Βασίλης Μπισμπίκης
Ο Βασίλης Μπισμπίκης/Φωτογραφία: Bovary-Πάνος Μάλλιαρης
ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΠΙΣΜΠΙΚΗΣ

Βασίλης Μπισμπίκης: Ήμουν τρία χρόνια κρουπιέρης στο καζίνο. Μπλακ τζακ, ρουλέτα, σκέτη ντέκα..


Ο Βασίλης Μπισμπίκης αγαπάει τους ανθρώπους που ξεπερνούν τα όριά τους. Τον γοητεύει το περιθώριο, το λούμπεν. Πιστεύει σε ένα νατουραλιστικό θέατρο. Είναι ο δημιουργός της παράστασης «Άνθρωποι και ποντίκια». Γεννήθηκε το 1977. Είναι παντρεμένος. Έχει έναν γιο. Στα «Κόκκινα Φανάρια» θα είναι η Μαντάμ Παρί αλλά τραβεστί.

«Ήμουν ανήσυχο παιδί. Μεγάλωσα στο Λουτράκι, σε μια υγιή οικογένεια. Ο πατέρας μου ήταν προπονητής σε ποδοσφαιρική ομάδα. Με την μάνα μου, μια χαρά, αγαπημένοι και ερωτευμένοι ως τώρα.
Ναι, πράγματι, δεν έχω τελειώσει σχολείο. Ευτυχώς υπήρχαν στην δραματική σχολή τα εξαιρετικά ταλέντα. Από μικρός διάβαζα τα κομμουνιστικά και τα αναρχικά βιβλία του παππού μου –ήταν κομμουνιστής. Δεν ξέρω αν τα διαστρέβλωσα ή όχι, αλλά όλα αυτά με οδήγησαν σε μια θέση απέναντι στο σχολείο, ότι θα μου καθοδηγεί την σκέψη, θα με κάνει ρομποτάκι. Τέλειωσα με το ζόρι το γυμνάσιο. Προσπάθησα να πάω στο λύκειο, με έδιωχναν από όλα τα σχολεία και τελικά το άφησα…»

«Μια περίοδος της ζωής μου ήταν ακραία, πολύ ακραία. Μέσα μου το έχω αναλύσει, είναι πολύ σύνθετο. Αλλά ό,τι έκανα, το έκανα από επιλογή, το γούσταρα και δεν το μετάνιωσα ποτέ. Μου άρεσε αυτή η ζωή που έκανα, ήταν σαν να την επεδίωκα. Την έψαχνα. Σαν να είχα μια ανησυχία γι΄αυτή την κατεύθυνση, για έναν άλλο κόσμο, πιο ακραίο. Μου ταίριαζε αυτός ο κόσμος. Πάντα μου ταιριάζει και συνεχίζει να με γοητεύει. Μ΄αρέσουν οι άνθρωποι που κινούνται στο περιθώριο…
Αν κινδύνεψα; Ναι, βέβαια έχω κινδυνέψει στην ζωή μου. Όταν αποφάσισα να αποτραβηχτώ, ήταν γιατί είχα πάψει να γουστάρω να είμαι μέσα σ΄αυτόν τον κόσμο –είχε γίνει εξάρτηση. Ζούσα μόνος μου, δούλευα όπου να΄ναι».

Ο Βασίλης Μπισμπίκης/Φωτογραφία: Bovary/Πάνος Μάλλιαρης

«Το Καζίνο ήταν μια φρικτή εμπειρία -αν παίζεις. Όταν είσαι εκεί και δουλεύεις –ήμουν τρία χρόνια γκρουπιέρης στο Λουτράκι, μπλακ-τζακ, πόκερ και ρουλέτα, και βλέπεις τους ανθρώπους που χάνουν σπίτια, περιουσίες, οικογένειες, και βλέπεις ανθρώπους που αυτοκτονούν εκεί μπροστά σου, δεν έχει καμία γοητεία. Είναι σκέτη ντέκα… Δεν είναι ταξικό το φαινόμενο. Από τους λαχαναγορίτες με τις παντόφλες ως τον μεγάλο επιχειρηματία, τον τραγουδιστή, η κατάληξη είναι ίδια. Τους παρατηρούσα, όπως παρατηρούσα τους ανθρώπους σε όλες τις δουλειές που έκανα -μπάρμαν. Είχα πάντα έναν εσωτερικό παρατηρητή πολύ έντονο».

