

Η παραγωγή που έγινε στο “Νησί” δεν θα ξαναγίνει. Ψέματα... Εγινε, με το “Maestro”. Αυτό που έκανε ο Παπακαλιάτης είναι αντίστοιχης παραγωγής, μ΄ένα εξαιρετικό σενάριο. Και δικαίως το πήρε το Netflix. Και δεν το λέω γιατί είμαι γενναιόδωρος, απλώς αποκαθιστώ την πραγματικότητα. Αλλιώς είσαι βαθιά νυχτωμένος στον δικό σου μικρόκοσμο, που είναι μεγάλο λάθος, για σένα καταρχάς.

Εχει κάνει εξαιρετική δουλειά ο Χριστόφορος, έχει δυναμική, έχει εικόνα, άποψη, συγκρότηση, οικονομία, γι΄αυτό και είναι μόνο κάποια επεισόδια. Είναι πολύ σημαντική η συμβολή του ΕΚΟΜΕ στην δημιουργία της μυθοπλασίας. Δίνει το 40% της κρατικής χορηγίας στην μυθοπλασία. Και δεν πρέπει να λείψει αυτό».

Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης

Το #metoo και οι καταγγελίες

«Οταν κάνω επιλογές προσπαθώ να ξέρω ότι η συνεργασία θα΄χει οικογενειακό χαρακτήρα. Οπότε δεν έχω βρεθεί σε καταστάσεις όπως αυτές που καταγγέλθηκαν.

Η άσκηση εξουσίας, αυτό είναι το πιο βασικό. Καταλαβαίνεις αν και δεν είναι πάντα αναγνωρίσιμο ούτε εφικτό να το αποφύγεις. Ούτε είναι δόκιμο και δίκαιο να στέκεσαι με το σταγονόμετρο. Προσπαθείς ν΄αποφύγεις τις κακοτοπιές. Αν σου κάτσει, το αντιμετωπίζεις εκείνη την ώρα...».

Η πατριαρχία και η γυναίκα

«Η πατριαρχία εξακολουθεί να υπάρχει σε βαθμό ασύλληπτο όπως και η ρατσιστική αντιμετώπιση απέναντι στις γυναίκες –στην εργασία θεωρώ. Και δεν είναι ελληνικό φαινόμενο, παγκόσμιο είναι. Εχω την αίσθηση ότι αλλάζει το τοπίο, αλλά θέλει χρόνο.

Η λύση στα προβλήματα του κόσμου είναι γυναικεία, είτε το θέλουμε είτε όχι. Και δεν το λέω για να κολακεύσω τις γυναίκες. Το λέει η ίδια η φύση. Η διαιώνιση και η προστασία του είδους είναι καθαρά γυναικεία υπόθεση. Καταστροφείς τους κόσμου δεν ήταν ποτέ οι γυναίκες».

Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης

Ενα βιβλίο για την ευθανασία

«Η γραφή είναι μεγάλο δεκανίκι για τον ψυχισμό μου, επικοινωνία μ΄έναν άλλον τρόπο. Εγραψα το “Να θυμηθώ να παραγγείλω” με θέμα την ευθανασία, αλλά απάντηση δεν έχω. Εχω όμως απάντηση στο καλώς θνήσκειν, ότι δεν αξίζουμε δηλαδή τον απόλυτο βασανισμό και εξευτελισμό. Αν βρισκόμουν σ΄ένα σημείο τέτοιο, δεν ξέρω αν θα το επέλεγα. Θα΄θελα όμως να φύγω χωρίς να ταλαιπωρηθώ. Εγραψα το βιβλίο γιατί ήθελα να θέσω τα ερωτήματα. Βρήκα πρόσφορο έδαφος για ν΄αναπτύξω την σκέψη μου».

Η Ευρώπη κινδυνεύει

«Η ανθρωπότητα δεν περνάει την αριστερή της φάση. Δεν σημαίνει ότι ο κόσμος έγινε καλύτερος –σημαίνει ότι ο κόσμος ατόνισε το ενδιαφέρον του και κουράστηκε, απογοητεύτηκε. Ομως η αριστερή σκέψη δεν είναι ο άνθρωπος που δεν βλέπει την πραγματικότητα. Είναι εκείνος που βλέπει μπροστά με μια θετική κατεύθυνση για το καλύτερο αύριο του κόσμου, κι αυτό δεν είναι ούτε αριστερά ούτε δεξιά, έχει ανθρωποκεντρική κατεύθυνση. Πρέπει η Ευρώπη να επανέλθει στον ανθρωποκεντρισμό της, και το΄χει. Δεν έχουμε άλλο σπίτι, η Ευρώπη είναι το σπίτι μας».

Θέατρο Ακάδημος: «Dogville» του Λαρς Φον Τρίερ, σε σκηνοθεσία Λίλλυς Μελεμέ. Παίζουν: Στέλιος Μάινας, Ελλη Τρίγγου, Θοδωρής Κατσαφάδος, Βαγγέλης Αλεξανδρής, Αλέξανδρος Μαυρόπουλος κ.ά.

«Σασμός», Δευτέρα-Πέμπτη, Αlpha, 21.00





SHARE