Το χρωματιστό ύφασμα της ζωής στη Νέα Υόρκη, λεκιάζεται από ορισμένα συμβάντα. Το ίδιο καλοκαίρι, οι Ρόζενμπεργκ θανατώνονται στην ηλεκτρική καρέκλα. Ένα πλουσιοπάροχο δείπνο των κοριτσιών καταλήγει σε οξεία τροφική δηλητηρίαση από πτωμαϊνη. Στην αναμνηστική φωτογραφία με τις συντάκτριες του περιοδικού, η Έστερ βάζει τα κλάματα. Το τελευταίο της βράδυ στην πόλη, σε ένα πάρτυ, ένας άνδρας της επιτίθεται σκίζοντάς της το φόρεμα -εκείνη τον απωθεί και επιστρέφει στο ξενοδοχείο της ταραγμένη. Το ξημέρωμα, ανοίγει τη βαλίτσα της και σκορπίζει τα ρούχα της, ένα-ένα, στις στέγες της Νέας Υόρκης. Ένα αόριστο σκοτάδι πυκνώνει πίσω από την πρόσοψη της καθημερινότητας.
Η επιστροφή της Έστερ στο πατρικό της, στην αρχή του καλοκαιριού, συνοδεύεται από ένα αναπόφευκτο αίσθημα ήττας. «Η μητρική ανάσα των προαστίων με τύλιξε μέσα της. Μύριζε ποτιστικά του γκαζόν, οικογενειακά αυτοκίνητα, ρακέτες του τένις, σκυλιά και μωρά. Μια καλοκαιρινή γαλήνη άπλωνε το καθησυχαστικό της χέρι πάνω στα πράγματα, σαν θάνατος». Η ήττα επικυρώνεται με την είδηση ότι απορρίφθηκε από το καλοκαιρινό πρόγραμμα δημιουργικής γραφής, στο οποίο είχε βασίσει τα καλοκαιρινά της σχέδια.
Όσο οι μέρες περνούν, η Έστερ βυθίζεται στην αδράνεια. Δεν μπορεί να κοιμηθεί, αδυνατεί να γράψει, ενώ βρίσκει απολύτως άσκοπο το να κάνει μπάνιο ή να αλλάξει ρούχα. Μια οικογενειακή φίλη της συστήνει έναν ψυχίατρο, ο οποίος της κάνει θεραπείες με ηλεκτροσόκ χωρίς νάρκωση, μια απίστευτα τραυματική εμπειρία που την αποδυναμώνει περισσότερο. Δοκιμάζει διάφορους τρόπους να αυτοκτονήσει και τελικά, κρύβεται στο υπόγειο του σπιτιού και παίρνει τα υπνωτικά χάπια της μητέρας της. Τη βρίσκουν, καταφέρνουν να τη σώσουν και μεταφέρεται σε μια ιδιωτική ψυχιατρική κλινική, όπου της κάνουν ξανά θεραπείες ηλεκτροσόκ με ηπιότερο τρόπο. Εκεί συνάπτει σχέσεις και φιλίες, αναρρώνει και, στο τέλος του μυθιστορήματος, ετοιμάζεται να επιστρέψει στο κολλέγιο και να συνεχίσει τις σπουδές της.
Η ημερομηνία, οι τοποθεσίες και τα γεγονότα συμπίπτουν πράγματι με τη ζωή της Πλαθ, σε βαθμό που, όταν εκδόθηκε το μυθιστόρημα το 1963, η ίδια επέλεξε το ψευδώνυμο Βικτόρια Λούκας. Δεν ήταν τόσο τα γνωστά της πρόσωπα που θα αναγνώριζαν τους εαυτούς τους, ούτε η περιγραφή της ψυχολογικής της κατάστασης -άλλωστε και τα ποιήματα της συλλογής Άριελ είναι ιδιαίτερα τολμηρά προς αυτή την κατεύθυνση -όσο η αντίδραση της μητέρας της που την τρόμαζε. «Η μητέρα μου ήταν η χειρότερη. Ποτέ δεν με κατσάδιαζε, αλλά με ικέτευε όλη την ώρα με το λυπημένο της πρόσωπο να της πως τι λάθος είχε κάνει», γράφει στο βιβλίο. Πάντως, η δημοσίευση της αλληλογραφίας της Αουρέλια Πλαθ με την κόρη της, μερικά χρόνια αργότερα, φώτισε μια σχέση πολυεπίπεδη και ιδιαίτερα στενή, σχεδόν αλληλεξάρτησης.
Μια ευτυχισμένη και δημιουργική περίοδος
Η Πλαθ έγραψε τον Γυάλινο Κώδωνα σε μια ευτυχισμένη περίοδο της ζωής της, το 1961 στο Λονδίνο. Ενθουσιασμένη με τη συγγραφική φωνή που είχε ανακαλύψει, ολοκλήρωσε αυτό που θα γινόταν το μοναδικό της μυθιστόρημα μέσα σε έξι εβδομάδες.