Ο Γιάννης Οικονομίδης, με τον οποίο συνεργάστηκα, με καθόρισε. Του έκλεψα πολλά

«Τότε για μένα το θέατρο υπήρχε, μέσα από μια ερασιτεχνική ομάδα. Πήγαινα όποτε μπορούσα. Η πρώτη παράσταση που είδα ποτέ ήταν τα “Κόκκινα Φανάρια”, που κάνω τώρα και, και θέλησα να στραφώ στο θέατρο. Με τραβούσε πιο πολύ το σινεμά. Η ταινία που με σημάδεψε ήταν “Ο Σημαδεμένος”. Μου άρεσαν οι γκανγκστερικές, Ράμπο, Σταλόνε. Οχι κουλτουρέ καταστάσεις.
Μέσα σε όλο αυτό, ευτυχώς είχα γονείς που με αντιμετώπισαν με τον πιο σωστό τρόπο. Όποτε τους χρειαζόμουν, ήταν εκεί. Με προστάτευαν. Είχαν μια σοφία στην αντιμετώπισή μου. Αλλά είχαν φοβηθεί μήπως δεν βρω τον δρόμο μου. Όσο για μένα, δεν μιζέριαζα ποτέ, ούτε στην πιο ακραία λούμπεν κατάσταση. Ήμουν δυνατός από μέσα μου, νομίζω».

«Το λούμπεν έχει περιπέτεια. Ζεις την αδρεναλίνη, στα άκρα, στο πάθος. Κι οι άνθρωποι που ζουν μέσα σ΄αυτό ξεπερνούν τα όριά τους, δημιουργούν ψυχώσεις μέσα τους, κι εμένα αυτό με γοητεύει. Έχουν ξεπεράσει τα όριά τους. Και τελικά εκεί είναι η πηγή για όλο αυτό που κάνω. Μπαίνω σε έναν κόσμο που μπορώ να τον καταλάβω καλά. Αφού διαβάσω εγώ το έργο, το αφήνω να με διαβάσει, να με καταλάβει και να το καταλάβω, ακόμα κι αν το μειώνω από την σημαντικότητά του, όπως λένε κάποιοι. Αυτός είναι ο τρόπος μου. Έτσι μιλάω, με αυτή την φρασεολογία, έτσι αναγνωρίζω τους ανθρώπους».

Το μόνο που με τρομάζει είναι μην με κάνει εμένα αυτή η επιτυχία να δίνω στον κόσμο αυτό που περιμένει

«Είχα στόχο αλλά ίσως όχι συγκεκριμένο δρόμο. Έπαιρνα ερεθίσματα από εκείνους με τους οποίους δούλευα. Ο Γιάννης Οικονομίδης, με τον οποίο συνεργάστηκα, με καθόρισε. Του έκλεψα πολλά. Ήμουν προς τα εκεί, προς το σκληρό, νατουραλιστικό θέατρο, αλλά δεν ήξερα πώς να το κάνω. Με τον Γιάννη καθάρισε το τοπίο και με οδήγησε σε μια μέθοδο δουλειάς με την ομάδα. Κάπου ανάμεσα στο θέατρο και το μη θέατρο, την ζωή. Νομίζω ότι κατά 50-60% το πετύχαμε. Υπάρχουν περιθώρια να γίνει πιο ζωντανό.
Από την αρχή, ο λόγος που μπήκα στην σχολή και αποφάσισα να σπουδάσω αυτή την τέχνη ήταν κάτι πολύ προσωπικό, από ανάγκη. Όταν ξεκίνησα, η μαθητεία μου ήταν δίπλα στην Άννα Συνοδινού -τέσσερα χρόνια. Μετά ήμουν στο Κρατικό Βορείου Ελλάδος. Δεν είχα κάνει τηλεόραση για χρόνια. Το 2010 γύρισα από την Θεσσαλονίκη στην Αθήνα, μπήκα στην τηλεόραση και σε ένα πιο εμπορικό κομμάτι του θεάτρου, για λόγους περισσότερο βιοποριστικούς, αυτά μου έτυχαν. Είχα αποφασίσει ότι θα ζήσω από αυτή την δουλειά. Τότε με έκαναν να αισθάνομαι ένας ωραίος νέος ηθοποιός αλλά δεν είχα προτάσεις. Όταν χόντρυνα, αγρίεψα, είχα περισσότερες στο σινεμά. Είχα μια ψιλοενοχή ότι είμαι ωραίος».


