Αναζητώντας τη χαμένη παιδικότητα, ή αλλιώς ο κοινός τόπος που συναντώνται οι συγγραφείς και οι αναγνώστες τους.
Ο «Τρυποκάρυδος» του Τομ Ρόμπινς κλείνει με την εξής φράση, την οποία πολλοί και πολλές από εμάς γυροφέρνουμε συχνά στο μυαλό μας: «ποτέ δεν είναι αργά να ζήσεις ευτυχισμένα παιδικά χρόνια».
Η παιδικότητα είναι συνυφασμένη με την ξεγνοιασιά, την άγνοια και την αφέλεια, στοιχεία δηλαδή που ο μέσος ενήλικας νοσταλγεί. Αυτή όμως δεν είναι η νόρμα, αντίθετα τα δύσκολα παιδικά χρόνια και το τραύμα είναι συνθήκες που αρκετοί άνθρωποι έχουν βιώσει. Όσο μεγαλώνουμε, τόσο αναζητούμε την ταύτιση και κατ’ επέκταση μιας μορφής παρηγοριά για όσα έχουμε ζήσει. Ορισμένοι μεγάλοι συγγραφείς αποτύπωσαν το τραύμα τους, συνδέθηκαν με το κοινό, δημιουργώντας έτσι την αίσθηση ασφάλειας, προσφέροντας έναν τρόπο να ξαναέρθουμε σε επαφή με την χαμένη μας παιδικότητα.
Ο απών γονέας, ο αλκοολικός, ο βίαιος ή αυτός που απλά δεν μπόρεσε να σε μεγαλώσει είναι ένας συνηθισμένος χαρακτήρας στα έργα του Μπουκόφσκι. Στο «Τοστ Ζαμπόν» ο συγγραφέας καταγράφει την κακοποίηση από τον πατέρα του αλλά και την παραμόρφωση του προσώπου του από ένα δερματικό πρόβλημα. Στο βιβλίο ο «Χανκ» περιγράφει λεπτομερώς την κακοποίησή του. Κάθε Σαββατοκύριακο η οικογένεια έκανε γενική καθαριότητα και ο συγγραφέας έπρεπε να κουρεύει το μπροστινό γκαζόν τόσο προσεκτικά, ώστε ούτε ένα κοτσάνι γρασίδι να μην προεξέχει πάνω από ένα καθορισμένο επίπεδο. Ο πατέρας του έψαχνε σκόπιμα ένα άκοπο κομμάτι γκαζόν και χτυπούσε τον γιο του με μια ζώνη ξυραφιού ως τιμωρία, κάτι που επαναλαμβανόταν κάθε Σαββατοκύριακο για μεγάλο χρονικό διάστημα. Σε συνέντευξή της, η σύζυγός του, Λίντα Λι Μπουκόφσκι, αναφέρεται σε μια φωτογραφία του συγγραφέα με τον πατέρα του, λέγοντας ότι θα μπορούσε να είναι μια αφίσα για κακοποιημένα παιδιά. Ο Μπουκοφσκί πίσω από την κυνική γραφή του, κρύβει μια τρυφερότητα και γράφει με πάθος για όσα θεωρεί λάθη σε αυτόν τον κόσμο και θα καταγραφεί ως “η φωνή των καταπιεσμένων”.
[..] είμαι κλειδωμένος μέσα σε μια επαναληπτική κοινοτοπία…
καίγομαι στο νερό
πνίγομαι στη φωτιά
απελευθερώνομαι μέσα σε ζαχαρένια σύννεφα που κατουράνε ξύδι,
αλλά έτσι είσαι εσύ έτσι είναι κι αυτοί έτσι είμαστε κι εμείς
«Καίγομαι στο νερό, πνίγομαι στη φωτιά»
Μτφρ. Γιάννης Ζελιαναίος
(Το ποίημα δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό, Second Coming - Vol. 1 - No. 2 – το 1972. Αργότερα και συγκεκριμένα το 2017 μπήκε στην συλλογή, Storm for the Living and the Dead – Uncollected and Unpublished Poems)
Ο Όσιαν Βουόνγκ μιλά για την απώλεια και τον εθισμό με έναν περίπλοκο κώδικα που κάθε αναγνώστης καλείται να αποκωδικοποιήσει. Ο 33χρονος Αμερικανοβιετναμέζος συγγραφέας και ποιητής γράφει για τον θάνατο της μητέρας του από καρκίνο χωρίς συναισθηματικά κρεσέντα. Η μητέρα του ήταν πόρνη και έφυγε μετανάστρια στην Αμερική προσδοκώντας μια καλύτερη ζωή. Ο Όσιαν, ένα γκέυ αγόρι από το Βιετναμ, κλήθηκε να μεγαλώσει και να γαλουχηθεί από τα ερεθίσματα της αμερικανικής επαρχίας. Ήταν επόμενο να βρει καταφύγιο στις λέξεις και τη λογοτεχνία κερδίζοντας μάλιστα το βραβείο T.S. Elliot με το βιβλίο του «Νυχτερινός Ουρανός με τραύματα εξόδου». Εν είδει αυτοβιογραφίας αυτή η ποιητική συλλογή υφαίνει το νήμα μιας υπαρξιακής περιπλάνησης, ένα γράμμα προς την νεκρή πλέον μητέρα του, κατασκευάζοντας εν τέλει εικόνες που αγγίζουν κάθε αναγνώστη. Ο Όσιαν Βουόνγκ έγινε ίσως ο επιδραστικότερος συγγραφέας της γενιάς του, καθώς είναι από τους ελάχιστους που δεν ρομαντικοποιούν το τραύμα, αντίθετα το βάζουν σε δημιουργικά καλούπια αναγνωρίζοντας τη ζημιά που προκάλεσε και πορεύονται με αυτό. Ο ίδιος σε συνέντευξή του δηλώνει «Θεέ μου, θρηνώ το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου. Είτε πρόκειται για φίλους, είτε για οικογένεια –είναι συλλογικό το πένθος. Νομίζω πως οι περισσότεροι από εμάς θρηνούμε κατά κάποιον τρόπο και πως το κάθε ποίημα είναι ένας τόπος όπου μπορούμε να συναντηθούμε, μέσα από αυτή την κοινή μας θλίψη».