Ο Βασίλης Μπισμπίκης/Φωτογραφία: Bovary/Πάνος Μάλλιαρης

«Το Cartel ιδρύθηκε μέσα στην κρίση, το 2013. Μαζί με δύο φίλους φτιάξαμε έναν χώρο στον οποίο θα μπορούσαμε να εκφραστούμε χωρίς μεσάζοντες. Έχτιζα σιγά-σιγά τα πράγματα ώστε να πάνε προς τα εκεί που ήθελα. Και έκανα το επόμενο βήμα όταν οι συνθήκες το επέτρεψαν. Έτσι κι αλλιώς ήμουν της νοοτροπίας της ομάδας. Πίστευα ότι έτσι μπορεί να φτιαχτεί ένας κώδικας επικοινωνίας όχι μόνο στο κομμάτι το καλλιτεχνικό αλλά και στο ανθρώπινο. Από κάτω υπήρχε και η πολιτική διάσταση, απλώς δεν είχε ευδοκιμήσει.
Ήλπιζα να τα καταφέρω, αλλά δεν ήμουν σίγουρος. Όπως φυσικά και δεν ήξερα ότι, αργότερα, θα είχε τόση επιτυχία. Τα πρώτα τέσσερα-πέντε χρόνια δεν είχε αφήσει το Cartel κάποιο αποτύπωμα. Η πρώτη επιτυχία ήταν ο “Άρης”. Μετά ήρθαν τα “Ποντίκια…”. Είχαν προηγηθεί τα “Shopping and Fucking”, “Δεσποινίς Τζούλια“, “Στριπτίζ” με τον Παναγιώτη τον Σούλη… Όλα μόνοι μας τα κάναμε, με υλικά από τις μάντρες ανακύκλωσης που υπάρχουν εκεί γύρω, με φυσικά υλικά. Είναι χειροποίητο το θέατρο, εντελώς».

«Η Συνοδινού ήταν η μεγάλη μου δασκάλα. Από εκείνη κράτησα την πειθαρχία. Είχα τον Γεωργουσόπουλο. Μαζί τους πέρασα ένα πανεπιστήμιο πάνω στην κλασική παιδεία, σε σχέση με την τραγωδία. Εμαθα τον σεβασμό απέναντι στην δουλειά, στους ηθοποιούς, στα κείμενα. Όλα αυτά μου άφησαν μέσα μου κάτι. Πρέπει να υπάρχει η κλασική παιδεία πάνω στο θέατρο αν θέλεις να την σπάσεις μετά, να την αποδομήσεις. Και για τον “Πατέρα” και για τα “Ποντίκια” δεν υπάρχει ανάλυση που δεν διάβασα για να φτάσω να κάνω αυτό που έκανα, το οποίο μπορεί να μην έχει καμία σχέση, αλλά στον πυρήνα του έχει πολλή. Μου φαίνεται υπερβολή η επιτυχία του “Ανθρωποι και ποντίκια”. Το μόνο που με τρομάζει είναι μην με κάνει εμένα αυτή η επιτυχία να δίνω στον κόσμο αυτό που περιμένει. Θέλω να μην είναι η επόμενη δουλειά μου σαν την προηγούμενη. Η αγωνία μου είναι να αφορά, να αφορά πολιτικά. Και να βγαίνουν στην επιφάνεια κάποιοι κόσμοι που είναι στο περιθώριο, ενώ δεν θα έπρεπε. Σαν να θέλω να κάνω έναν ύμνο πάνω σ΄αυτούς τους ανθρώπους. Γι΄αυτό και τα “Κόκκινα Φανάρια”, μια παράσταση που επιχορηγεί το υπουργείο Πολιτισμού. Δεν υπάρχουν πόρνες, μόνον τραβεστί, τρανσέξουαλ, cross-dressing -οι ρόλοι παίζονται από εμάς τους ηθοποιούς. Όλα συμβαίνουν μέσα σε ένα κωλόμπαρο, τραβεστομάγαζο, την δεκαετία του ΄80. Εγώ παίζω την Μαντάμ Παρί, τραβεστί…»


Ο Βασίλης Μπισμπίκης/Φωτογραφία: Bovary/Πάνος Μάλλιαρης

«Με ενδιαφέρει η πρόκληση αλλά για να δημιουργήσω κάτι, να γίνει μια μεταστροφή. Πιστεύω στο θέατρο του σοκ. Πρέπει να διεμβολίσεις τον θεατή, να τον σοκάρει αυτό που γίνεται πάνω στην σκηνή, να τον μεταστρέψει. Πιστεύω στην βία -έτσι κι αλλιώς πιστεύω στην βία, την μαμή της Ιστορίας, όπως έλεγε κι ο Μαρξ. Χωρίς την βία τίποτα δεν αλλάζει. Εννοείται πως δεν εννοώ την βία ανάμεσα στο ζευγάρι ή στους ανθρώπους. Αλλά την βία που αλλάζει την Ιστορία.
Πόσο μοιάζω με αυτά που κάνω; Υπάρχουν πολλές δικές μου εκδοχές και άλλες που δεν έχουν βγει ακόμα. Αλλά πιστεύω ότι μπορώ να κάνω και μια παράσταση που θα είναι χνούδι, εντελώς παραμύθι, ένα τέλειο ζαχαρωτό. Και διαλέγω θέματα: Στα “Ποντίκια” ήταν η φιλία, στον “Πατέρα”, η οικογένεια. Με αφορά».

«Έχω έναν γιο επτά χρόνων και ευτυχώς η γυναίκα μου, η Κωνσταντίνα –είμαστε παντρεμένοι 14 χρόνια, είναι μια εξαιρετική μητέρα. Είναι τρομερή, με ενσυναίσθηση, κοντά στο παιδί, καλύπτει και την δική μου απουσία -λείπω πολλές ώρες, και δεν έχω καμία δικαιολογία γι΄αυτό. Ο γιος μου έρχεται στο θέατρο, όχι για να δει τις παραστάσεις μου. Έχει καλλιτεχνική διάθεση, παίζει πιάνο».

«Με την ευρεία έννοια είμαι αριστερός. Πιστεύω στον άνθρωπο, τον εμπιστεύομαι. Είμαι μαζί του. Βρίσκω δικαιολογίες για όλους ακόμα και για εκείνους που έκαναν ακραία πράγματα. Δεν είμαι τιμωρός των ανθρώπων. Άλλωστε το θέατρο, από μόνο του, είναι μια ανθρωπιστική επιστήμη. Πρέπει να καταλάβεις, να βοηθήσεις, να αφυπνίσεις. Αν υπήρχε παιδεία –και δεν εννοώ το σχολείο, θα ήμασταν καλύτεροι.
Οχι, δεν έχω μπει σε καλούπι. Βέβαια και υπάρχει ο κίνδυνος να αλλοιωθεί αυτό που κάνεις, κυρίως αν πάρουν τα μυαλά σου αέρα και ξεφύγουν από τον στόχο που έχει να κάνει με την κοινωνική σου συμπεριφορά. Η επιτυχία και τα λεφτά είναι, επίσης, κίνδυνος. Γιατί εμείς ξεκινήσαμε χωρίς λεφτά. Ποτέ δεν ήταν τόσο άνετα τα πράγματα για μένα και την οικογένειά μου, όπως είναι τώρα. Έχει κι αυτό τους κινδύνους του αλλά είναι και ωραίο. Δεν πιστεύω ότι πρέπει να είσαι στην εξαθλίωση για να κάνεις τέχνη».

Είμαι τρομερά αντιφατικός για τα κοινωνικά στερεότυπα

«Για μένα ο Γιάννης Οικονομίδης έκανε την τομή στο θέατρο, μια τομή πολύ σημαντική, την οποία και δεν εισέπραξε. Κάποιοι, κριτικοί, έγραψαν ότι αυτά που κάνει ο Οικονομίδης τα έχουμε ξαναδεί, είναι ξεπερασμένα κλπ. Δεν είναι έτσι. Δεν ξέρω αν υπάρχει αυτός ο τρόπος θεάτρου στο εξωτερικό, γιατί εκτός των άλλων είναι πολύ ελληνικό όλο αυτό. Λίγοι σκηνοθέτες κινούνται σ΄αυτή την γραμμή, ο Γιώργος Παλούμπης, η Ελένη Σκόττη… Για μένα το θέμα είναι να είσαι προσωπικός, να το κάνεις όλο αυτό από ανάγκη –να μην μιμείσαι».



«Το πολιτικό σκηνικό με έχει τρομάξει. Νιώθω σαν να βγαίνει μια κακία για την ανθρωπότητα, σαν να με προσβάλει. Αυτό το αστυνομοκρατούμενο που συμβαίνει στα Εξάρχεια και όχι μόνο, εμένα με προσβάλει θανάσιμα αλλά και αισθητικά μου φαίνεται ό,τι χειρότερο. Νιώθω σαν να πηγαίνουμε πίσω σαν άνθρωποι, σαν κοινωνία. Κι όλη αυτή η στήριξη που υπάρχει από τα Μέσα σ΄αυτή την κυβέρνηση είναι αποπροσανατολιστική για τους ανθρώπους. Είναι χυδαίο όλο αυτό».

«Νομίζω ότι έχει διαμορφωθεί ένα κοινό που ακολουθεί το Cartel, ούτε εμένα ούτε κάποιον άλλον. Δεν κάνουμε θέατρο του πρωταγωνιστή. Και χαίρομαι πολύ για το κοινό μας. Άλλοι έχουν την εικόνα των καταστάσεων που παρουσιάζουμε, αλλά είναι σημαντικό ότι έρχονται και όλοι εκείνοι που δεν έχουν, γιατί το θέατρο και η παράσταση έγιναν μόδα. Κι αυτό είναι θετικό για μένα, μπορεί να τους κουνήσεις λίγο…
Από την άλλη ισχύει κι αυτό που έλεγε ο Γκροτόφσκι, ότι θα πάνε να δουν την “Αντιγόνη” οι κυρίες με τις γούνες, θα ταυτιστούν μαζί της, θα την χειροκροτήσουν, θα μισήσουν τον Κρέοντα και βγαίνοντας από το θέατρο θα ξαναγίνουν Κρέων…».


Ο Βασίλης Μπισμπίκης/Φωτογραφία: Bovary/Πάνος Μάλλιαρης

«Ονειρεύομαι να είναι καλά η οικογένειά μου, να μεγαλώνει η ομάδα του Cartel και μαζί η επιτυχία του. Και ονειρεύομαι ένα κτήμα στην Κρήτη… Να είμαι εκεί πάνω με τους φίλους μου, να ηρεμώ, να χαλαρώνω τα καλοκαίρια. Αλλά δεν μπορώ να μένω ανενεργός, η αδράνεια με τρελαίνει. Ούτε διακοπές μπορώ να κάνω για πολύ.
Αν είναι αντίφαση ότι είμαι οικογενειάρχης; Ναι, είναι μια κόντρα συνθήκη. Είμαι τρομερά αντιφατικός για τα κοινωνικά στερεότυπα».

Ο Βασίλης Μπισμπίκης σκηνοθετεί και παίζει στο Cartel το «Ανθρωποι και ποντίκια» του Τζον Στάινμπεκ. Ακολουθούν τα «Κόκκινα Φανάρια» του Αλέκου Γαλανού. Σκηνοθετεί τον «Πατέρα» στο θέατρο Αποθήκη. Πρωταγωνιστεί στην ταινία του Γιάννη Οικονομίδη «Η μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς» (από 4 Μαρτίου στους κινηματογράφους).
Το καλοκαίρι θα παίξει στην Επίδαυρο («Φιλοκτήτης» του Σοφοκλή με τον Γιώργο Κιμούλη σε σκηνοθεσία Τσέζαρις Γκραουζίνις). Την σεζόν 2020-2021 θα ανεβάσει στο Εθνικό Θέατρο την «Εντα Γκάμπλερ» του Ιψεν με την Λένα Κιτσοπούλου και τους Νίκο Ψαρρά, Εμιλυ Κολιανδρή, Γιάννη Κότσυφα.





SHARE